Όταν ήμουν 18 ετών, στάθηκα στη σκηνή ενός καθεδρικού στη Γερμανία, ενώ οι κραυγές «Χάιλ Χίτλερ!» διανθίζονταν με τους βρυχηθμούς χιλιάδων Ευρωπαίων νεοναζί σκίνχεντ, οι οποίοι επίσης φώναζαν το όνομα του συγκροτήματός μου.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ήμουν υπεύθυνος για τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα, την αδρεναλίνη που κυλούσε μέσα στις παλλόμενες φλέβες, τον ιδρώτα που έτρεχε από τα ξυρισμένα κεφάλια.
Η απόλυτη αφοσίωση στη λευκή δύναμη ήταν διάχυτη στο κοινό, εκείνη την ομιχλώδη νύχτα του Μαρτίου, το 1992. Ήμουν επικεφαλής του πρώτου αμερικανικού συγκροτήματος λευκής δύναμης σκίνχεντ που είχε βγει ποτέ έξω από το αμερικανικό έδαφος για να παίξει στην Πατρίδα, ή σε ολόκληρη την Ευρώπη. Γραφόταν ιστορία. Φαντάστηκα τότε ότι κάπως έτσι έπρεπε να ένιωθε ο Χίτλερ όταν οδήγησε τα στρατεύματά του στην αποστολή να κυριαρχήσουν στον κόσμο.
Τραγούδησα για το πώς οι νόμοι ευνοούν τους μαύρους να παίρνουν τις λευκές δουλειές και πως οι λευκοί επιβαρύνονται με φόρους που χρησιμοποιούνται για να υποστηρίζονται τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Πίστευα ότι γειτονιές νομοταγών, σκληρά εργαζόμενων λευκών οικογενειών συνθλίβονταν από τις μειονότητες και τα ναρκωτικά τους. Οι ομοφυλόφιλοι –μια απειλή για τη διαιώνιση του είδους όπως πίστευα- απαιτούσαν ειδικά δικαιώματα. Οι γυναίκες μας εξαπατούνταν και έμπλεκαν σε σχέσεις με μειονότητες. Οι Εβραίοι σχεδίαζαν το θάνατό μας. Ήταν σαφές, η λευκή φυλή βρισκόταν σε κίνδυνο. Ή έτσι είχα διδαχθεί να πιστεύω.
Όλα άρχισαν το 1987, όταν ήμουν μόλις 14 ετών. Ποθούσα να αισθανθώ κάτι περισσότερο, να κάνω κάτι ευγενές. Έψαχνα ένα βαθύτερο νόημα για τη ζωή μου, πέρα από την εγκόσμια ύπαρξη στο πλαίσιο της οποίας έβλεπα πολλούς ενήλικες της εργατικής τάξης από τη γειτονιά μου να παλεύουν. Αντί να υποκύψω στο τέλμα της άνεσης, ήθελα να κάνω κάτι σημαντικό. Και η μοίρα μου παρουσίασε ένα βολικό τρόπο να εκπληρώσω αυτές τις ανάγκες.
Η νεανική αθωότητά μου πάγωσε απότομα τη νύχτα που συνάντησα τον Clark Martell.
Καθόμουν στο δρομάκι του σπιτιού μου, χαμένος στις σκέψεις και φτιαγμένος με χόρτο, όταν ένα απότομο μαρσάρισμα ενός αυτοκινήτου διέλυσε την ηρεμία. Μια Pontiac Firebird του 1969 φρενάρισε απότομα κοντά μου. Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε και ένας μεγαλύτερος σε ηλικία τύπος με ξυρισμένο κεφάλι και μαύρες στρατιωτικές μπότες άρχισε να κινείται προς το μέρος μου. Δεν ήταν αφύσικα ψηλός ή με επιβλητική εμφάνιση, αλλά τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του και οι γυαλιστερές μπότες του μαρτυρούσαν εξουσία. Το ξεβαμμένο τζιν του συγκρατούσαν λεπτές τιράντες που τις φορούσε πάνω από ένα ολόλευκο T-shirt.
Σταμάτησε λίγα εκατοστά μακριά μου και έσκυψε πιο κοντά και με κοίταξε στα μάτια. Άνοιξε το στόμα του και μίλησε ήρεμα για να μπορεί να ακούσει κιόλας. «Δεν ξέρεις ότι αυτό ακριβώς είναι που θέλουν οι καπιταλιστές και οι Εβραίοι να κάνεις, έτσι ώστε να μπορούν να σε κρατήσουν πειθήνιο;»
Μην γνωρίζοντας ακριβώς, τι στο διάβολο ήταν ο καπιταλιστής ή τι σήμαινε η λέξη «πειθήνιος», ενστικτωδώς τράβηξα μια ρουφηξιά από το τσιγαριλίκι και φύσηξα τον καπνό κατευθείαν στο πρόσωπό του.
Με εκπληκτική ταχύτητα, αυτός ο τύπος με τα διαπεραστικά γκρι μάτια μου έριξε σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού με το ένα χέρι και ταυτοχρόνως με το άλλο άρπαξε το τσιγαριλίκι από τα χείλη μου και το έλιωσε με την αστραφτερή μαύρη Doc Marten μπότα του.
Έμεινα έκπληκτος. Μόνο ο μπαμπάς μου με είχε χτυπήσει έτσι.
Ο σκληρός με το μυτερό σαγόνι άνδρας σηκώθηκε, ίσιωσε την πλάτη του και με έπιασε από τον ώμο, σύροντάς με προς το μέρος του. «Είμαι ο Clark Martell, γιε μου, και θα σώσω τη γαμημένη ζωή σου».
Παγωμένος, στάθηκα εκεί και τον θαύμασα τρομαγμένος. Ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι και τα γυαλιστερά άρβυλα θα μου έσωζε τη ζωή. Αυτός ο άνδρας ήταν ο αρχηγός της πρώτης νεοναζί σκίνχεντ συμμορίας της Αμερικής. Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στα μάτια μου, γεννιόταν το κίνημα της λευκής δύναμης σκίνχεντ, στο ίδιο βρώμικο σοκάκι ενός προαστίου του Σικάγου όπου είχα πάει χιλιάδες φορές με το ποδήλατό μου.
