Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Αφιέρωμα: Μπομπ Ντίλαν

Αμερικανός τραγουδοποιός της φολκ και της ροκ, από τις κορυφαίες προσωπικότητες της λαϊκής μουσικής, με την επιρροή του να ξεπερνά τα όρια της πατρίδας του.



Ο Μπομπ Ντίλαν (Bob Dylan) είναι αμερικανός τραγουδοποιός της φολκ και της ροκ μουσικής, από τις κορυφαίες προσωπικότητες της λαϊκής μουσικής, με την επιρροή του να ξεπερνά τα όρια της πατρίδας του. Ξεκινώντας από την ακουστική φολκ μουσική στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, μπόλιασε την παραδοσιακή στιχουργική του ροκ εν ρολ, με το πνεύμα της κλασικής λογοτεχνίας και της ποίησης. Ο «μεγαλύτερος ποιητής του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα» σύμφωνα με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ ή «ο Σέξπιρ της γενιάς του», πούλησε δεκάδες εκατομμύρια άλμπουμ, έγραψε περισσότερα από 500 τραγούδια που ηχογραφήθηκαν από περισσότερους από 2.000 καλλιτέχνες, περιόδευσε σε όλο τον κόσμο και έθεσε τα πρότυπα της στιχουργικής. Υποψήφιος για πολλά χρόνια, είχε την τιμή να γίνει ο πρώτος τραγουδοποιός, στον οποίο απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2016.

Η μοναδική αυθεντικότητα του Μπομπ Ντίλαν πήγασε από τη γόνιμη απορρόφηση μουσικών και ποιητικών παραδόσεων, βιβλικών μύθων και αλληγοριών. Η επίδρασή του στις κατευθύνσεις που ακολούθησε μετέπειτα η σύγχρονη λαϊκή μουσική υπήρξε διττή: κατά πρώτο λόγο το έργο του ενθάρρυνε μία «σοβαρή» προσέγγιση της ροκ μουσικής. Υπήρξε ο καταλύτης για την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της μουσικής των Beatles μετά το 1965, επιτρέποντας παράλληλα στους κριτικούς και τους ακαδημαϊκούς να αναγνωρίσουν τη ροκ μουσική ως ολοκληρωμένη μορφή τέχνης. Κατά δεύτερο λόγο, ο Ντίλαν υπήρξε ο πρώτος τραγουδοποιός, που έστρωσε το δρόμο για την επιτυχία μουσικών, όπως ο Λέοναρντ Κοέν, η Τζόνι Μίτσελ, ο Πολ Σάιμον και ο Νιλ Γιανγκ.

Μολονότι η κορύφωση της καλλιτεχνικής του επιτυχίας σημειώθηκε τη δεκαετία του ’60, εξακολουθεί και σήμερα να μένει ενεργός και υπολογίσιμος, θέτοντας με τη στάση και την πορεία του ερωτήματα επιτακτικά: Γιατί άραγε πρέπει το ροκ να είναι μία υπόθεση που αφορά μόνο στους νεαρούς, όταν υπάρχουν φλόγες που καίνε για πολύ πολύ καιρό μετά τα εφηβικά ξεσπάσματα, όταν με το πέρασμα του χρόνου κατακτώνται η εμπειρία, η αυθεντικότητα και η αυτοπεποίθηση, βελτιστοποιείται η ερμηνευτική ικανότητα και αναδεικνύεται η ειλικρινής έκφραση;

Τα πρώτα βήματα

O Ρόμπερτ Άλεν Ζίμερμαν, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 24 Μαΐου 1941 στην πόλη Νταλούθ της πολιτείας Μινεσότα των Ηνωμένων Πολιτειών και μεγάλωσε στην πόλη Χίμπινγκ της ίδιας πολιτείας, όπου ο πατέρας του Άμπραμ Ζίμερμαν ήταν συνιδιοκτήτης ενός καταστήματος επίπλων και οικιακών συσκευών. Οι γονείς του ανήκαν στην εβραϊκή κοινότητα της περιοχής και ήταν ρωσικής καταγωγής. Το εβραϊκό όνομα του νεαρού παιδιού ήταν Σαμπτάι Ζισλ μπεν Αβραάμ.

