Ο Eλληνας σκηνοθέτης που δεν βρήκε απλά τον δρόμο του, δημιούργησε τον δικό του. Δημιουργός με ξεχωριστό τρόπο έκφρασης και ιδιαίτερη αισθητική. Στέκεται επάξια δίπλα στους μεγάλους σκηνοθέτες, σύγχρονους και κλασικούς.
Ο Γιώργος Λάνθιμος δεν είναι δικός μας. Ούτε δικός τους. Απλά είναι παγκόσμιος! Το ίδιο ισχύει για όλους τους μεγάλους σκηνοθέτες. Αξίζει όμως να βρίσκεται δίπλα τους; Αξίζει, αλλά η σύγκριση είναι άσκοπη και άδικη. Όχι γιατί χρειάζεται να “προστατέψουμε” τον Λάνθιμο, αλλά γιατί όταν εξετάζεις την αξία του καλλιτέχνη, εξετάζεις τον αντίκτυπο του έργου του στο τομέα του, την πρωτοτυπία, τη συμβολή του στην ανανέωση και προώθηση της τέχνης (του), την αποδοχή από ομοτέχνους και κοινό. Εάν αυτά ικανοποιούνται, τότε έρχεται και η διάρκεια. Αναπόφευκτο. Συνεπώς, ο Λάνθιμος αξίζει να στέκεται δίπλα στα παγκόσμια σύμβολα της 7ης Τέχνης. Βέβαια, το έργο του ακόμη δεν μπορεί να αποτιμηθεί και εκτιμηθεί με ασφάλεια, μια και εξελίσσεται, εντούτοις ο χαρακτήρας και η αντίληψη του δημιουργού για το σινεμά τον αποτρέπουν από κακοτοπιές. Όχι ότι δεν μπορεί να κάνει κακή ταινία στο μέλλον. Σε όλους έχει συμβεί. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να μην αφήσει κάτι σημαντικό πίσω του όταν θα σταματήσει. Ο Λάνθιμος αναγνωρίζεται παντού για το στιλ του και αυτό αρκεί για να τον τοποθετήσει στους σημαντικούς κινηματογραφιστές, σε αυτούς που ξέρουν να λένε μια ιστορία, ξέρουν πώς να την κάνουν αξέχαστη και μέρος της κοινωνικής κουλτούρας.
Η κρυμμένη μας συνέργεια
Το μέγεθος “Λάνθιμος” αναδείχθηκε στα Όσκαρ της περασμένης χρονιάς. Πέρα από τη φήμη και την επίδραση που έχει ο εν λόγω θεσμός είναι και ο τρόπος που έφτασε στην περσινή απονομή. Ο κινηματογραφικός τρόπος, όχι ο επικοινωνιακός, των δημοσίων σχέσεων. Αυτά έπονται. Τι έκανε, λοιπόν, με την “Ευνοούμενη”; Προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της βιομηχανίας του θεάματος και την ίδια στιγμή κράτησε ακέραιη τη δημιουργική/καλλιτεχνική του ταυτότητα! Δύσκολο, έως και επικίνδυνο, αλλά ο Λάνθιμος το κατάφερε. Η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του είναι και το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ του. Εκείνη τη στιγμή ο Λάνθιμος έδειξε ότι μπορεί να αφήσει στην άκρη το αλλόκοτο και το επιθετικά σουρεαλιστικό. Έδειξε ότι μπορεί να χειριστεί εύκολα την πιο συμβατική, αφηγηματική φόρμα. Το πολύ καλό, στιβαρό σενάριο στα χέρια του έγινε κομψοτέχνημα. Κι αν οι “απαιτήσεις” της μεγάλης αγοράς τον πίεσαν, αυτός δεν άλλαξε, ο πυρήνας της δημιουργίας του έμεινε απείραχτος. Το περίεργο, το queer στοιχείο υπάρχει και στην “Ευνοούμενη”, η κρυφή, αόρατη απειλή είναι εκεί, όπως και ο τρόπος που η κάμερα κοιτάει τους χαρακτήρες και την ιστορία. Διεισδυτικός και αποκαλυπτικός. Ο Λάνθιμος θέλει να αφηγείται ιστορίες άβολες για το κοινό, σχεδόν ενοχλητικές, ιστορίες που βασίζονται σε καταστάσεις τις οποίες συνειδητά ή όχι τις απωθούμε. Ο Λάνθιμος “σπάει” την αμηχανία, την ένοχη σιωπή και εμφανίζει την κρυμμένη μας συνέργεια σε κάτι σπουδαίο αλλά και σε κάτι τραγικό. Το ίδιο έκανε στην “Ευνοούμενη”, το ίδιο και στον “Κυνόδοντα”.