Όσο γρήγορα είχε έρθει, ο Martell μπήκε στο τετράτροχο κτήνος του που διέσχισε το σοκάκι σαν φλεγόμενος φοίνικας, αφήνοντάς γύρω μου ένα σύννεφο καυσαερίων και δέους.
Δεν χρειάστηκε πολύ για να αποφασίσω ότι ήθελα να ανταλλάξω την εφηβεία μου, την χαμηλή αυτοεκτίμησή και την αδυναμία για την εξουσία. Ένα μήνα αργότερα, επέστρεφα στο σπίτι με το ποδήλατο από ένα αυτοσχέδιο αγώνα μπέιζμπολ και τρία μαύρα παιδιά από την άλλη πλευρά της πόλης με σταμάτησαν και με χτύπησαν. Έκλεψαν το ολοκαίνουργιο μαυρο-κόκκινο Schwinn Predator μου με τις ζάντες αλουμινίου που είχα αγοράσει μόλις πριν από λίγες εβδομάδες με χρήματα από τα γενέθλιά μου. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη τη μέρα, εκτός του ότι ήμουν θυμωμένος και απογοητευμένος με τον εαυτό μου γιατί δεν έκανα περισσότερα για να προστατέψω το καινούριο ποδήλατό μου από εκείνους. Ο οργή που κάποιος μπορούσε να έρθει στη γειτονιά μου και να πάρει αυτό που μου ανήκε, με είχε κυριεύσει.
Και πάλι, σαν λιοντάρι, ήταν ο Martell που με μάζεψε. Που με έσωσε. Όταν με προσκάλεσε να πάω σ'ένα «πάρτι» αμέσως μετά, άρπαξα την ευκαιρία και πήγα με το μαυρισμένο μάτι.
Μέχρι την ώρα που έφθασα περίπου 30 άτομα, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν εκεί γύρω στα 20+, είχαν ήδη μαζευτεί στο μικρό διαμέρισμα· σκίνχεντ από το Μίσιγκαν, το Ουινσκόνσιν, το Τέξας και το Ιλινόις. Εκεί ήταν και αρκετοί άνθρωποι από τη γειτονιά, των οποίων τα πρόσωπα αναγνώριζα αόριστα, αλλά στα 14 ήμουν ο νεότερος με διαφορά.
Κάποιος μου έδωσε ένα κουτάκι παγωμένης μπύρας Miller High Life. Ήμουν ήδη φτιαγμένος από την έξαψη του ότι ήμουν εκεί, αλλά αν και ήμουν ανήλικος, δεν θα έλεγα «όχι» σε αυτό το δείγμα αποδοχής. Όπου κι αν κοίταξα υπήρχαν ξυρισμένα κεφάλια, τατουάζ, μπότες και τιράντες. Αντί για κουρτίνες υπήρχαν ναζιστικές σημαίες. Άφθονα ήταν τα περιβραχιόνια με τις σβάστικες. Μερικά κορίτσια που έδειχναν σκληρά ήταν αγκαζέ με κάποιους πιο μεγαλόσωμους τύπους, γεγονός που έκανε εύκολο να πει κανείς ποιοι ήταν οι βασικοί παίκτες.
Πριν να τελειώσω την πρώτη μου μπύρα, ένας μυώδης τύπος με βλογιοκομμένο πρόσωπο και με τατουάζ μια μεγάλη σβάστικα στο λαιμό του έβαλε τάξη στο κοινό. Στάθηκε στη γωνία του σαλονιού και έκανε μια απλή δήλωση, μία που θα μάθαινα απ΄έξω μέχρι το τέλος της βραδιάς, ένα σύστημα αξιών με το οποίο θα ζούσα τα επόμενα επτά χρόνια της ζωής μου.
«Δεκατέσσερις λέξεις!» βροντοφώναξε.
Αμέσως, όλοι στο δωμάτιο στράφηκαν προς το μέρος του, σταμάτησαν να κουβεντιάζουν και με μια φωνή φώναξαν «πρέπει να διασφαλίσουμε την ύπαρξη των ανθρώπων και ένα μέλλον για τα λευκά παιδιά».
Όλοι στο δωμάτιο, σήκωσαν τα χέρια τους και χαιρέτισαν ναζιστικά. Αυθόρμητα σήκωσα και το δικό μου χέρι.
Για πάνω από μια ώρα, η καρδιά μου χτυπούσε με ρυθμό ενώ στεκόμουν γοητευμένος, ακούγοντας τις φλογερές λέξεις που σύντομα θα ήμουν σε θέση να τις απαγγείλω στον ύπνο μου.
Μια αναποδογυρισμένη και εν μέρει καμένη αμερικανική σημαία κρεμόταν στον τοίχο δίπλα στον ομιλητή. Πήρε ένα κουτάκι μπύρα και μίλησε δυνατά και με σταθερή φωνή. «Αδελφοί και αδελφές, η κυβέρνηση προδοτών που έχουμε θα ήθελε να πιστέψετε ότι η φυλετική ισότητα είναι προχωρημένη σκέψη, ότι όλες οι φυλές θα έπρεπε να ζήσουμε με ειρήνη και αρμονία. Σκατά! Ρίξτε μια ματιά γύρω σας. Ανοίξτε τα μάτια σας και αρνηθείτε να σας ξεγελάσουν. Βλέπετε ότι οι νέγροι μετακομίζουν στις γειτονίες σας; Βλέπετε τα ναρκωτικά και το έγκλημα να κατακλύζουν τους δρόμους σας και όχι η ισότητα. Οι υδρορροές σας γεμίζουν με σκουπίδια. Ο αέρας αρχίζει να μυρίζει άσχημα γιατί αυτές οι μαϊμούδες δεν κάνουν τίποτα και στρογγυλοκάθονται, καπνίζοντας κρακ και πηδάνε τις ναρκομανείς πόρνες τους όλη μέρα. Δεν κάνουν τον κόπο να καθαρίσουν.
«Το μόνο πράγμα που καθαρίζουν είναι όλα τα χρήματα που βγάλαμε με κόπο και που εσείς και εγώ πληρώνουμε σε φόρους. Ζουν με τα κοινωνικά επιδόματα. Ανεργία. Είναι πρώτοι στη σειρά για να πάρουν ότι μπορεί να προσφέρει το κράτος. Επίδομα ενοικίου, δωρεάν μεσημεριανό στο σχολείο. Ο μόνος λόγος που αυτά τα μικρά νεγράκια πηγαίνουν στο σχολείο είναι για να παίρνουν τα δωρεάν γεύματα και τις επιταγές της πρόνοιας. Όλα πληρωμένα από εμάς τους λευκούς, από σκληρά εργαζόμενους λευκούς Αμερικανούς που ποτέ δεν θα ονειρευόμασταν τα παιδιά μας να τρώνε δωρεάν γεύματα γιατί φροντίζουμε τους εαυτούς μας μόνοι μας.