Ο Μπομπ μεγάλωσε με τη μουσική των Χανκ Γουίλιαμς, Λιτλ Ρίτσαρντ, Έλβις Πρίσλεϊ και Τζόνι Ρέι και σε ηλικία 14 ετών απέκτησε την πρώτη του κιθάρα. Αργότερα, ως μαθητής γυμνασίου έπαιξε σε μια σειρά από συγκροτήματα ροκ εν ρολ. Το 1959, λίγο προτού ξεκινήσει πανεπιστημιακές σπουδές, έπαιξε πιάνο για τον ανερχόμενο ποπ σταρ του Μπόμπι Βι. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα στη Μινεάπολη ανακάλυψε την μποέμικη συνοικία της πόλης, γνωστή ως Dinkytown. Γοητευμένος από την ποίηση Μπιτ και τον λαϊκό τραγουδιστή Γούντι Γκάθρι, άρχισε να παίζει φολκ μουσική σε καφετέριες, υιοθετώντας το επώνυμο Ντίλαν (από τον ουαλό ποιητή Ντίλαν Τόμας, του οποίου ήταν θαυμαστής).

Ανήσυχο πνεύμα και αποφασισμένος να συναντήσει τον Γκάθρι, ο οποίος τότε νοσηλευόταν σοβαρά άρρωστος σε νοσοκομείο του Νιου Τζέρσεϊ, εγκατέλειψε τις σπουδές του και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για να ξεκινήσει μία νέα ζωή. Φτάνοντας στα τέλη Ιανουαρίου του 1961 στην αμερικανική μεγαλούπολη, είχε να αντιμετωπίσει έναν ανελέητο χειμώνα. Βασίστηκε στη γενναιοδωρία διαφόρων θαυμαστών του που είχαν γοητευτεί από τις παραστάσεις του στο Γκρίνουιτς Βίλατζ και του παρείχαν τα προς το ζην. Γρήγορα έγινε γνωστός και μέσα σε τέσσερις μήνες προσλήφθηκε για να παίξει φυσαρμόνικα για μία ηχογράφηση του Χάρι Μπελαφόντε. Το Σεπτέμβριο του 1961 τον ανακάλυψε ο κυνηγός ταλέντων Τζον Χάμοντ κι έπεισε τη δισκογραφική εταιρεία Columbia Records να υπογράψει συμβόλαιο μαζί του.
 
Η δημιουργική δεκαετία του ’60

Το επώνυμο πρώτο άλμπουμ του Ντίλαν κυκλοφόρησε στις 19 Μαρτίου 1962 και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, καθώς μόλις και μετά βίας πούλησε 5.000 αντίτυπα. Περιλάμβανε 11 διασκευές και δύο δικά του τραγούδια («Talkin' New York» και «Song to Woody»). Στελέχη της Columbia ζήτησαν τη διακοπή του συμβολαίου του, αλλά μεταπείστηκαν από τον Τζον Χάμοντ και τον Τζόνι Κας. Το πρώτο άλμπουμ του Ντίλαν δεν έπεισε ούτε τους κριτικούς. Το τραγούδι του - ένας θρήνος καουμπόι με μεσοδυτική προφορά και εμφανείς τις επιρροές από τον Γκαθρι - μάλλον τους μπέρδεψε. Ήταν ένας ήχος που πήρε χρόνο να τον συνηθίσουν.

Συγκριτικά, το δεύτερο άλμπουμ του Ντίλαν «Freewheelin Bob Dylan» που κυκλοφόρησε στις 27 Μαΐου 1963 ακούστηκε σαν εγερτήριο σάλπισμα. Τα νεαρά αυτιά παντού αφομοίωσαν την ιδιόμορφη φωνή του, η οποία χώρισε γονείς και παιδιά και καθιέρωσε τον Μπομπ Ντίλαν ως μέρος της ανερχόμενης τότε αντικουλτούρας. Ο Ντίλαν ήταν πλέον «ένας επαναστάτης με αιτία» και η πρώτη του μεγάλη σύνθεση «Blowin’ in the Wind» έδειξε ότι δεν ήταν ένας αναλώσιμος καλλιτέχνης. Σε αντίθεση με το πρώτο του άλμπουμ, το δεύτερο περιείχε 11 δικά του κομμάτια και μόνο δύο διασκευές. Τα τραγούδια που ξεχώρισαν, εκτός από το «Blowin’ in the Wind», ήταν τα «Girl from the North Country», «Masters of War», «A Hard Rain's a-Gonna Fall» και «Don't Think Twice, It's All Right».