Πραγματικότητα, μη πραγματικότητα
Οι ταινίες του Λάνθιμου θα μπορούσαν να ανήκουν στο είδος των ψυχολογικών θρίλερ. Μόνο που αντί για τον τρόμο του απρόσμενου και του βάναυσου θανάτου, στην περίπτωση του είναι ο τρόμος της καθημερινότητας που απειλεί και υποτάσσει. Ο άνθρωπος μέσα στην καθημερινότητα έχει πολλές αφορμές για να περάσει τη διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τη λογική από την παράνοια, τη σύνεση από την παραφροσύνη, την πραγματικότητα από τη μη πραγματικότητα. Ο Λάνθιμος έχει την τύχη να δημιουργεί πάνω σε πολύ δυνατά σενάρια (κυρίως του Ευθύμη Φιλίππου) και αυτό το “εύκολο” πέρασμα στην απέναντι όχθη είναι το καταλυτικό στοιχείο στην αφήγηση του. Ακόμη κι όταν η ιστορία είναι ξεκάθαρα εκτός “φυσιολογικών” ορίων (Αστακός) ο Λάνθιμος επιβάλλει το μη πραγματικό ως πραγματικό. Με αυτό τον τρόπο καθοδηγεί και τους ηθοποιούς του. Τους ζητά να αφεθούν στον αξιοπερίεργο κόσμο του χωρίς όμως να είναι απείθαρχοι και ασύδοτοι. Οι χαρακτήρες των ταινιών του είναι ιδιαίτεροι υπό την έννοια ότι κουβαλούν και πρέπει να διαχειριστούν τη διαρκή έκπληξη τους και τη δική τους κανονικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο πάντως αναδεικνύονται οι ικανότητες των ηθοποιών, τα ερμηνευτικά τους όρια (Κυνόδοντας). Όταν, λοιπόν, ερμηνείες και σενάριο ευθυγραμμίζονται με το όραμα του Λάνθιμου, τότε κάτι ξεχωριστό προκύπτει.
Κάτι από Τρίερ, Καουρισμάκι
Η πρώτη ταινία (μικρού μήκους) κυκλοφορεί το 1995 και δέκα χρόνια μετά έρχεται η “Κινέττα”. Όσοι βλέπουν την πρώτη μεγάλου μήκους και είναι υποψιασμένοι, καταλαβαίνουν ότι κάτι ιδιαίτερο υπάρχει. Όταν κυκλοφόρησε ο “Κυνόδοντας” το 2009, κοινό και κριτικοί είδαν κάτι πραγματικά καινούργιο, φρέσκο και τολμηρό. Ο Λάνθιμος έδειξε ότι οι πολιτιστικές, κοινωνικές αναφορές, η κουλτούρα της εποχής του, ο εμπειρίες του έγιναν το καλύτερο φίλτρο για να φτιάξει τον κινηματογραφικό-καλλιτεχνικό του κόσμο. Παρά τις δυσκολίες που θα συναντήσει, θα περάσει τα σύνορα, θα αναγνωριστεί και θα καθιερωθεί. Κάθε ταινία του όλο και πιο δυναμική, κάθε πτυχή της δημιουργίας του προσεγμένη χωρίς τίποτα περιττό. Ο Λάνθιμος ξέρει πια πώς να αξιοποιεί τα τεχνικά μέσα, τα πλάνα του και η οπτική του απογειώνει το σενάριο, ενώ η αισθητική του έχει κάτι από τον Λαρς Φον Τρίερ, τον Κριστόφ Κισλόφσκι και τον Άκι Καουρισμάκι.