«Και ενώ εσείς και εγώ δουλεύουμε μέχρι εξαντλήσεως, αυτά τα φυλετικά κατώτερα καθάρματα είναι έξω και πουλάνε ναρκωτικά στα μικρά αδέρφια σας για να τα χαζέψουν. Τους πουλάνε μαλακίες έτσι ώστε τα δόντια τους να σαπίσουν και να μοιάζουν 60 μέχρι τα 16 τους, να βρεθούν ανάμεσα στα πυρά συμμοριών και να πεθάνουν στα χέρια αυτών των εγκληματιών.
«Θέλουν να τα κάνουν να εξαρτώνται από τα ναρκωτικά έτσι ώστε οι αθώες Άριες γυναίκες μας να τους πηδήξουν για να τους δώσουν ως αντάλλαγμα την ουσία στην οποία έχουν εθιστεί. Νομίζετε ότι πουλάνε αυτά τα σκουπίδια μόνο για να γίνουν πλούσιοι και να αγοράσουν τις Cadillacs και τις χρυσές αλυσίδες τους; Συνέλθετε αδερφοί και αδερφές. Πουλάνε αυτό το δηλητήριο για να κάνουν τα λευκά παιδιά τόσο ηλίθια όσο τα βρωμόπαιδά τους. Θέλουν οι άνθρωποι μας να νεκρώσουν τόσο μέσα τους που θα καπνίζουν και να σνιφάρουν οτιδήποτε βρίσκεται μπροστά τους. Χτυπάνε ναρκωτικά στα μπράτσα τους και ανάμεσα στα δάχτυλά των ποδιών τους. Θέλουν να δουν τους ανθρώπους μας με κατεστραμμένα τα εγκεφαλικά κύτταρά τους και να καταλήγουν στο κελί όπου θα βιαστούν από βρωμομετανάστες Μεξικανούς, οι οποίοι έχουν εγκλειστεί επειδή δολοφόνησαν και βίασαν αθώες νεαρές λευκές γυναίκες.
«Και ποιος οδηγεί αυτά τα εκφυλισμένα ζώα στην καταστροφή της φυλής μας; Οι Εβραίοι και η σιωνιστική κατοχική κυβέρνησή τους. Να ποιοι!». Ο ομιλητής παράθεσε ένα υβρεολόγιο κατά των Εβραίων, το οποίο θα άκουγα σε κάθε πορεία που θα παρακολουθούσα από εκείνη τη στιγμή και μετά, αλλά ποτέ με τόση θέρμη. Οι φλέβες στο λαιμό του φαίνονταν έτοιμες να σχιστούν, ο αφρός από το σάλιο του ήταν στις άκρες των χειλιών του. Τα μάτια του είχαν πάρει φωτιά από θυμό. Φαρισαϊσμός. Αγανάκτηση. Αλήθεια.
Τέλειωσε όπως άρχισε. «Δεκατέσσερις λέξεις, η οικογένειά μου! Δεκατέσσερις ιερές λέξεις».
Σηκωθήκαμε, φωνάξαμε εκείνες τις 14 λέξεις ξανά και ξανά και ξανά.
Η αδρεναλίνη έκαιγε μέσα μου σαν φωτιά και εξαπλωνόταν από την κορφή ως τα νύχια, ενώ ιδρώτας νευρικότητας την έσβηνε. Την ίδια ώρα ο καυστικός καπνός της ρατσιστικής ρητορικής γέμιζε το δωμάτιο. Ήμουν έτοιμος να σώσω τον αδερφό μου, τους γονείς, τους παππούδες, τους φίλους και κάθε αξιοπρεπή λευκό άνθρωπο στον πλανήτη. Πώς ήταν δυνατό οι λευκοί να μην βλέπουν με πόσο πλήρη και απόλυτη απελπισία ήταν αντιμέτωποι; Ήταν στο χέρι μου και στο χέρι των ομοίων μου. Ήταν μια τεράστιας σημασίας αποστολή αλλά δεν είχα αμφιβολία για την πίστη μου σε αυτή. Παρόλο που η νύχτα ήταν το πιο παράξενο και έντονο πράγμα που είχα ποτέ βιώσει, κόλλησα αμέσως. Αυτή η κουλτούρα της λευκής δύναμης σκίνχεντ μου ήταν ελκυστική, αν και γνώριζα ότι δεν ήμουν ακριβώς όπως οι άλλοι στο δωμάτιο. Δεν προερχόμουν από μια οικογένεια αφημένη στην τύχη της. Δεν με είχαν αναθρέψει να μισώ τους ανθρώπους που ήταν διαφορετικοί από μένα ή με τη νοοτροπία «εμείς εναντίον αυτών». Αλλά η καρδιά μου χτύπησε δυνατά μέσα στο στήθος. Περισσότερο παρά ποτέ, ήθελα να είμαι μέρος όλου αυτού. Με είχε κυριεύσει.
Για τα επόμενα επτά χρόνια, έγινα παιδί-θαύμα που στρατολογούσα, έκανα κατήχηση στους νέους λευκούς εξτρεμιστές. Ίδρυσα δυο συγκροτήματα λευκής δύναμης, τα White American Youth και Final Solution, και η μουσική έγινε το βασικό εργαλείο προπαγάνδας μου για να δελεάσω περισσότερους στρατιώτες.
Χρειαζόταν ελάχιστη ικανότητα να εντοπίσεις έναν έφηβο με χάλια οικογενειακή ζωή. Κάποιον χωρίς πολλούς φίλους. Πιεσμένο. Περιθωριοποιημένο. Που αισθάνεται μόνος. Θυμωμένος. Απένταρος. Με κρίση ταυτότητας. Που φαινόταν αυτός ή αυτή ότι δεν είχαν ποτέ τύχη. Ξεκινούσες μια συζήτηση για να ανακαλύψεις γιατί αισθανόταν άσχημα. Τον πλησίαζες.