Τον Απρίλιο του 1963 ο Ντίλαν έδωσε την πρώτη του μεγάλη συναυλία στη Νέα Υόρκη και τον Μάιο εμφανίστηκε στο δημοφιλές τηλεοπτικό πρόγραμμα του Εντ Σάλιβαν, όπου του απαγορεύτηκε να τραγουδήσει το «Talkin’ John Birch Paranoid Blues», επειδή δυσφημούσε τον στρατό. Εκείνο το καλοκαίρι έκλεψε την παράσταση στο φεστιβάλ φολκ μουσικής του Νιούπορτ και ουσιαστικά στέφθηκε βασιλιάς της φολκ μουσικής. Το προφητικό τραγούδι του επόμενου άλμπουμ του «The Times They Are A-Changin» (1964) ήταν ένας ακόμη ύμνος της εξεγερμένης νεολαίας.

Ο Ντίλαν απέκτησε εκατομμύρια νέους οπαδούς, όταν το δημοφιλές φωνητικό τρίο «Peter, Paul and Mary» διασκεύασε το «Blowin" in the Wind» και το ανέβασε στο Νο2 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Ο Ντίλαν θεωρήθηκε ως ο κατ’ εξοχήν ερμηνευτής τραγουδιών διαμαρτυρίας κι ένας πολιτικά φορτισμένος καλλιτέχνης. Οι μιμητές του άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Στις 28 Αυγούστου 1963 ο Μπομπ Ντίλαν και η Τζόαν Μπαέζ τραγούδησαν σε μεγάλη συγκέντρωση στην Ουάσιγκτον για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών («March on Washington»). Στην ίδια συγκέντρωση, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφώνησε τον περίφημο λόγο του «I have a dream».

Στο Φεστιβάλ του Νιούπορτ του 1964 μπέρδεψε το φανατικό ακροατήριό του,
ερμηνεύοντας τραγούδια πιο προσωπικά από τον επικείμενο δίσκο του «Another Side of Bob Dylan» και όχι τραγούδια διαμαρτυρίας, αν και οι στίχοι των νέων τραγουδιών του ήταν το ίδιο απαιτητικοί όσο οι προηγούμενοι. Ο Ντίλαν αψηφούσε τις συμβάσεις και αυτό φάνηκε στο επόμενο άλμπουμ του
«Bringing It All Back Home» (1965), το πρώτο «ηλεκτρικό» άλμπουμ του καλλιτέχνη, που ήταν ένα έγκλημα καθοσιώσεως για τους οπαδούς της φολκ μουσικής. Αρχικά προκάλεσε αμηχανία και στη συνέχεια έντονες αντιδράσεις από τους καθαρολόγους. Το άλμπουμ περιείχε τραγούδια, όπως τα «Mr. Tambourine Man», «Subterranean Homesick Blues» και «It's All Over Now, Baby Blue». Ο Ντίλαν αποκτούσε νέους οπαδούς, ενώ το παραδοσιακό κοινό του διαρκώς συρρικνωνόταν. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ του Ντον Πενεμπέικερ «Don’t Look Back» (1967).

Τον Ιούνιο του 1965 ηχογράφησε ένα ακόμη σπουδαίο κομμάτι, το «Like a Rolling Stone», χωρίς προφανείς πολιτικές αναφορές. Το τραγούδι μίλησε σ’ ένα νέο κοινό κι έφτασε ως το Νο2 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Και το άλμπουμ «Highway 61 Revisited» (1965), που περιείχε το επιτυχημένο σινγκλ, δικαίωσε την παραίτησή του από το τραγούδι διαμαρτυρίας. Το περιοδικό Rolling Stone θα το κατατάξει στο Νο 4 του καταλόγου με τα 500 σπουδαιότερα άλμπουμ όλων των εποχών. Στο Φεστιβάλ του Νιούπορτ το 1965, ο Ντίλαν υπερασπίστηκε με γενναιότητα τη μετάβασή του στον ηλεκτρικό ήχο, αψηφώντας τις αποδοκιμασίες του κοινού.

