Ένα από τα αποφθέγματά του ήταν το «Ένα εκατομμύριο έξυπνοι εκμεταλλεύονται 200 εκατομμύρια ηλιθίων». Όμως, ο Πάμπλο Εσκομπάρ ήξερε καλά ότι, ειδικά στον κόσμο του, «υπάρχει μόνο ένας βασιλιάς» και, φιλοδωρούσε -με ασήμι ή μολύβι- όποιους τολμούσαν να τον αμφισβητήσουν.
«Πήγαινε σε οποιοδήποτε κατάστημα πουλάει t-shirts στο Λος Άντζελες και θα δεις μια εικόνα του Αλ Πατσίνο από το Σημαδεμένο. Οι άνθρωποι έλκονται από το στιλ του - όχι από τους φόνους που έχει κάνει. Το ίδιο ισχύει και για τον Εσκομπάρ: τύποι σαν κι αυτόν δεν νοιάζονται για την εντύπωση που προκαλούν στην κοινωνία και αυτό τους απελευθερώνει»:
Ο Μπενίτσιο ντελ Τόρο, που υποδύεται τον Εσκομπάρ στο πρόσφατο φιλμ «Paradise Lost», συνοψίζει σε λίγες λέξεις την αίγλη που περιβάλλει πολλούς εγκληματίες. Η παρανομία είναι γοητευτική για αρκετό κόσμο, αρκεί να είναι μεγάλης κλίμακας και να συνδυάζεται με κάποιο μύθο περί προστασίας των αδυνάτων. Ο Πάμπλο Εσκομπάρ άφησε πίσω του πλούσιο έργο και στα δύο επίπεδα - έγκλημα και αγαθοεργίες. Εκ πρώτης όψεως, είναι μια αντίφαση που σοκάρει, αλλά η συστηματική άσκηση φιλανθρωπίας συνδέεται πάντα με τη μεγάλη ισχύ. Απλώς, οι τιτάνες του πλούτου αγοράζουν image, ενώ οι μεγιστάνες του εγκλήματος αγοράζουν και χρόνο. Μέχρι να τελειώσει ο χρόνος του Εσκομπάρ, το Δεκέμβριο του 1993, σε μια μεγάλη αστυνομική επιχείρηση, ο βασιλιάς της κόκας είχε προλάβει να μπει στη λίστα του Forbes με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο (7ος, το 1989) και να εξασφαλίσει μια περίοπτη θέση στον άτυπο κατάλογο με τα μεγάλα καθάρματα αυτού του πλανήτη.
Ας ρίξουμε μια ματιά στα διάφορα πρόσωπα του τέρατος...
Ο φιλόδοξος
Γεννήθηκε το 1949 σε μια φτωχή περιοχή της Κολομβίας. Πατέρας αγρότης, μητέρα δασκάλα, οικογένεια που πάλευε να επιβιώσει. Ο Πάμπλο μαζί με τον αδερφό του, Ρομπέρτο, κατέληξαν να ζουν με τη γιαγιά τους στο Μεντεγίν, έναν τόπο που παρείχε ευκαιρίες σε όποιον ήθελε να «σταδιοδρομήσει». Ο Εσκομπάρ όχι μόνο γοητευόταν από τον πλούτο, αλλά από μικρός ήταν στοχοπροσηλωμένος: μέχρι τα 22 του σκόπευε να έχει γίνει εκατομμυριούχος κι έτσι έπιασε από νωρίς δουλειά, ασχολούμενος αρχικά με δραστηριότητες χαμηλής και μεσαίας παραβατικότητας - μεταξύ άλλων, διάφορες κλοπές, στη συνέχεια λαθρεμπόριο τσιγάρων και ηλεκτρικών συσκευών, αλλά και μια απαγωγή που τον έκανε πλουσιότερο κατά 100.000 δολάρια. Στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του '70, το λαθρεμπόριο κοκαΐνης ήταν ένα πεδίο στο οποίο ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των συμμοριών ήταν ακόμη ρευστός. Ο φιλόδοξος Εσκομπάρ έβλεπε τις προοπτικές που υπήρχαν και ήταν αποφασισμένος να κάνει ό,τι χρειάζεται για να αναρριχηθεί στην πυραμίδα τού ναρκοεμπορίου. Ξεκίνησε μεταφέροντας ο ίδιος με ένα μικρό αεροπλάνο την κοκαΐνη στον Παναμά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύντομα, ο στόλος των ιπτάμενων μέσων του μεγάλωσε, το πρώτο αεροπλάνο παροπλίστηκε και κρεμάστηκε πάνω από την εξώπορτα του ράντζου του και ο Εσκομπάρ βρέθηκε στην ηγεσία του καρτέλ του Μεντεγίν, εκμεταλλευόμενος και τη δολοφονία ενός ισχυρού μεγαλέμπορου ναρκωτικών, στην οποία πιθανολογείται ότι «συνέβαλε».