«Φίλε, ξέρω ακριβώς πώς είναι τα πράγματα. Εάν ο πατέρας σου δεν είχε χάσει τη δουλειά του, δεν θα ήταν έτσι. Αλλά οι μειονότητες παίρνουν όλες τις δουλειές. Έχουν όλες τις ευκολίες. Μετακομίζουν στις γειτονιές μας και αρχίζουν να παίρνουν κοινωνικά επιδόματα. Οι γονείς μας πάνε στις δουλειές τους κάθε μέρα για να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι ενώ οι τεμπέληδες νέγροι και Μεξικάνοι τσεπώνουν τις επιταγές με τα προνοιακά επιδόματα ενώ κοιμούνται».
Όταν κοιτάω παλιές φωτογραφίες του παλιού εαυτού μου, βλέπω ένα κούφιο κέλυφος ενός ανθρώπου –ενός ξένου- γεμάτο με όλα αυτά τα επιβλαβή στοιχεία, να με κοιτάει κατάματα.
Επειδή ήμουν τόσο τυφλός, τόσο πολύ απορροφημένος στο δικό μου παραφουσκωμένο εγώ για να προσέξω τις δικές μου βασικές συναισθηματικές ανάγκες, κατέληξα να κατηγορώ τους άλλους –μαύρους, γκέι, Εβραίους και οποιονδήποτε άλλο ο οποίος νόμιζα ότι δεν ήταν σαν κι εμένα- για προβλήματα της δικής μου ζωής στα οποία δεν θα μπορούσαν να έχουν συμβάλλει. Ο αβάσιμος πανικός μου γρήγορα και άδικα, εκδηλώθηκε ως φαρμακερό μίσος- έγινα εξτρεμιστής από εκείνους που είδαν σε μένα έναν μοναχικό νεαρό ο οποίος ήταν ώριμος για να πλαστεί. Και επειδή έψαχνα τόσο απεγνωσμένα να βρω νόημα –να ξεφύγω από την κοινότυπη ζωή μου- κατάπινα όλα τα ψίχουλα που έτρεφαν αυτό το φαινομενικά μεγαλείο, έφτιαξαν την ταυτότητά μου, επισκιάζοντας τον χαρακτήρα μου. Τον ίδιο που με είχε κουράσει ως παιδί. Μέσα από την εσφαλμένη εχθρότητά μου, έγινα μεγάλος, χοντρός και ρατσιστής νταής -νοσηρά παχύσαρκος από τα αμέτρητα ψέματα που με είχαν ταΐσει εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν τα νιάτα, την αφέλεια και τη μοναξιά μου.
Για ένα τρίτο της ζωής μου, σχεδόν καθένα από τα χρόνια της εφηβείας μου που διαμορφώνουν το χαρακτήρα, μάσησα και κατάπια κομμάτια κάθε μιας από αυτές τις παραποιημένες πεποιθήσεις. Και όταν τελικά βρήκα τα αρχίδια να συνειδητοποιήσω ότι καθεμία «αλήθεια» την οποία με είχαν ταΐσει –και με τη σειρά μου είχα ταΐσει αναγκαστικά άλλους- ήταν ένα ολοκληρωμένο και διεστραμμένο ψέμα. Το μόνο που αισθάνθηκα ότι ήθελα να κάνω ήταν να χώσω τα δάχτυλά μου βαθιά στο λαιμό και να τα όλα εμετό στην κοντινότερη τουαλέτα.
Ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια αφότου έφυγα από το κίνημα του μίσους που βοήθησα να δημιουργηθεί, αναμνήσεις από εκείνα τα επτά σκοτεινά χρόνια εξακολουθούν να έρχονται και να φεύγουν από το μυαλό μου και να με θυμώνουν. Όταν κοιτάω παλιές φωτογραφίες του πρώην εαυτού μου, βλέπω ένα κούφιο κέλυφος ενός ανθρώπου –ενός ξένου- γεμάτο με όλα αυτά τα επιβλαβή στοιχεία, να με κοιτάει κατάματα. Αλλά επειδή μολυσμένα ζιζάνια εξακολουθούν να φυτρώνουν από πολλούς τοξικούς σπόρους που φύτεψα όλα εκείνα τα χρόνια, κάνω το καθήκον μου να τα ξεφυτρώνω μόλις τα βλέπω ότι αρχίζουν να βλασταίνουν.
Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που παγιδεύονται από το χάρισμα κάποιου, όταν μου έλεγαν εκείνα τα «λευκά ψέματα», έψαχνα αποδείξεις ότι ο στρατολόγος μου είχε δίκιο, όχι ότι ήταν λάθος. Όταν κοιτάω πίσω σ'εκείνη την εποχή, μόλις που μπορώ να αναπνεύσω. Πώς μπορούσα να είμαι τόσο ηλίθιος; Τόσο αφελής;
Τόσο αναίσθητος για τον πόνο που με τόση άνεση προκαλούσα σε αθώους ανθρώπους; Είχα ανταλλάξει τη φυσική ενσυναίσθηση για την αποδοχή. Μπέρδεψα το μίσος και τον εκφοβισμό με το πάθος, το φόβο και το σεβασμό.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ήμουν υπεύθυνος για τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα, την αδρεναλίνη που κυλούσε μέσα στις παλλόμενες φλέβες, τον ιδρώτα που έτρεχε από τα ξυρισμένα κεφάλια.
Η απόλυτη αφοσίωση στη λευκή δύναμη ήταν διάχυτη στο κοινό, εκείνη την ομιχλώδη νύχτα του Μαρτίου, το 1992. Ήμουν επικεφαλής του πρώτου αμερικανικού συγκροτήματος λευκής δύναμης σκίνχεντ που είχε βγει ποτέ έξω από το αμερικανικό έδαφος για να παίξει στην Πατρίδα, ή σε ολόκληρη την Ευρώπη. Γραφόταν ιστορία. Φαντάστηκα τότε ότι κάπως έτσι έπρεπε να ένιωθε ο Χίτλερ όταν οδήγησε τα στρατεύματά του στην αποστολή να κυριαρχήσουν στον κόσμο.