Στις 22 Νοεμβρίου 1965, ο Ντίλαν παντρεύτηκε τη Σάρα Λόουντις, πρώην μοντέλο και μοιράζονταν τον χρόνο τους ανάμεσα στο αρχοντικό τους στο Γκρίνουιτς Βίλατζ και το εξοχικό τους στο Γούντστοκ. Το ζευγάρι θα αποκτήσει τέσσερα παιδιά (ο Ντίλαν θα υιοθετήσει και την κόρη της συζύγου του από τον πρώτο της γάμο) και θα χωρίσουν 12 χρόνια αργότερα.

Τον Μάιο του 1966 ο Ντίλαν κυκλοφόρησε το διπλό άλμπουμ «Blonde on Blonde», το έβδομο της καριέρας του. Περιείχε δύο επιτυχίες («Rainy Day Women» και «I Want You») και δυο σπουδαία κομμάτια («Just Like a Woman» και «Visions of Johanna»).

Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, ο Ντίλαν τραυματίστηκε σοβαρά στο λαιμό, όταν η μοτοσυκλέτα του, μια 500άρα Triumph Tiger 100, ανατράπηκε κοντά στο εξοχικό του στο Γούντστοκ, διακόπτοντας μια επταετή δυναμική καριέρα. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Ντίλαν θα εξαφανιστεί από το μουσικό προσκήνιο.

Το 1967 το συγκρότημα των The Band, με το οποίο συνεργαζόταν το προηγούμενο διάστημα, μετακόμισε στο Γούνστοκ για να είναι πιο κοντά στον Ντίλαν. Περιστασιακά τον καλούσαν στο κοινό σπίτι τους κι έπαιζαν στο υπόγειο, όπου υπήρχε στούντιο. Οι ηχογραφήσεις που προέκυψαν κυκλοφόρησαν σε διπλό δίσκο το 1975 με τον τίτλο «The Basement Tapes» (1975).

Στα τέλη του 1967 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «John Wesley Harding» με νέα τραγούδια, από τα οποία ξεχώρισε το «All along the Watchtower». Ο δίσκος που ήταν κατά κάποιο τρόπο μία επιστροφή στις φολκ ρίζες του, σημείωσε επιτυχία κι έφτασε στο Νο2 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών.

Τον Ιανουάριο του 1968 έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση μετά από ατύχημα σε μια συναυλία αφιερωμένη στη μνήμη του Γούντι Γκάθρι στη Νέα Υόρκη. Η εικόνα του είχε αλλάξει. Με πιο κοντά μαλλιά, γυαλιά και μια ατημέλητη γενειάδα, έμοιαζε με μαθητευόμενο ραβίνο. Από αυτό το σημείο και μετά ο Ντίλαν υιοθέτησε μία στάση που τηρεί απαρέγκλιτα μέχρι σήμερα. Παρακάμπτοντας τις επιθυμίες των κριτικών, ακολουθεί το δρόμο που ο ίδιος επιλέγει. Όταν το κοινό και οι κριτικοί είναι πεπεισμένοι ότι η μούσα του τον έχει εγκαταλείψει, ο Ντίλαν κυκλοφορεί ένα άλμπουμ και αποσύρεται ξανά.

To 1969 o Μπομπ Ντίλαν επέστρεψε στο Τενεσί, όπου είχε ηχογραφήσει το «Blonde on Blonde», για να ηχογραφήσει το άλμπουμ «Nashville Skyline», το οποίο σηματοδότησε την εμφάνιση ενός νέου μουσικού υποείδους του ροκ, του κάντρι ροκ. Ο δίσκος γνώρισε επιτυχία και ανέβηκε στο Νο3 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών, αλλά οι κριτικοί τον αμφισβήτησαν έντονα, θεωρώντας ότι ο Ντίλαν δεν είναι πλέον ένας καλλιτέχνης της πρωτοπορίας.

Τον Αύγουστο του 1969 έλαμψε δια της απουσίας του από το Φεστιβάλ του Γούντστοκ, αν και είχε προσκληθεί, είτε επειδή ένα από τα παιδιά του ήταν άρρωστο, είτε επειδή ενοχλήθηκε από τους χίπις που κατέκλεισαν την περιοχή του Γούντστοκ, όπου είχε το εξοχικό του. Αντ’ αυτού, εμφανίστηκε στο ροκ Φεστιβάλ του νησιού Γουάιτ της Μεγάλης Βρετανίας, ενώπιον 150.000 φίλων της ροκ μουσικής.