Ο πλουσιότερος
Αν ο Εσκομπάρ δεν ήταν ο κροίσος των καθαρμάτων σε απόλυτα νούμερα, βέβαιο είναι ότι ήταν ο πιο πλούσιος εγκληματίας με όρους ρευστότητας. Όπως έχει αφηγηθεί ο αδερφός του, μόνο τα λαστιχάκια με τα οποία δένονταν οι δεσμίδες των χαρτονομισμάτων από το εμπόριο ναρκωτικών κόστιζαν 1.000 δολάρια την εβδομάδα. Μετά την καταμέτρηση, οι δεσμίδες στοιβάζονταν σε αποθήκες και τα ετήσια έξοδα κάθε χρόνου υπολογίζονταν με μια λογιστική απομείωση της τάξης του 10%. Ήταν περίπου το ποσό που ροκάνιζαν οι αρουραίοι όταν δεν έβρισκαν τίποτα άλλο πρόχειρο προς βρώσιν. Όταν, όμως, ελέγχεις το 90% των εισαγωγών κοκαΐνης στην Αμερική και η περιουσία σου έχει φτάσει να αποτιμάται σε 30 δισεκατομμύρια δολάρια, λίγο σε πλήττουν αυτού του είδους οι απώλειες.
Ο Ρομπέν των φτωχών
Ο Εσκομπάρ είχε την ευφυΐα και το κοινωνικό αισθητήριο να καταλάβει ότι, αν μπορούσε να γίνει αρεστός σε μια σεβαστή μερίδα του πληθυσμού, θα πετύχαινε να σταθεροποιήσει την κυριαρχία του και μέσω της εισόδου του στην πολιτική. Πρόσφερε, λοιπόν, αφειδώς άρτο και θεάματα στο λαό, χρηματοδοτώντας αναρίθμητα έργα: σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες, στεγαστικά προγράμματα για τους φτωχούς, υποδομές πάσης φύσεως και, φυσικά, γήπεδα. Έτσι, το 1982 κατάφερε να εξασφαλίσει και μια θέση στο Κογκρέσο, ισχυροποιώντας περισσότερο τη θέση του.
«Ήταν παρεξηγημένος», έγραψε κάποτε ο αδερφός του, αποκοιμίζοντας όσους συνέχιζαν να τον λατρεύουν. Τόσο «παρεξηγημένος», ώστε ο γιός του, Χουάν Πάμπλο Εσκομπάρ, να αλλάξει το όνομά του σε Σεμπαστιάν Μαροκίν και να φύγει από την Κολομβία. Κάποια στιγμή, ο Μαροκίν αποφάσισε να ζητήσει συγγνώμη για τα εγκλήματα του πατέρα του, συναντώντας παιδιά των θυμάτων του, στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ «Τα Κρίματα του Πατέρα μου.»
Ο ευέλικτος
Ο Εσκομπάρ μπορεί να αιματοκύλισε τους αντιπάλους του, με προτίμηση στους αστυνομικούς, τους δικαστές και τους δημοσιογράφους (τα θύματά του, μόνο από αυτές τις τρεις κατηγορίες, εκτιμάται ότι ξεπέρασαν κατά πολύ τα 1.000), αλλά η βία δεν ήταν το πρώτο μέσο που μετερχόταν για να πετύχει τους στόχους του. Αντιμετώπιζε τους εχθρούς του με το δόγμα «ασήμι ή μολύβι», με αρχική επιλογή τη δωροδοκία. Επειδή όμως αρκετοί ήταν ακατάδεχτοι και δεν επιθυμούσαν να «ασημωθούν», το λόγο έπαιρναν οι σφαίρες.