Τραγούδησα για το πώς οι νόμοι ευνοούν τους μαύρους να παίρνουν τις λευκές δουλειές και πως οι λευκοί επιβαρύνονται με φόρους που χρησιμοποιούνται για να υποστηρίζονται τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Πίστευα ότι γειτονιές νομοταγών, σκληρά εργαζόμενων λευκών οικογενειών συνθλίβονταν από τις μειονότητες και τα ναρκωτικά τους. Οι ομοφυλόφιλοι –μια απειλή για τη διαιώνιση του είδους όπως πίστευα- απαιτούσαν ειδικά δικαιώματα. Οι γυναίκες μας εξαπατούνταν και έμπλεκαν σε σχέσεις με μειονότητες. Οι Εβραίοι σχεδίαζαν το θάνατό μας. Ήταν σαφές, η λευκή φυλή βρισκόταν σε κίνδυνο. Ή έτσι είχα διδαχθεί να πιστεύω.
Όλα άρχισαν το 1987, όταν ήμουν μόλις 14 ετών. Ποθούσα να αισθανθώ κάτι περισσότερο, να κάνω κάτι ευγενές. Έψαχνα ένα βαθύτερο νόημα για τη ζωή μου, πέρα από την εγκόσμια ύπαρξη στο πλαίσιο της οποίας έβλεπα πολλούς ενήλικες της εργατικής τάξης από τη γειτονιά μου να παλεύουν. Αντί να υποκύψω στο τέλμα της άνεσης, ήθελα να κάνω κάτι σημαντικό. Και η μοίρα μου παρουσίασε ένα βολικό τρόπο να εκπληρώσω αυτές τις ανάγκες.
Η νεανική αθωότητά μου πάγωσε απότομα τη νύχτα που συνάντησα τον Clark Martell.
Καθόμουν στο δρομάκι του σπιτιού μου, χαμένος στις σκέψεις και φτιαγμένος με χόρτο, όταν ένα απότομο μαρσάρισμα ενός αυτοκινήτου διέλυσε την ηρεμία. Μια Pontiac Firebird του 1969 φρενάρισε απότομα κοντά μου. Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε και ένας μεγαλύτερος σε ηλικία τύπος με ξυρισμένο κεφάλι και μαύρες στρατιωτικές μπότες άρχισε να κινείται προς το μέρος μου. Δεν ήταν αφύσικα ψηλός ή με επιβλητική εμφάνιση, αλλά τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του και οι γυαλιστερές μπότες του μαρτυρούσαν εξουσία. Το ξεβαμμένο τζιν του συγκρατούσαν λεπτές τιράντες που τις φορούσε πάνω από ένα ολόλευκο T-shirt.
Σταμάτησε λίγα εκατοστά μακριά μου και έσκυψε πιο κοντά και με κοίταξε στα μάτια. Άνοιξε το στόμα του και μίλησε ήρεμα για να μπορεί να ακούσει κιόλας. «Δεν ξέρεις ότι αυτό ακριβώς είναι που θέλουν οι καπιταλιστές και οι Εβραίοι να κάνεις, έτσι ώστε να μπορούν να σε κρατήσουν πειθήνιο;»
Μην γνωρίζοντας ακριβώς, τι στο διάβολο ήταν ο καπιταλιστής ή τι σήμαινε η λέξη «πειθήνιος», ενστικτωδώς τράβηξα μια ρουφηξιά από το τσιγαριλίκι και φύσηξα τον καπνό κατευθείαν στο πρόσωπό του.
Με εκπληκτική ταχύτητα, αυτός ο τύπος με τα διαπεραστικά γκρι μάτια μου έριξε σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού με το ένα χέρι και ταυτοχρόνως με το άλλο άρπαξε το τσιγαριλίκι από τα χείλη μου και το έλιωσε με την αστραφτερή μαύρη Doc Marten μπότα του.
Έμεινα έκπληκτος. Μόνο ο μπαμπάς μου με είχε χτυπήσει έτσι.
Ο σκληρός με το μυτερό σαγόνι άνδρας σηκώθηκε, ίσιωσε την πλάτη του και με έπιασε από τον ώμο, σύροντάς με προς το μέρος του. «Είμαι ο Clark Martell, γιε μου, και θα σώσω τη γαμημένη ζωή σου».
Παγωμένος, στάθηκα εκεί και τον θαύμασα τρομαγμένος. Ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι και τα γυαλιστερά άρβυλα θα μου έσωζε τη ζωή. Αυτός ο άνδρας ήταν ο αρχηγός της πρώτης νεοναζί σκίνχεντ συμμορίας της Αμερικής. Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στα μάτια μου, γεννιόταν το κίνημα της λευκής δύναμης σκίνχεντ, στο ίδιο βρώμικο σοκάκι ενός προαστίου του Σικάγου όπου είχα πάει χιλιάδες φορές με το ποδήλατό μου.
Όσο γρήγορα είχε έρθει, ο Martell μπήκε στο τετράτροχο κτήνος του που διέσχισε το σοκάκι σαν φλεγόμενος φοίνικας, αφήνοντάς γύρω μου ένα σύννεφο καυσαερίων και δέους.
Δεν χρειάστηκε πολύ για να αποφασίσω ότι ήθελα να ανταλλάξω την εφηβεία μου, την χαμηλή αυτοεκτίμησή και την αδυναμία για την εξουσία. Ένα μήνα αργότερα, επέστρεφα στο σπίτι με το ποδήλατο από ένα αυτοσχέδιο αγώνα μπέιζμπολ και τρία μαύρα παιδιά από την άλλη πλευρά της πόλης με σταμάτησαν και με χτύπησαν. Έκλεψαν το ολοκαίνουργιο μαυρο-κόκκινο Schwinn Predator μου με τις ζάντες αλουμινίου που είχα αγοράσει μόλις πριν από λίγες εβδομάδες με χρήματα από τα γενέθλιά μου. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη τη μέρα, εκτός του ότι ήμουν θυμωμένος και απογοητευμένος με τον εαυτό μου γιατί δεν έκανα περισσότερα για να προστατέψω το καινούριο ποδήλατό μου από εκείνους. Ο οργή που κάποιος μπορούσε να έρθει στη γειτονιά μου και να πάρει αυτό που μου ανήκε, με είχε κυριεύσει.
Και πάλι, σαν λιοντάρι, ήταν ο Martell που με μάζεψε. Που με έσωσε. Όταν με προσκάλεσε να πάω σ'ένα «πάρτι» αμέσως μετά, άρπαξα την ευκαιρία και πήγα με το μαυρισμένο μάτι.