Τα χρόνια της ωριμότητας

Μέχρι το τέλος του περασμένου αιώνα, ο Μπομπ Ντίλαν συνέχισε να ηχογραφεί, να περιοδεύει σποραδικά και να τιμάται ευρέως, αν και ο αντίκτυπος της μουσικής του δεν ήταν τόσο μεγάλος ή τόσο άμεσος όσο στη δεκαετία του ‘60. Το 1970 το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα της μουσικής κι ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Tarantula», το οποίο συνάντησε την αδιαφορία κοινού και κριτικών. Τον Αύγουστο του 1971 ο Ντίλαν έκανε μία σπάνια εμφάνιση στη συναυλία που είχε οργανώσει ο Τζορτζ Χάρισον για την ενίσχυση του νεοσύστατου κράτους του Μπαγκλαντές, από την οποία προέκυψε ο δίσκος «Concert for Bangladesh».

Το 1973 εμφανίστηκε στην ταινία του Σαμ Πένκιπα «Pat Garrett & Billy the Kid» («Η Μεγάλη Μονομαχία», ο ελληνικός τίτλος της) και συνέθεσε τη μουσική της, από την οποία ξεχώρισε το τραγούδι «Knockin’ on Heaven's Door». Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε το βιβλίο «Writings and Drawings», μία ανθολογία στίχων και ποιημάτων του, ενώ πραγματοποίησε την πρώτη του περιοδεία ύστερα από οκτώ χρόνια, η οποία αποτυπώθηκε στο άλμπουμ «Before the Flood».

Τον Ιανουάριο του 1974 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Planet Waves», με την επιτυχία «Forever Young» και τον επόμενο χρόνο το «Blood on the Tracks», που ήταν μια επιστροφή σε πιο λυρική φόρμα. Το άλμπουμ αυτό, όπως και το «Desire» της επόμενης χρονιάς (με τη μεγάλη επιτυχία «Hurricane», ένα τραγούδι διαμαρτυρίας για την άδικη καταδίκη και φυλάκιση, όπως πίστευαν πολλοί, του αφροαμερικανού πυγμάχου Ρούμπιν «Χαρικέιν» Κάρτερ) έφτασαν στο Νο1 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών.

Το 1979, σε μία δραματική αλλαγή της ζωής του, ο Μπομπ Ντίλαν μεταστράφηκε στον χριστιανισμό και για τρία χρόνια ηχογραφούσε κι έπαιζε μόνο κομμάτια με θρησκευτικό υλικό, κάνοντας κήρυγμα, τόσο στα τραγούδια του, όσο και στις ζωντανές του εμφανίσεις. Οι κριτικοί και οι ακροατές, για άλλη μια φορά, μπερδεύτηκαν. Παρ’ όλα αυτά, ο Ντίλαν κέρδισε Γκράμι το 1980 για το γκόσπελ τραγούδι του «Gotta Serve Somebody» από το δίσκο «Slow Train Coming», που σηματοδότησε την πρόσκαιρη αυτή στροφή.

Το 1985 συμμετείχε στην ηχογράφηση του «We Are the World», στο πλαίσιο του «USA for Africa», για την ενίσχυση των λιμοκτονούντων Αφρικανών, και δημοσίευσε το τρίτο βιβλίο του «Lyrics: 1962–1985». Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς πρωτοστάτησε στη μεγάλη συναυλία με τίτλο «Farm Aid» για την ενίσχυση των αμερικανών μικροαγροτών, που ήταν πνιγμένοι στα χρέη και απειλούνταν με κατασχέσεις από τις τράπεζες.

Τον Μάιο του 1986 γεννήθηκε η κόρη του Ντεζιρέ Γκαμπριέλ, καρπός του έρωτά του με την τραγουδίστρια του συγκροτήματός του Κάρολιν Ντένις. Ένα μήνα αργότερα θα παντρευτεί την Ντένις, με την οποία θα χωρίσει το 1992.

Το 1988 εντάχθηκε στο «Πάνθεον του Ροκ εν Ρολ» (Rock and Roll Hall of Fame) και την ίδια χρονιά σχημάτισε μαζί με τους Ρόι Όρμπισον, Τομ Πέτι, Τζορτζ Χάρισον και Τζεφ Λιν το σούπερ γκρουπ «Traveling Wilburys», με το οποίο ηχογράφησε δύο άλμπουμ (1988 και 1990).