Ο αδίσταχτος
Εφόσον μια απόπειρα δωροδοκίας δεν τελεσφορούσε -και πριν μιλήσουν οι κάνες- σειρά έπαιρναν οι απειλές. Επρόκειτο για απειλές που πάγωναν το αίμα όποιου τις δεχόταν, όσο υψηλά ιστάμενος κι αν ήταν, όπως ο δικαστής που ετοιμαζόταν να απαγγείλει κατηγορία για φόνο στον Εσκομπάρ. Πριν προχωρήσει, έλαβε ένα σημείωμα από μια ομάδα με την ονομασία «Οι υπό Έκδοση»:
«Είμαστε φίλοι τού Πάμπλο Εσκομπάρ, έτοιμοι να κάνουμε τα πάντα για αυτόν. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένα στοιχείο εναντίον του. Θα θέλαμε να σας υπενθυμίσουμε ότι κάνετε ένα πολύ μεγάλο λάθος. Μπορούμε να σας βρούμε και να σας εκτελέσουμε σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Μέχρι να συμβεί αυτό, θα έχετε δει ένα προς ένα τα μέλη της οικογενείας σας να πέφτουν νεκρά. Σας συμβουλεύουμε να το ξανασκεφτείτε τώρα, γιατί αργότερα δεν θα έχετε χρόνο να μετανιώσετε. Η απόπειρά σας να προσάγετε τον κύριο Εσκομπάρ σε δίκη θα απογυμνώσει το γενεαλογικό σας δέντρο από κάθε πρόγονο ή απόγονό σας.»
Ο αναγνώστης του μηνύματος ήξερε ότι, εκτός από καλοδιατυπωμένη και εφιαλτική, η απειλή αυτή ήταν αξιόπιστη. Το εγγυόταν η ζηλευτή προϋπηρεσία αυτών των ομάδων στην προσβολή κάθε δύσκολου στόχου.
Ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Εσκομπάρ που πρόσφατα αποφυλακίστηκε είχε ομολογήσει ότι μόνο από τα δικά του χέρια βρήκαν το θάνατο τριακόσιοι άνθρωποι, ενώ κατονόμασε το αφεντικό του ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Luis Carlos Galán, τον Αύγουστο του 1989. Ο Galán ήταν φιλελεύθερος πολιτικός, ορκισμένος εχθρός των καρτέλ και είχε σοβαρές πιθανότητες να εκλεγεί στην προεδρία της Κολομβίας. Ο Εσκομπάρ φοβόταν ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε σύναψη συμφωνίας για έκδοση των εμπόρων ναρκωτικών στην Αμερική. Όπως έλεγε, «καλύτερα σε έναν κολομβιανό τάφο, παρά αλυσοδεμένος σε μια αμερικανική φυλακή». Σε ό,τι αφορά τον τάφο, προφανώς αναφερόταν στον Galán...
Ανάμεσα σε αυτούς που όρθωσαν ανάστημα στον Εσκομπάρ και το πλήρωσαν με τη ζωή τους ήταν διάφοροι αξιωματούχοι του υπουργείου δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων κι ένας υπουργός, ενώ, προκειμένου να σκοτώσει τον υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές του 1990, Cesar Gaviria, o άρχοντας της κόκας οργάνωσε βομβιστική επίθεση στην πτήση που επέβαινε ο πολιτικός, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 110 άνθρωποι, αλλά όχι και ο Gaviria o οποίος, τελικά, εξελέγη πρόεδρος της χώρας. Η επίθεση αυτή, όμως, σήμανε μια ποιοτική αλλαγή στον τρόπο που μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν ο Εσκομπάρ, καθώς η προσβολή ενός διεθνούς στόχου (ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και Αμερικανοί πολίτες), τον προβίβασε από εχθρό της κολομβιανής δημοκρατίας σε εχθρό της διεθνούς κοινότητας και σήμανε την αρχή του τέλους του.
Αρχικά ήρθε σε συμφωνία με τις αρχές, χτίζοντας μια φυλακή-παλάτι για τον εαυτό του, με αντάλλαγμα το να μην εκδοθεί στις Η.Π.Α. Καθώς, όμως, συνέχιζε τις δραστηριότητές του μέσα από τη «φυλακή», οι αρχές αποφάσισαν να τον κλείσουν σε ένα κανονικό σωφρονιστικό ίδρυμα, κάτι που τελικά δεν συνέβη γιατί ο ίδιος το πληροφορήθηκε εγκαίρως και διέφυγε. Περίπου ένα χρόνο μετά, στις 2 Δεκέμβρη του 1993, η ειδική ομάδα που είχε συσταθεί για τη δίωξή του με τη βοήθεια της Αμερικής εντόπισε την κρυψώνα του και τον εκτέλεσε.
Πηγή: pinnokio.gr