Μέχρι την ώρα που έφθασα περίπου 30 άτομα, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν εκεί γύρω στα 20+, είχαν ήδη μαζευτεί στο μικρό διαμέρισμα· σκίνχεντ από το Μίσιγκαν, το Ουινσκόνσιν, το Τέξας και το Ιλινόις. Εκεί ήταν και αρκετοί άνθρωποι από τη γειτονιά, των οποίων τα πρόσωπα αναγνώριζα αόριστα, αλλά στα 14 ήμουν ο νεότερος με διαφορά.
Κάποιος μου έδωσε ένα κουτάκι παγωμένης μπύρας Miller High Life. Ήμουν ήδη φτιαγμένος από την έξαψη του ότι ήμουν εκεί, αλλά αν και ήμουν ανήλικος, δεν θα έλεγα «όχι» σε αυτό το δείγμα αποδοχής. Όπου κι αν κοίταξα υπήρχαν ξυρισμένα κεφάλια, τατουάζ, μπότες και τιράντες. Αντί για κουρτίνες υπήρχαν ναζιστικές σημαίες. Άφθονα ήταν τα περιβραχιόνια με τις σβάστικες. Μερικά κορίτσια που έδειχναν σκληρά ήταν αγκαζέ με κάποιους πιο μεγαλόσωμους τύπους, γεγονός που έκανε εύκολο να πει κανείς ποιοι ήταν οι βασικοί παίκτες.
Πριν να τελειώσω την πρώτη μου μπύρα, ένας μυώδης τύπος με βλογιοκομμένο πρόσωπο και με τατουάζ μια μεγάλη σβάστικα στο λαιμό του έβαλε τάξη στο κοινό. Στάθηκε στη γωνία του σαλονιού και έκανε μια απλή δήλωση, μία που θα μάθαινα απ΄έξω μέχρι το τέλος της βραδιάς, ένα σύστημα αξιών με το οποίο θα ζούσα τα επόμενα επτά χρόνια της ζωής μου.
«Δεκατέσσερις λέξεις!» βροντοφώναξε.
Αμέσως, όλοι στο δωμάτιο στράφηκαν προς το μέρος του, σταμάτησαν να κουβεντιάζουν και με μια φωνή φώναξαν «πρέπει να διασφαλίσουμε την ύπαρξη των ανθρώπων και ένα μέλλον για τα λευκά παιδιά».
Όλοι στο δωμάτιο, σήκωσαν τα χέρια τους και χαιρέτισαν ναζιστικά. Αυθόρμητα σήκωσα και το δικό μου χέρι.
Για πάνω από μια ώρα, η καρδιά μου χτυπούσε με ρυθμό ενώ στεκόμουν γοητευμένος, ακούγοντας τις φλογερές λέξεις που σύντομα θα ήμουν σε θέση να τις απαγγείλω στον ύπνο μου.
Μια αναποδογυρισμένη και εν μέρει καμένη αμερικανική σημαία κρεμόταν στον τοίχο δίπλα στον ομιλητή. Πήρε ένα κουτάκι μπύρα και μίλησε δυνατά και με σταθερή φωνή. «Αδελφοί και αδελφές, η κυβέρνηση προδοτών που έχουμε θα ήθελε να πιστέψετε ότι η φυλετική ισότητα είναι προχωρημένη σκέψη, ότι όλες οι φυλές θα έπρεπε να ζήσουμε με ειρήνη και αρμονία. Σκατά! Ρίξτε μια ματιά γύρω σας. Ανοίξτε τα μάτια σας και αρνηθείτε να σας ξεγελάσουν. Βλέπετε ότι οι νέγροι μετακομίζουν στις γειτονίες σας; Βλέπετε τα ναρκωτικά και το έγκλημα να κατακλύζουν τους δρόμους σας και όχι η ισότητα. Οι υδρορροές σας γεμίζουν με σκουπίδια. Ο αέρας αρχίζει να μυρίζει άσχημα γιατί αυτές οι μαϊμούδες δεν κάνουν τίποτα και στρογγυλοκάθονται, καπνίζοντας κρακ και πηδάνε τις ναρκομανείς πόρνες τους όλη μέρα. Δεν κάνουν τον κόπο να καθαρίσουν.
«Το μόνο πράγμα που καθαρίζουν είναι όλα τα χρήματα που βγάλαμε με κόπο και που εσείς και εγώ πληρώνουμε σε φόρους. Ζουν με τα κοινωνικά επιδόματα. Ανεργία. Είναι πρώτοι στη σειρά για να πάρουν ότι μπορεί να προσφέρει το κράτος. Επίδομα ενοικίου, δωρεάν μεσημεριανό στο σχολείο. Ο μόνος λόγος που αυτά τα μικρά νεγράκια πηγαίνουν στο σχολείο είναι για να παίρνουν τα δωρεάν γεύματα και τις επιταγές της πρόνοιας. Όλα πληρωμένα από εμάς τους λευκούς, από σκληρά εργαζόμενους λευκούς Αμερικανούς που ποτέ δεν θα ονειρευόμασταν τα παιδιά μας να τρώνε δωρεάν γεύματα γιατί φροντίζουμε τους εαυτούς μας μόνοι μας.
«Και ενώ εσείς και εγώ δουλεύουμε μέχρι εξαντλήσεως, αυτά τα φυλετικά κατώτερα καθάρματα είναι έξω και πουλάνε ναρκωτικά στα μικρά αδέρφια σας για να τα χαζέψουν. Τους πουλάνε μαλακίες έτσι ώστε τα δόντια τους να σαπίσουν και να μοιάζουν 60 μέχρι τα 16 τους, να βρεθούν ανάμεσα στα πυρά συμμοριών και να πεθάνουν στα χέρια αυτών των εγκληματιών.
«Θέλουν να τα κάνουν να εξαρτώνται από τα ναρκωτικά έτσι ώστε οι αθώες Άριες γυναίκες μας να τους πηδήξουν για να τους δώσουν ως αντάλλαγμα την ουσία στην οποία έχουν εθιστεί. Νομίζετε ότι πουλάνε αυτά τα σκουπίδια μόνο για να γίνουν πλούσιοι και να αγοράσουν τις Cadillacs και τις χρυσές αλυσίδες τους; Συνέλθετε αδερφοί και αδερφές. Πουλάνε αυτό το δηλητήριο για να κάνουν τα λευκά παιδιά τόσο ηλίθια όσο τα βρωμόπαιδά τους. Θέλουν οι άνθρωποι μας να νεκρώσουν τόσο μέσα τους που θα καπνίζουν και να σνιφάρουν οτιδήποτε βρίσκεται μπροστά τους. Χτυπάνε ναρκωτικά στα μπράτσα τους και ανάμεσα στα δάχτυλά των ποδιών τους. Θέλουν να δουν τους ανθρώπους μας με κατεστραμμένα τα εγκεφαλικά κύτταρά τους και να καταλήγουν στο κελί όπου θα βιαστούν από βρωμομετανάστες Μεξικανούς, οι οποίοι έχουν εγκλειστεί επειδή δολοφόνησαν και βίασαν αθώες νεαρές λευκές γυναίκες.
«Και ποιος οδηγεί αυτά τα εκφυλισμένα ζώα στην καταστροφή της φυλής μας; Οι Εβραίοι και η σιωνιστική κατοχική κυβέρνησή τους. Να ποιοι!». Ο ομιλητής παράθεσε ένα υβρεολόγιο κατά των Εβραίων, το οποίο θα άκουγα σε κάθε πορεία που θα παρακολουθούσα από εκείνη τη στιγμή και μετά, αλλά ποτέ με τόση θέρμη. Οι φλέβες στο λαιμό του φαίνονταν έτοιμες να σχιστούν, ο αφρός από το σάλιο του ήταν στις άκρες των χειλιών του. Τα μάτια του είχαν πάρει φωτιά από θυμό. Φαρισαϊσμός. Αγανάκτηση. Αλήθεια.
Τέλειωσε όπως άρχισε. «Δεκατέσσερις λέξεις, η οικογένειά μου! Δεκατέσσερις ιερές λέξεις».
Σηκωθήκαμε, φωνάξαμε εκείνες τις 14 λέξεις ξανά και ξανά και ξανά.
Η αδρεναλίνη έκαιγε μέσα μου σαν φωτιά και εξαπλωνόταν από την κορφή ως τα νύχια, ενώ ιδρώτας νευρικότητας την έσβηνε. Την ίδια ώρα ο καυστικός καπνός της ρατσιστικής ρητορικής γέμιζε το δωμάτιο. Ήμουν έτοιμος να σώσω τον αδερφό μου, τους γονείς, τους παππούδες, τους φίλους και κάθε αξιοπρεπή λευκό άνθρωπο στον πλανήτη. Πώς ήταν δυνατό οι λευκοί να μην βλέπουν με πόσο πλήρη και απόλυτη απελπισία ήταν αντιμέτωποι; Ήταν στο χέρι μου και στο χέρι των ομοίων μου. Ήταν μια τεράστιας σημασίας αποστολή αλλά δεν είχα αμφιβολία για την πίστη μου σε αυτή. Παρόλο που η νύχτα ήταν το πιο παράξενο και έντονο πράγμα που είχα ποτέ βιώσει, κόλλησα αμέσως. Αυτή η κουλτούρα της λευκής δύναμης σκίνχεντ μου ήταν ελκυστική, αν και γνώριζα ότι δεν ήμουν ακριβώς όπως οι άλλοι στο δωμάτιο. Δεν προερχόμουν από μια οικογένεια αφημένη στην τύχη της. Δεν με είχαν αναθρέψει να μισώ τους ανθρώπους που ήταν διαφορετικοί από μένα ή με τη νοοτροπία «εμείς εναντίον αυτών». Αλλά η καρδιά μου χτύπησε δυνατά μέσα στο στήθος. Περισσότερο παρά ποτέ, ήθελα να είμαι μέρος όλου αυτού. Με είχε κυριεύσει.
Για τα επόμενα επτά χρόνια, έγινα παιδί-θαύμα που στρατολογούσα, έκανα κατήχηση στους νέους λευκούς εξτρεμιστές. Ίδρυσα δυο συγκροτήματα λευκής δύναμης, τα White American Youth και Final Solution, και η μουσική έγινε το βασικό εργαλείο προπαγάνδας μου για να δελεάσω περισσότερους στρατιώτες.
Χρειαζόταν ελάχιστη ικανότητα να εντοπίσεις έναν έφηβο με χάλια οικογενειακή ζωή. Κάποιον χωρίς πολλούς φίλους. Πιεσμένο. Περιθωριοποιημένο. Που αισθάνεται μόνος. Θυμωμένος. Απένταρος. Με κρίση ταυτότητας. Που φαινόταν αυτός ή αυτή ότι δεν είχαν ποτέ τύχη. Ξεκινούσες μια συζήτηση για να ανακαλύψεις γιατί αισθανόταν άσχημα. Τον πλησίαζες.
«Φίλε, ξέρω ακριβώς πώς είναι τα πράγματα. Εάν ο πατέρας σου δεν είχε χάσει τη δουλειά του, δεν θα ήταν έτσι. Αλλά οι μειονότητες παίρνουν όλες τις δουλειές. Έχουν όλες τις ευκολίες. Μετακομίζουν στις γειτονιές μας και αρχίζουν να παίρνουν κοινωνικά επιδόματα. Οι γονείς μας πάνε στις δουλειές τους κάθε μέρα για να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι ενώ οι τεμπέληδες νέγροι και Μεξικάνοι τσεπώνουν τις επιταγές με τα προνοιακά επιδόματα ενώ κοιμούνται».
Όταν κοιτάω παλιές φωτογραφίες του παλιού εαυτού μου, βλέπω ένα κούφιο κέλυφος ενός ανθρώπου –ενός ξένου- γεμάτο με όλα αυτά τα επιβλαβή στοιχεία, να με κοιτάει κατάματα.