Στις 26 Ιουνίου 1989 ο Μπομπ Ντίλαν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και μάλιστα σε συναυλία στην Πάτρα. Την επομένη συμμετείχε στα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ του BBC για τον Βαν Μόρισον στο Λόφο του Φιλοππάπου και στις 28 Ιουνίου έδωσε συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε ένα ακόμη ενδιαφέρον άλμπουμ με τίτλο «Oh Mercy», σε παραγωγή Ντανιέλ Λανουά.

Τον Ιανουάριο του 1993 τραγούδησε το «Chimes of Freedom», κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας του αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον, που σήμανε την επάνοδο των Δημοκρατικών στην εξουσία μετά τη 12χρονη κυριαρχία των Ρεπουμπλικανών. Το 1998 κέρδισε τρία Γκράμι για το άλμπουμ του «Time Out of Mind» (1997). Το 2000 τιμήθηκε με Όσκαρ για το τραγούδι του «Things Have Changed», που ακουγόταν στην ταινία του Κέρτις Χάνσον «Τρομερά Παιδιά» (Wonder Boys).

Άλλο ένα Γκράμι προσέθεσε στη συλλογή του το 2002, για τον δίσκο «Love and Theft» (2001). Το 2005 ο Μάρτιν Σκορσέζε παρουσίασε το ντοκιμαντέρ «No Direction Home», που κάλυπτε την καριέρα του Ντίλαν έως το 1967. Συνοδεύτηκε από ένα άλμπουμ με ακυκλοφόρητα τραγούδια του Ντίλαν. Το 2006 παρουσίασε τον δίσκο «Modern Times», κερδίζοντας ένα Γκράμι για τον άλμπουμ κι ένα για το τραγούδι «Someday Baby».

Το 2007 τιμήθηκε με το Βραβείο του Πρίγκιπα της Αστούριας, ένα σημαντικό ισπανικό βραβείο. Η κριτική επιτροπή τον χαρακτήρισε «ζωντανό μύθο στην ιστορία της λαϊκής μουσικής και φάρο για μία γενιά που ονειρευόταν να αλλάξει τον κόσμο». Τον επόμενο χρόνο και το συμβούλιο των βραβείων Πούλιτζερ τον τίμησε για το «βαθύ αντίκτυπό του στη δημοφιλή μουσική και τον αμερικανικό πολιτισμό».

Το 2009 ο Ντίλαν κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Together Through Life», το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ακολούθησε το «Tempest» (2012), που τον βρήκε σε μεγάλη φόρμα, παρότι είχε εισέλθει στην όγδοη δεκαετία της ζωής του. Τα επόμενα χρόνια κυκλοφόρησε τρία άλμπουμ, με σπουδαία αμερικανικά τραγούδια του παρελθόντος: «Shadows in the Night» (2015), «Fallen Angels» (2016) και «Triplicate» (2017).

Το 2012 ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα του απένειμε το «Μετάλλιο της Ελευθερίας», το ανώτατο πολιτικό παράσημο των ΗΠΑ. Το 2016 ήταν η σειρά της Σουηδικής Ακαδημίας να τον τιμήσει με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, «για τη δημιουργία νέων ποιητικών εκφράσεων στο πλαίσιο της σπουδαίας παράδοσης του αμερικανικού τραγουδιού», όπως ανέφερε στο σκεπτικό της. Έτσι, ο Μπομπ Ντίλαν έγινε ο πρώτος τραγουδοποιός που τιμήθηκε με το κορυφαίο βραβείο στο χώρο της λογοτεχνίας.

 

Πηγή: SanSimera.gr

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Το ialmopia.gr επιτρέπει στον χρήστη να αναρτά τα σχόλια και τις απόψεις του σε επίκαιρα θέματα/συζητήσεις. Τα σχόλια και οι απόψεις αυτές εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές θέσεις του εκάστοτε χρήστη και δεν υιοθετούνται από το ialmopia.gr. Σε κάθε περίπτωση, ο χρήστης οφείλει να εκφράζεται με τρόπο ώστε να μην παραβιάζει τους ελληνικούς νόμους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ialmopia.gr διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείει το χρήστη από την εν λόγω υπηρεσία.

Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα του ialmopia.gr

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *