Είδαμε τη μίνι σειρά των ΗΒΟ και Sky UK και ερευνούμε γιατί κάτι τόσο δυσάρεστο μπορεί να είναι τόσο καθηλωτικό.
Μέσα, στο χώρο της καταστροφής, είναι οι επιστήμονες. Οι τεχνικοί, οι άνθρωποι με την εμπειρία και τη γνώση- και φυσικά την ανάγκη. Την επιβαλλόμενη από το σύστημα ανάγκη για επιβίωση, για ανέλιξη, για ικανοποίηση προκαθορισμένων στόχων και προβολών που οι ανώτεροι πάντα απαιτούν.
Κάπου μακριά, μακριά από την καταστροφή, μακριά από το χώρο της όποιας δράσης, μακριά από την πράξη, βρίσκονται τα μεγάλα κεφάλια. Οι άνθρωποι εκείνοι που μαθαίνουν μέσα από μια αναφορά, μια στατιστική ανάλυση, μια περιγραφή- κι ο στόχος τους είναι να διαχειρίζονται, να ζητάνε, να υπενθυμίζουν.
Το «Chernobyl» είναι πάνω απ’όλα μια ιστορία πλήρους αποτυχίας για τον τρόπο που η γνώση και η εμπειρία συναντούν τείχη που έχουν εγείρει συστήματα κατασκευασμένα για να καταπνίξουν αυτές τις ίδιες έννοιες. Είναι για αυτό που συμβαίνει όταν καθεστώτα πρωτίστως ασχολούμενα με την εικόνα τους και την διαχείρισή τους, προσπαθούν να εξαφανίσουν την αλήθεια ή να την παραλλάξουν, όταν δεν τα βολεύει. Υπό αυτή την έννοια, το «Chernobyl» είναι μια μίνι σειρά για την φρικώδη πυρηνική καταστροφή του 1986, αλλά είναι και μια μίνι σειρά για κάθε καταστροφή, φυσική ή ηθική, που έχει ήδη συμβεί ή πρόκειται να συμβεί ξανά- ή συμβαίνει ξανά τώρα καθώς μιλάμε.
Διασκευασμένο από τον σεναριογράφο Κρεγκ Μέιζιν εν μέρει από το βιβλίο «Voices from Chernobyl» και τις μαρτυρίες ντόπιων της περιοχής Πρίπιατ της Ουκρανίας, αλλά με πολλές επιπλέον πηγές και αφηγηματικές επιρροές (τις οποίες ο δημιουργός της μίνι σειράς συγκέντρωσε σε αυτό το twitter thread), το «Chernobyl» καταφέρνει σε ένα πρώτο επίπεδο να λειτουργήσει με απόλυτη επιτυχία ως ένα σχεδόν σπονδυλωτό δράμα.
Δεν είναι εύκολη η σύνθεση μιας τέτοιας ταπετσαρίας ηρώων και καταστάσεων γύρω από κάτι τόσο καταστροφικό και συγκλονιστικό ως κεντρικό σκελετό αφήγησης, όπως είναι η καταστροφή του Τσέρνομπιλ, αλλά ο Μέιζιν -παρά τις σημαντικές ενστάσεις που έχουμε για ορισμένες επιλογές του, στις οποίες θα επανέλθουμε- καταφέρνει εξαρχής να καθηλώσει με κάθε ιστορία.
Κεντρική θέση όσο πιο κοντά σε πρωταγωνιστές, έχουν ο Τζάρεντ Χάρις κι ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ στους ρόλους των Βαλέρι Λεγκάσοφ και Μπόρις Σκέρμπινα, ο επιστήμονας κι ο πολιτικός αντίστοιχα που συνδυαστικά αναλαμβάνουν να διαχειριστούν την κρίση, μελετώντας τις συνθήκες της καταστροφής και προβαίνοντας στα απαραίτητα μέτρα περιορισμού της. Ο Χάρις, με τον φυσικό επικολυρισμό της φωνητικής στίξης του και ο Σκάρσγκαρντ με νιχιλιστικό νέφος που κουβαλά η η παρουσία του, είναι δύο ηθοποιοί αδύνατον να μην εντείνουν κάθε δράμα που τυλίγεται γύρω τους. Και καθώς βρίσκονται περισσότεροι βουτηγμένοι στην εξωπραγματικά σκληρή πραγματικότητα, οι δύο χαρακτήρες τους εξελίσσονται σε βαρύγδουπα αλλά συνάμα και τραγικά σύμβολα της αλήθειας και του κόστους με το οποίο καταφθάνει μέσα σε ένα σύστημα ελέγχου και περιφρούρησης.