Επιμέλεια: Αλέξανδρος Στεργιόπουλος / gazzetta-weekend
Ο Γιώργος Λάνθιμος δεν είναι δικός μας. Ούτε δικός τους. Απλά είναι παγκόσμιος! Το ίδιο ισχύει για όλους τους μεγάλους σκηνοθέτες. Αξίζει όμως να βρίσκεται δίπλα τους; Αξίζει, αλλά η σύγκριση είναι άσκοπη και άδικη. Όχι γιατί χρειάζεται να “προστατέψουμε” τον Λάνθιμο, αλλά γιατί όταν εξετάζεις την αξία του καλλιτέχνη, εξετάζεις τον αντίκτυπο του έργου του στο τομέα του, την πρωτοτυπία, τη συμβολή του στην ανανέωση και προώθηση της τέχνης (του), την αποδοχή από ομοτέχνους και κοινό. Εάν αυτά ικανοποιούνται, τότε έρχεται και η διάρκεια. Αναπόφευκτο. Συνεπώς, ο Λάνθιμος αξίζει να στέκεται δίπλα στα παγκόσμια σύμβολα της 7ης Τέχνης. Βέβαια, το έργο του ακόμη δεν μπορεί να αποτιμηθεί και εκτιμηθεί με ασφάλεια, μια και εξελίσσεται, εντούτοις ο χαρακτήρας και η αντίληψη του δημιουργού για το σινεμά τον αποτρέπουν από κακοτοπιές. Όχι ότι δεν μπορεί να κάνει κακή ταινία στο μέλλον. Σε όλους έχει συμβεί. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να μην αφήσει κάτι σημαντικό πίσω του όταν θα σταματήσει. Ο Λάνθιμος αναγνωρίζεται παντού για το στιλ του και αυτό αρκεί για να τον τοποθετήσει στους σημαντικούς κινηματογραφιστές, σε αυτούς που ξέρουν να λένε μια ιστορία, ξέρουν πώς να την κάνουν αξέχαστη και μέρος της κοινωνικής κουλτούρας.
Η κρυμμένη μας συνέργεια
Το μέγεθος “Λάνθιμος” αναδείχθηκε στα Όσκαρ της περασμένης χρονιάς. Πέρα από τη φήμη και την επίδραση που έχει ο εν λόγω θεσμός είναι και ο τρόπος που έφτασε στην περσινή απονομή. Ο κινηματογραφικός τρόπος, όχι ο επικοινωνιακός, των δημοσίων σχέσεων. Αυτά έπονται. Τι έκανε, λοιπόν, με την “Ευνοούμενη”; Προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της βιομηχανίας του θεάματος και την ίδια στιγμή κράτησε ακέραιη τη δημιουργική/καλλιτεχνική του ταυτότητα! Δύσκολο, έως και επικίνδυνο, αλλά ο Λάνθιμος το κατάφερε. Η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του είναι και το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ του. Εκείνη τη στιγμή ο Λάνθιμος έδειξε ότι μπορεί να αφήσει στην άκρη το αλλόκοτο και το επιθετικά σουρεαλιστικό. Έδειξε ότι μπορεί να χειριστεί εύκολα την πιο συμβατική, αφηγηματική φόρμα. Το πολύ καλό, στιβαρό σενάριο στα χέρια του έγινε κομψοτέχνημα. Κι αν οι “απαιτήσεις” της μεγάλης αγοράς τον πίεσαν, αυτός δεν άλλαξε, ο πυρήνας της δημιουργίας του έμεινε απείραχτος. Το περίεργο, το queer στοιχείο υπάρχει και στην “Ευνοούμενη”, η κρυφή, αόρατη απειλή είναι εκεί, όπως και ο τρόπος που η κάμερα κοιτάει τους χαρακτήρες και την ιστορία. Διεισδυτικός και αποκαλυπτικός. Ο Λάνθιμος θέλει να αφηγείται ιστορίες άβολες για το κοινό, σχεδόν ενοχλητικές, ιστορίες που βασίζονται σε καταστάσεις τις οποίες συνειδητά ή όχι τις απωθούμε. Ο Λάνθιμος “σπάει” την αμηχανία, την ένοχη σιωπή και εμφανίζει την κρυμμένη μας συνέργεια σε κάτι σπουδαίο αλλά και σε κάτι τραγικό. Το ίδιο έκανε στην “Ευνοούμενη”, το ίδιο και στον “Κυνόδοντα”.