Επειδή ήμουν τόσο τυφλός, τόσο πολύ απορροφημένος στο δικό μου παραφουσκωμένο εγώ για να προσέξω τις δικές μου βασικές συναισθηματικές ανάγκες, κατέληξα να κατηγορώ τους άλλους –μαύρους, γκέι, Εβραίους και οποιονδήποτε άλλο ο οποίος νόμιζα ότι δεν ήταν σαν κι εμένα- για προβλήματα της δικής μου ζωής στα οποία δεν θα μπορούσαν να έχουν συμβάλλει. Ο αβάσιμος πανικός μου γρήγορα και άδικα, εκδηλώθηκε ως φαρμακερό μίσος- έγινα εξτρεμιστής από εκείνους που είδαν σε μένα έναν μοναχικό νεαρό ο οποίος ήταν ώριμος για να πλαστεί. Και επειδή έψαχνα τόσο απεγνωσμένα να βρω νόημα –να ξεφύγω από την κοινότυπη ζωή μου- κατάπινα όλα τα ψίχουλα που έτρεφαν αυτό το φαινομενικά μεγαλείο, έφτιαξαν την ταυτότητά μου, επισκιάζοντας τον χαρακτήρα μου. Τον ίδιο που με είχε κουράσει ως παιδί. Μέσα από την εσφαλμένη εχθρότητά μου, έγινα μεγάλος, χοντρός και ρατσιστής νταής -νοσηρά παχύσαρκος από τα αμέτρητα ψέματα που με είχαν ταΐσει εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν τα νιάτα, την αφέλεια και τη μοναξιά μου.
Για ένα τρίτο της ζωής μου, σχεδόν καθένα από τα χρόνια της εφηβείας μου που διαμορφώνουν το χαρακτήρα, μάσησα και κατάπια κομμάτια κάθε μιας από αυτές τις παραποιημένες πεποιθήσεις. Και όταν τελικά βρήκα τα αρχίδια να συνειδητοποιήσω ότι καθεμία «αλήθεια» την οποία με είχαν ταΐσει –και με τη σειρά μου είχα ταΐσει αναγκαστικά άλλους- ήταν ένα ολοκληρωμένο και διεστραμμένο ψέμα. Το μόνο που αισθάνθηκα ότι ήθελα να κάνω ήταν να χώσω τα δάχτυλά μου βαθιά στο λαιμό και να τα όλα εμετό στην κοντινότερη τουαλέτα.
Ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια αφότου έφυγα από το κίνημα του μίσους που βοήθησα να δημιουργηθεί, αναμνήσεις από εκείνα τα επτά σκοτεινά χρόνια εξακολουθούν να έρχονται και να φεύγουν από το μυαλό μου και να με θυμώνουν. Όταν κοιτάω παλιές φωτογραφίες του πρώην εαυτού μου, βλέπω ένα κούφιο κέλυφος ενός ανθρώπου –ενός ξένου- γεμάτο με όλα αυτά τα επιβλαβή στοιχεία, να με κοιτάει κατάματα. Αλλά επειδή μολυσμένα ζιζάνια εξακολουθούν να φυτρώνουν από πολλούς τοξικούς σπόρους που φύτεψα όλα εκείνα τα χρόνια, κάνω το καθήκον μου να τα ξεφυτρώνω μόλις τα βλέπω ότι αρχίζουν να βλασταίνουν.
Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που παγιδεύονται από το χάρισμα κάποιου, όταν μου έλεγαν εκείνα τα «λευκά ψέματα», έψαχνα αποδείξεις ότι ο στρατολόγος μου είχε δίκιο, όχι ότι ήταν λάθος. Όταν κοιτάω πίσω σ'εκείνη την εποχή, μόλις που μπορώ να αναπνεύσω. Πώς μπορούσα να είμαι τόσο ηλίθιος; Τόσο αφελής;
Τόσο αναίσθητος για τον πόνο που με τόση άνεση προκαλούσα σε αθώους ανθρώπους; Είχα ανταλλάξει τη φυσική ενσυναίσθηση για την αποδοχή. Μπέρδεψα το μίσος και τον εκφοβισμό με το πάθος, το φόβο και το σεβασμό.
Όταν τελικά το συνειδητοποίησα, ήταν η αρχή μια καινούρια ζωής για μένα. Όταν έφθασα το σημείο να έχω αδειάσει από όλα αυτά τα ψέματα στα οποία είχα επιτρέψει να μπουν μέσα μου, τότε άρχισε να σημειώνεται η αλλαγή. Όταν επανασυνδέθηκα με την ενσυναίσθηση που είχα ως παιδί και αποδέχθηκα τη συμπόνια των άλλων, αν και πιθανώς τουλάχιστον εγώ την άξιζα, το μίσος αποσυντέθηκε και η στρεβλή ιδεολογία σταμάτησε να έχει νόημα. Μετά από επτά χρόνια ανειλικρίνειας με τον εαυτό μου, κουράστηκα πολύ να κάνω κόλπα με τα ψέματα και να κρύβω τους φόβους. Ήταν η ώρα να αντιμετωπίσω την πραγματική αλήθεια. Έτσι πάτησα τέρμα το γκάζι και κατέβηκα τον -μεταφορικά- λόφο. Τερμάτισα το γκάζι, ικανοποιημένος που οι δαίμονες μέσα μου πέθαναν. Και μόνο τότε, όταν τελικά επέτρεψα αυτό τον οδυνηρό, συμβολικό θάνατο να συμβεί – το σκουριασμένο κομμάτι του πρώην εαυτού μου καιγόταν κάτω από κοφτερά βράχια- μπόρεσα να σταθώ όρθιος και να παρακολουθήσω την ανύψωση του αναγεννημένου φοίνικα από τα συντρίμμια που άνοιξε τα φτερά του.
Προσαρμοσμένο από το Romantic Violence: Memoirs of an American Skinhead του Christian Picciolini. Ο Picciolini είναι πρώην νεοναζί σκίνχεντ εξτρεμιστής που έγινε υπέρμαχος της ειρήνης. Το 2010, συνίδρυσε τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Life After Hate, που εκπαιδεύει άτομα και οργανισμούς σε θέματα ρατσισμού, εξτρεμιστικής ριζοσπαστικοποίησης και από-ριζοσπαστικοποίησης.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο VICE US
vice.com/gr
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Το ialmopia.gr επιτρέπει στον χρήστη να αναρτά τα σχόλια και τις απόψεις του σε επίκαιρα θέματα/συζητήσεις. Τα σχόλια και οι απόψεις αυτές εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές θέσεις του εκάστοτε χρήστη και δεν υιοθετούνται από το ialmopia.gr. Σε κάθε περίπτωση, ο χρήστης οφείλει να εκφράζεται με τρόπο ώστε να μην παραβιάζει τους ελληνικούς νόμους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ialmopia.gr διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείει το χρήστη από την εν λόγω υπηρεσία.
Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα του ialmopia.gr