Το τελευταίο επεισόδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου η σειρά πραγματοποιεί μια απρόσμενη στροφή μοιράζοντας το χρόνο του φινάλε της ανάμεσα στο σημείο μηδέν της καταστροφής (τη νύχτα του ατυχήματος) και σε μια επεξηγηματική σκηνή διαρκείας κατά τη διάρκεια της δίκης των υπευθύνων, δε θα μπορούσε να έχει στηριχτεί σε πιο επιβλητική παρουσία από ό,τι του Χάρις για αυτή τη δίκη αφηγηματικής κορύφωσης. Θα βλέπαμε τον Χάρις να μας εξηγεί σε απλοποιημένη επιστήμη κάθε κεφάλαιο της πυρηνικής και εφαρμοσμένης φυσικής, πόσο μάλλον σε ένα τόσο δραματικό περιβάλλον.
Φτάνοντας όμως σε αυτή τη δίκη, η σειρά έχει προηγουμένως φροντίσει επαρκώς να δώσει αρκετά πρόσωπα στην τραγωδία ώστε να μπορούμε να εκτιμήσουμε αυτό που διακυβεύεται σε ένα επίπεδο ανθρωπιστικό.
Το «Chernobyl» είναι μια μίνι σειρά για την φρικώδη πυρηνική καταστροφή του 1986, αλλά είναι και μια μίνι σειρά για κάθε καταστροφή, φυσική ή ηθική, που έχει ήδη συμβεί ή πρόκειται να συμβεί ξανά- ή συμβαίνει ξανά τώρα καθώς μιλάμε.»
Μεγάλα κομμάτια των προηγούμενων επεισοδίων έχουν εστιάσει με εξίσου μεγάλη αφοσίωση και στους ανθρώπους αλλά και στη διαδικασία. Η ανερχόμενη Τζέσι Μπάκλει (από το όμορφο γοτθικό ρομάντζο «Beast») παίζει τη σύζυγο ενός πυροσβέστη που πεθαίνει λίγες μέρες μετά το ατύχημα, ενώ εκείνη κουβαλάει το μωρό τους. Ο Μπάρι Κίγκαν παίζει ένα νεαρό που χρησιμοποιεί από αποδεκατισμένος στρατός προκειμένου να εκτελεστούν όλα τα ζωντανά της πληγείσας περιοχής. Άντρες χρησιμοποιούνται ως “βιο-ρομπότ” για να καθαρίσουν μια στέγη από ραδιενεργά συντρίμμια. Ή για να βουτήξουν σε μια ραδιενεργή δεξαμενή υδάτων που αν δεν αδειάσει θα προκαλέσει μια έκρηξη που θα σαρώσει όλη την ανατολική Ευρώπη. Εργάτες στα ορυχεία βγάζουν τα ρούχα τους και φτυαρίζουν στα έγκατα της περιοχής επειδή δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ανεμιστήρες που θα ρίξουν τη θερμοκρασία.
Κάθε μικρή ή μεγάλη προσωπική ιστορία θέλησης, θριάμβου ή τραγωδίας συνυπάρχει με τη δραματική, λεπτομερή διαδικασία που την κάνει αναγκαία. Όταν ο Βαλέρι Λεγκάσοφ φτάσει να κατηγορήσει το ίδιο το σύστημα αντί ενός μόνο εμφανούς villain (που υπάρχει, κι είναι ο Ανατόλι Ντιάτλοφ του Πολ Ρίτερ) η σειρά έχει χτίσει επαρκώς το ανθρωπιστικό της μωσαϊκό ώστε να είναι συνεπές με την αποστολή της το γεγονός πως αυτή δεν είναι μια ιστορία ηρώων και μοχθηρών villains, αλλά μια κοινωνική ακτινογραφία ενός συστήματος που αδιαφόρησε για τους ανθρώπους.
Ισως γι’αυτό κάποια στοιχεία μοιάζουν κατά τόπους αταίριαστα. Η Εμιλι Γουώτσον παίζει την Ουλάνα Κόμτσουκ, μια πυρηνική φυσικό που αποτελεί αποκύημα της φαντασίας του Κρεγκ Μέιζιν, φτιαγμένη ώστε να εκπροσωπεί όλους τους επίμονους αγόνες και κόπους μιας στρατιάς φυσικών και επιστημόνων που κατάφεραν με αγωνία και αγώνα να φτάσουν στην αλήθεια. Σε μια ιστορία εντελώς νηφάλια, ανθρωπιστική και σχεδόν αποπνικτικά μετα-αποκαλυπτική, ο χαρακτήρας της Γουώτσον μοιάζει παράταιρος, σα να βγήκε από μιας χολιγουντιανή φαντασία: Σε αντίθεση με κάθε άλλο ήρωα, δεν έχει ελαττώματα, μπλέκει βάζοντάς τα ευθέως με το καθεστώς, και φτάνει πάντα άμεσα στην αλήθεια χωρίς σχεδόν να γνωρίζει εμπόδια. Είναι μια μοντέρνα παράκαμψη σε μια σειρά που όχι μόνο δεν την είχε ανάγκη, αλλά και θριαμβεύει ακριβώς επειδή (όταν) δεν απαντά σε τέτοιου τύπου επιταγές.
Ο Μέιζιν, σεναριογράφος στο παρελθόν ταινιών σαν τα «Hangover II» και «Scary Movie 3» αλλά και του επερχόμενου «Charlie’s Angels», βλέπει εμφανώς αυτή τη σειρά ως μια δήλωση προθέσεως. Είναι ανορθόδοξο ταίριασμα στη φιλμογραφία του και παρά τις επιμέρους μικρές ασυνέπειες ή προφανείς παραδόσεις μηνύματος και επεξηγήσεων, έχει κάνει καλή δουλειά εκεί που έχει τελικά σημασία- στις μικρές στιγμές, δίχως κορώνες, και στο πώς αυτές σχηματίζουν και ενισχύουν τη μεγάλη εικόνα. Όμως στην τοποθέτηση αυτού του κειμένου μέσα σε ένα ταιριαστό αισθητικό πλαίσιο, είναι τεράστιας σημασίας η δουλειά του σκηνοθέτη Γιόχαν Ρενκ.
Ο Σουηδός σκηνοθέτης μουσικών βιντεοκλίπ και περιστασιακά γυρατζής τηλε-σκηνοθέτης μεμονωμένων επεισοδίων σε σειρές, φέρνει κι εκείνος σαφή δημιουργική στάμπα. Εκμεταλλευόμενος ένα επίπονα διεισδυτικό και λεπτομερές sound design, τη μουσική της Χίλντουρ Γκουναντοτίρ και κυρίως τη νεκρικά αποχρωματισμένη οπτική χροιά που προσδίδει στην εικόνα του ο θαυμάσιος διευθυντής φωτογραφίας του Γιοακίμ Τρίερ, Γιάκομπ Ίρε («Θέλμα», «Οσλο, 31 Αυγούστου»), ο Ρενκ καδράρει με υπομονή και ίσως μια οριακά μεταφυσική αίσθηση τρόμου, τα γεγονότα, τις διαδικασίες, τα πρόσωπα των θέλοντας και μη ηρώων.
Οι εκφράσεις των πρωταγωνιστών είναι στωικές μέχρι που σπάνε και γίνονται αναγνωρίσιμα ανθρώπινες. Τα σκηνικά του ραδιενεργού θανάτου μοιάζουν πάντοτε να αποτυπώνονται ως μια μετα-αποκαλυπτική ανάμνηση. Απρόσωπες, συντεταγμένες μηχανές και άνθρωποι καλυμμένοι μέσα σε τρομερές σχεδόν αυτοσχέδιες πανοπλίες προσπαθούν να ελέγξουν τον αόριστο τρόμο. Που, παρά τις περιστασιακές ελαφρές τάσεις του Μέιζιν προς την απλούστευση (οι διαφόρων μορφών Ντιάτλοβ με τα σαφή τους κίνητρα και τις «στρίβω-μουστάκι» συμπεριφορές τους), δεν έχει τελικά πρόσωπο.
Οι πιο ανατριχιαστικές σκηνές, πέρα από την ανηλεή σωματική φρίκη, πέρα από τις φιγούρες και τα στατιστικά φρίκης, είναι εκείνες όπου οι ατυχείς πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με μια συνειδητοποίηση του θανάτου. Ο εχθρός είτε σε επίπεδο κυριολεκτικό είτε αλληγορικό (το ραδιενεργό νέφος; η έκρηξη, το σύστημα; η άγνοια;), περικλείει τα πάντα στην αποπνικτική αγκαλιά του. Είναι ταιριαστό που ο Ντέιβιντ Σάιμον του «Wire» το ξεχώρισε προσφάτως ως σπάνιο δείγμα τηλεόρασης που τον κάνει περήφανο να δουλεύει σε αυτό το μέσο, γιατί σε επίπεδο φιλοσοφικό, η προσέγγισή του είναι παρόμοια. Κι όπως κι εκείνο, έτσι και το «Chernobyl» σκιαγραφεί με δυσφορία ένα καθηλωτικό, αδιέξοδο ψηφιδωτό που αντλεί λεπτομέρειες και χαρακτήρες από την ιστορική και κοινωνική αλήθεια για να μιλήσει για ευρύτερη, παντοτινή κοινωνική αγωνία.
απο το flix.gr
Μέσα, στο χώρο της καταστροφής, είναι οι επιστήμονες. Οι τεχνικοί, οι άνθρωποι με την εμπειρία και τη γνώση- και φυσικά την ανάγκη. Την επιβαλλόμενη από το σύστημα ανάγκη για επιβίωση, για ανέλιξη, για ικανοποίηση προκαθορισμένων στόχων και προβολών που οι ανώτεροι πάντα απαιτούν.
Κάπου μακριά, μακριά από την καταστροφή, μακριά από το χώρο της όποιας δράσης, μακριά από την πράξη, βρίσκονται τα μεγάλα κεφάλια. Οι άνθρωποι εκείνοι που μαθαίνουν μέσα από μια αναφορά, μια στατιστική ανάλυση, μια περιγραφή- κι ο στόχος τους είναι να διαχειρίζονται, να ζητάνε, να υπενθυμίζουν.
Το «Chernobyl» είναι πάνω απ’όλα μια ιστορία πλήρους αποτυχίας για τον τρόπο που η γνώση και η εμπειρία συναντούν τείχη που έχουν εγείρει συστήματα κατασκευασμένα για να καταπνίξουν αυτές τις ίδιες έννοιες. Είναι για αυτό που συμβαίνει όταν καθεστώτα πρωτίστως ασχολούμενα με την εικόνα τους και την διαχείρισή τους, προσπαθούν να εξαφανίσουν την αλήθεια ή να την παραλλάξουν, όταν δεν τα βολεύει. Υπό αυτή την έννοια, το «Chernobyl» είναι μια μίνι σειρά για την φρικώδη πυρηνική καταστροφή του 1986, αλλά είναι και μια μίνι σειρά για κάθε καταστροφή, φυσική ή ηθική, που έχει ήδη συμβεί ή πρόκειται να συμβεί ξανά- ή συμβαίνει ξανά τώρα καθώς μιλάμε.
Διασκευασμένο από τον σεναριογράφο Κρεγκ Μέιζιν εν μέρει από το βιβλίο «Voices from Chernobyl» και τις μαρτυρίες ντόπιων της περιοχής Πρίπιατ της Ουκρανίας, αλλά με πολλές επιπλέον πηγές και αφηγηματικές επιρροές (τις οποίες ο δημιουργός της μίνι σειράς συγκέντρωσε σε αυτό το twitter thread), το «Chernobyl» καταφέρνει σε ένα πρώτο επίπεδο να λειτουργήσει με απόλυτη επιτυχία ως ένα σχεδόν σπονδυλωτό δράμα.
Δεν είναι εύκολη η σύνθεση μιας τέτοιας ταπετσαρίας ηρώων και καταστάσεων γύρω από κάτι τόσο καταστροφικό και συγκλονιστικό ως κεντρικό σκελετό αφήγησης, όπως είναι η καταστροφή του Τσέρνομπιλ, αλλά ο Μέιζιν -παρά τις σημαντικές ενστάσεις που έχουμε για ορισμένες επιλογές του, στις οποίες θα επανέλθουμε- καταφέρνει εξαρχής να καθηλώσει με κάθε ιστορία.
Κεντρική θέση όσο πιο κοντά σε πρωταγωνιστές, έχουν ο Τζάρεντ Χάρις κι ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ στους ρόλους των Βαλέρι Λεγκάσοφ και Μπόρις Σκέρμπινα, ο επιστήμονας κι ο πολιτικός αντίστοιχα που συνδυαστικά αναλαμβάνουν να διαχειριστούν την κρίση, μελετώντας τις συνθήκες της καταστροφής και προβαίνοντας στα απαραίτητα μέτρα περιορισμού της. Ο Χάρις, με τον φυσικό επικολυρισμό της φωνητικής στίξης του και ο Σκάρσγκαρντ με νιχιλιστικό νέφος που κουβαλά η η παρουσία του, είναι δύο ηθοποιοί αδύνατον να μην εντείνουν κάθε δράμα που τυλίγεται γύρω τους. Και καθώς βρίσκονται περισσότεροι βουτηγμένοι στην εξωπραγματικά σκληρή πραγματικότητα, οι δύο χαρακτήρες τους εξελίσσονται σε βαρύγδουπα αλλά συνάμα και τραγικά σύμβολα της αλήθειας και του κόστους με το οποίο καταφθάνει μέσα σε ένα σύστημα ελέγχου και περιφρούρησης.
Το τελευταίο επεισόδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου η σειρά πραγματοποιεί μια απρόσμενη στροφή μοιράζοντας το χρόνο του φινάλε της ανάμεσα στο σημείο μηδέν της καταστροφής (τη νύχτα του ατυχήματος) και σε μια επεξηγηματική σκηνή διαρκείας κατά τη διάρκεια της δίκης των υπευθύνων, δε θα μπορούσε να έχει στηριχτεί σε πιο επιβλητική παρουσία από ό,τι του Χάρις για αυτή τη δίκη αφηγηματικής κορύφωσης. Θα βλέπαμε τον Χάρις να μας εξηγεί σε απλοποιημένη επιστήμη κάθε κεφάλαιο της πυρηνικής και εφαρμοσμένης φυσικής, πόσο μάλλον σε ένα τόσο δραματικό περιβάλλον.
Φτάνοντας όμως σε αυτή τη δίκη, η σειρά έχει προηγουμένως φροντίσει επαρκώς να δώσει αρκετά πρόσωπα στην τραγωδία ώστε να μπορούμε να εκτιμήσουμε αυτό που διακυβεύεται σε ένα επίπεδο ανθρωπιστικό.
Το «Chernobyl» είναι μια μίνι σειρά για την φρικώδη πυρηνική καταστροφή του 1986, αλλά είναι και μια μίνι σειρά για κάθε καταστροφή, φυσική ή ηθική, που έχει ήδη συμβεί ή πρόκειται να συμβεί ξανά- ή συμβαίνει ξανά τώρα καθώς μιλάμε.»
Μεγάλα κομμάτια των προηγούμενων επεισοδίων έχουν εστιάσει με εξίσου μεγάλη αφοσίωση και στους ανθρώπους αλλά και στη διαδικασία. Η ανερχόμενη Τζέσι Μπάκλει (από το όμορφο γοτθικό ρομάντζο «Beast») παίζει τη σύζυγο ενός πυροσβέστη που πεθαίνει λίγες μέρες μετά το ατύχημα, ενώ εκείνη κουβαλάει το μωρό τους. Ο Μπάρι Κίγκαν παίζει ένα νεαρό που χρησιμοποιεί από αποδεκατισμένος στρατός προκειμένου να εκτελεστούν όλα τα ζωντανά της πληγείσας περιοχής. Άντρες χρησιμοποιούνται ως “βιο-ρομπότ” για να καθαρίσουν μια στέγη από ραδιενεργά συντρίμμια. Ή για να βουτήξουν σε μια ραδιενεργή δεξαμενή υδάτων που αν δεν αδειάσει θα προκαλέσει μια έκρηξη που θα σαρώσει όλη την ανατολική Ευρώπη. Εργάτες στα ορυχεία βγάζουν τα ρούχα τους και φτυαρίζουν στα έγκατα της περιοχής επειδή δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ανεμιστήρες που θα ρίξουν τη θερμοκρασία.
Κάθε μικρή ή μεγάλη προσωπική ιστορία θέλησης, θριάμβου ή τραγωδίας συνυπάρχει με τη δραματική, λεπτομερή διαδικασία που την κάνει αναγκαία. Όταν ο Βαλέρι Λεγκάσοφ φτάσει να κατηγορήσει το ίδιο το σύστημα αντί ενός μόνο εμφανούς villain (που υπάρχει, κι είναι ο Ανατόλι Ντιάτλοφ του Πολ Ρίτερ) η σειρά έχει χτίσει επαρκώς το ανθρωπιστικό της μωσαϊκό ώστε να είναι συνεπές με την αποστολή της το γεγονός πως αυτή δεν είναι μια ιστορία ηρώων και μοχθηρών villains, αλλά μια κοινωνική ακτινογραφία ενός συστήματος που αδιαφόρησε για τους ανθρώπους.
Ισως γι’αυτό κάποια στοιχεία μοιάζουν κατά τόπους αταίριαστα. Η Εμιλι Γουώτσον παίζει την Ουλάνα Κόμτσουκ, μια πυρηνική φυσικό που αποτελεί αποκύημα της φαντασίας του Κρεγκ Μέιζιν, φτιαγμένη ώστε να εκπροσωπεί όλους τους επίμονους αγόνες και κόπους μιας στρατιάς φυσικών και επιστημόνων που κατάφεραν με αγωνία και αγώνα να φτάσουν στην αλήθεια. Σε μια ιστορία εντελώς νηφάλια, ανθρωπιστική και σχεδόν αποπνικτικά μετα-αποκαλυπτική, ο χαρακτήρας της Γουώτσον μοιάζει παράταιρος, σα να βγήκε από μιας χολιγουντιανή φαντασία: Σε αντίθεση με κάθε άλλο ήρωα, δεν έχει ελαττώματα, μπλέκει βάζοντάς τα ευθέως με το καθεστώς, και φτάνει πάντα άμεσα στην αλήθεια χωρίς σχεδόν να γνωρίζει εμπόδια. Είναι μια μοντέρνα παράκαμψη σε μια σειρά που όχι μόνο δεν την είχε ανάγκη, αλλά και θριαμβεύει ακριβώς επειδή (όταν) δεν απαντά σε τέτοιου τύπου επιταγές.
Ο Μέιζιν, σεναριογράφος στο παρελθόν ταινιών σαν τα «Hangover II» και «Scary Movie 3» αλλά και του επερχόμενου «Charlie’s Angels», βλέπει εμφανώς αυτή τη σειρά ως μια δήλωση προθέσεως. Είναι ανορθόδοξο ταίριασμα στη φιλμογραφία του και παρά τις επιμέρους μικρές ασυνέπειες ή προφανείς παραδόσεις μηνύματος και επεξηγήσεων, έχει κάνει καλή δουλειά εκεί που έχει τελικά σημασία- στις μικρές στιγμές, δίχως κορώνες, και στο πώς αυτές σχηματίζουν και ενισχύουν τη μεγάλη εικόνα. Όμως στην τοποθέτηση αυτού του κειμένου μέσα σε ένα ταιριαστό αισθητικό πλαίσιο, είναι τεράστιας σημασίας η δουλειά του σκηνοθέτη Γιόχαν Ρενκ.
Ο Σουηδός σκηνοθέτης μουσικών βιντεοκλίπ και περιστασιακά γυρατζής τηλε-σκηνοθέτης μεμονωμένων επεισοδίων σε σειρές, φέρνει κι εκείνος σαφή δημιουργική στάμπα. Εκμεταλλευόμενος ένα επίπονα διεισδυτικό και λεπτομερές sound design, τη μουσική της Χίλντουρ Γκουναντοτίρ και κυρίως τη νεκρικά αποχρωματισμένη οπτική χροιά που προσδίδει στην εικόνα του ο θαυμάσιος διευθυντής φωτογραφίας του Γιοακίμ Τρίερ, Γιάκομπ Ίρε («Θέλμα», «Οσλο, 31 Αυγούστου»), ο Ρενκ καδράρει με υπομονή και ίσως μια οριακά μεταφυσική αίσθηση τρόμου, τα γεγονότα, τις διαδικασίες, τα πρόσωπα των θέλοντας και μη ηρώων.
Οι εκφράσεις των πρωταγωνιστών είναι στωικές μέχρι που σπάνε και γίνονται αναγνωρίσιμα ανθρώπινες. Τα σκηνικά του ραδιενεργού θανάτου μοιάζουν πάντοτε να αποτυπώνονται ως μια μετα-αποκαλυπτική ανάμνηση. Απρόσωπες, συντεταγμένες μηχανές και άνθρωποι καλυμμένοι μέσα σε τρομερές σχεδόν αυτοσχέδιες πανοπλίες προσπαθούν να ελέγξουν τον αόριστο τρόμο. Που, παρά τις περιστασιακές ελαφρές τάσεις του Μέιζιν προς την απλούστευση (οι διαφόρων μορφών Ντιάτλοβ με τα σαφή τους κίνητρα και τις «στρίβω-μουστάκι» συμπεριφορές τους), δεν έχει τελικά πρόσωπο.
Οι πιο ανατριχιαστικές σκηνές, πέρα από την ανηλεή σωματική φρίκη, πέρα από τις φιγούρες και τα στατιστικά φρίκης, είναι εκείνες όπου οι ατυχείς πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με μια συνειδητοποίηση του θανάτου. Ο εχθρός είτε σε επίπεδο κυριολεκτικό είτε αλληγορικό (το ραδιενεργό νέφος; η έκρηξη, το σύστημα; η άγνοια;), περικλείει τα πάντα στην αποπνικτική αγκαλιά του. Είναι ταιριαστό που ο Ντέιβιντ Σάιμον του «Wire» το ξεχώρισε προσφάτως ως σπάνιο δείγμα τηλεόρασης που τον κάνει περήφανο να δουλεύει σε αυτό το μέσο, γιατί σε επίπεδο φιλοσοφικό, η προσέγγισή του είναι παρόμοια. Κι όπως κι εκείνο, έτσι και το «Chernobyl» σκιαγραφεί με δυσφορία ένα καθηλωτικό, αδιέξοδο ψηφιδωτό που αντλεί λεπτομέρειες και χαρακτήρες από την ιστορική και κοινωνική αλήθεια για να μιλήσει για ευρύτερη, παντοτινή κοινωνική αγωνία.
απο το flix.gr
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Το ialmopia.gr επιτρέπει στον χρήστη να αναρτά τα σχόλια και τις απόψεις του σε επίκαιρα θέματα/συζητήσεις. Τα σχόλια και οι απόψεις αυτές εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές θέσεις του εκάστοτε χρήστη και δεν υιοθετούνται από το ialmopia.gr. Σε κάθε περίπτωση, ο χρήστης οφείλει να εκφράζεται με τρόπο ώστε να μην παραβιάζει τους ελληνικούς νόμους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ialmopia.gr διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείει το χρήστη από την εν λόγω υπηρεσία.
Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα του ialmopia.gr