Πραγματικότητα, μη πραγματικότητα
Οι ταινίες του Λάνθιμου θα μπορούσαν να ανήκουν στο είδος των ψυχολογικών θρίλερ. Μόνο που αντί για τον τρόμο του απρόσμενου και του βάναυσου θανάτου, στην περίπτωση του είναι ο τρόμος της καθημερινότητας που απειλεί και υποτάσσει. Ο άνθρωπος μέσα στην καθημερινότητα έχει πολλές αφορμές για να περάσει τη διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τη λογική από την παράνοια, τη σύνεση από την παραφροσύνη, την πραγματικότητα από τη μη πραγματικότητα. Ο Λάνθιμος έχει την τύχη να δημιουργεί πάνω σε πολύ δυνατά σενάρια (κυρίως του Ευθύμη Φιλίππου) και αυτό το “εύκολο” πέρασμα στην απέναντι όχθη είναι το καταλυτικό στοιχείο στην αφήγηση του. Ακόμη κι όταν η ιστορία είναι ξεκάθαρα εκτός “φυσιολογικών” ορίων (Αστακός) ο Λάνθιμος επιβάλλει το μη πραγματικό ως πραγματικό. Με αυτό τον τρόπο καθοδηγεί και τους ηθοποιούς του. Τους ζητά να αφεθούν στον αξιοπερίεργο κόσμο του χωρίς όμως να είναι απείθαρχοι και ασύδοτοι. Οι χαρακτήρες των ταινιών του είναι ιδιαίτεροι υπό την έννοια ότι κουβαλούν και πρέπει να διαχειριστούν τη διαρκή έκπληξη τους και τη δική τους κανονικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο πάντως αναδεικνύονται οι ικανότητες των ηθοποιών, τα ερμηνευτικά τους όρια (Κυνόδοντας). Όταν, λοιπόν, ερμηνείες και σενάριο ευθυγραμμίζονται με το όραμα του Λάνθιμου, τότε κάτι ξεχωριστό προκύπτει.
Κάτι από Τρίερ, Καουρισμάκι
Η πρώτη ταινία (μικρού μήκους) κυκλοφορεί το 1995 και δέκα χρόνια μετά έρχεται η “Κινέττα”. Όσοι βλέπουν την πρώτη μεγάλου μήκους και είναι υποψιασμένοι, καταλαβαίνουν ότι κάτι ιδιαίτερο υπάρχει. Όταν κυκλοφόρησε ο “Κυνόδοντας” το 2009, κοινό και κριτικοί είδαν κάτι πραγματικά καινούργιο, φρέσκο και τολμηρό. Ο Λάνθιμος έδειξε ότι οι πολιτιστικές, κοινωνικές αναφορές, η κουλτούρα της εποχής του, ο εμπειρίες του έγιναν το καλύτερο φίλτρο για να φτιάξει τον κινηματογραφικό-καλλιτεχνικό του κόσμο. Παρά τις δυσκολίες που θα συναντήσει, θα περάσει τα σύνορα, θα αναγνωριστεί και θα καθιερωθεί. Κάθε ταινία του όλο και πιο δυναμική, κάθε πτυχή της δημιουργίας του προσεγμένη χωρίς τίποτα περιττό. Ο Λάνθιμος ξέρει πια πώς να αξιοποιεί τα τεχνικά μέσα, τα πλάνα του και η οπτική του απογειώνει το σενάριο, ενώ η αισθητική του έχει κάτι από τον Λαρς Φον Τρίερ, τον Κριστόφ Κισλόφσκι και τον Άκι Καουρισμάκι.
Επιμέλεια: Αλέξανδρος Στεργιόπουλος / gazzetta-weekend
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Το ialmopia.gr επιτρέπει στον χρήστη να αναρτά τα σχόλια και τις απόψεις του σε επίκαιρα θέματα/συζητήσεις. Τα σχόλια και οι απόψεις αυτές εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές θέσεις του εκάστοτε χρήστη και δεν υιοθετούνται από το ialmopia.gr. Σε κάθε περίπτωση, ο χρήστης οφείλει να εκφράζεται με τρόπο ώστε να μην παραβιάζει τους ελληνικούς νόμους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ialmopia.gr διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείει το χρήστη από την εν λόγω υπηρεσία.
Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα του ialmopia.gr