Τα καλοκαίρια μας - του Δημήτρη Δημητριάδη για την ηλεκτρονική εφημερίδα ialmopia.gr
Τα χρόνια της αθωότητας (της ηλιακής, διότι σε καμιά εποχή και καμιά κοινωνία δεν υπήρξε αθωότητα) τα καλοκαίρια δεν ήταν ίδια με τα σημερινά. Και όχι μόνο λόγω του μικρού της ηλικίας μας. Και δεν ήταν μόνο τα παιδικά μας μάτια που τα έβλεπαν αλλιώς. Σχεδόν όλα ήταν διαφορετικά και τώρα έγιναν αγνώριστα. Χαρά θεού οι γειτονιές με τις μονοκατοικίες, τα άχτιστα οικόπεδα και τα λιγοστά αυτοκίνητα.
Φυσικά και είχε τα προβλήματά του ο κόσμος. Περισσότερα και σοβαρότερα, ίσως, από αυτά που έχουμε σήμερα. Ήταν αλλιώς, όμως, η ζωή, αν και όχι κατ’ ανάγκην καλύτερη. Λιγότερα χρήματα, λιγότερες ανάγκες, λιγότερες προσδοκίες. Ε, με τα χρόνια όλα γιγαντώθηκαν, μέχρι που μας καταπλάκωσαν.
Ήταν δύσκολη τότε η ζωή, αν και πιτσιρικάδες εμείς τη βρίσκαμε υπέροχη, όπως υποθέτουμε τη βρίσκουν το ίδιο υπέροχη και τα σημερινά παιδιά. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι. Τα παιδιά είναι αυτά που μπορούν και χαμογελούν πάντα. Όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες που βιώνουν. Εν αντιθέσει με τους μεγάλους, που τα χαμόγελά τους λιγοστεύουν με τα χρόνια.
Βαραίνουν τα βάσανα στις πλάτες των ανθρώπων που λυγίζουν. Κι όμως, οι παλαιότερες γενιές άντεχαν περισσότερο. Ίσως επειδή είχαν βιώσει εθνικές τραγωδίες και πολέμους (αν και στη σημερινή Ελλάδα βιώνουμε την τραγωδία ενός ακήρυκτου πολέμου…). Ίσως, πάλι, επειδή παρ’ όλα όσα είχαν περάσει, χρόνο με το χρόνο καλυτέρευε η ζωή τους. Και πάντα με μια μικρή ελπίδα στα όνειρά τους.
Αντιθέτως, σήμερα, όλο και χειροτερεύουν τα πράγματα και οι ελπίδες έχουν χαθεί κάπου μεταξύ του εργασιακού μας παρελθόντος, του παρόντος της ανεργίας μας και του άδηλου μέλλοντός μας. Μια κατάσταση πρωτόγνωρη ακόμα και για τους παλαιότερους, που μέχρι κι αυτοί αδυνατούν να τη διαχειριστούν.
Μας έμεινε, όμως, το καλοκαίρι. Αυτό, όσο κι αν προσπαθήσουν, δεν μπορούν να μας το πάρουν. Είναι δικό μας. Κι όχι μόνο επειδή μένουμε (και επιμένουμε…) Ελλάδα, αλλά επειδή κουβαλά την ίδια μας τη ζωή. Τις μνήμες από τα παιδικά και νεανικά μας χρόνια, από φίλους και συγγενείς που δεν είναι πια μαζί μας. Και τι περίεργο, αλήθεια. Να συνδέουμε αγαπημένα μας πρόσωπα μόνο με το καλοκαίρι, παρά με οποιαδήποτε άλλη εποχή. Ας λένε ότι το καλοκαίρι έχει γεύσεις κι αρώματα. Για μας έχει κυρίως εικόνες. Από τις γειτονιές που μεγαλώσαμε και δυστυχώς υπάρχουν μόνο στη μνήμη μας και σε καμιά ξεχασμένη φωτογραφία σε κάποια χαρτόκουτα, αφού στο πέρασμα του χρόνου και της αντιπαροχής έχουν γίνει αγνώριστες. Από τα οικογενειακά τραπέζια με τις ιστορίες που ακούγαμε και μας συντροφεύουν ακόμα. Από τις παραλίες της Νέας Περάμου, από τις βόλτες στο Παρανέστι της νιότης μας, από τις πρώτες διακοπές με φίλους και τις μετέπειτα με τη Λυδία και τα δικά μας παιδιά.
Καλοκαίρια που ενίοτε φέρνουμε στο νου μας, χωρίς, όμως, να μας μελαγχολούν για τα χρόνια που πέρασαν και μαζί τους πήραν κιόλας τη… μισή μας ζωή. Τα θυμόμαστε με ένα αδιόρατο χαμόγελο κι ευχόμαστε κάπως έτσι να αναπολούν στο μέλλον και τα δικά τους καλοκαίρια τα δικά μας παιδιά, όταν κι αυτά, δυστυχώς, θα έχουν μπει στα βάσανα.
Μέχρι τότε (είθε και μετά), ελπίζουμε να βρίσκουν κάθε μέρα τους τη ζωή υπέροχη. Χειμώνα, καλοκαίρι…
Τα χρόνια της αθωότητας (της ηλιακής, διότι σε καμιά εποχή και καμιά κοινωνία δεν υπήρξε αθωότητα) τα καλοκαίρια δεν ήταν ίδια με τα σημερινά. Και όχι μόνο λόγω του μικρού της ηλικίας μας. Και δεν ήταν μόνο τα παιδικά μας μάτια που τα έβλεπαν αλλιώς. Σχεδόν όλα ήταν διαφορετικά και τώρα έγιναν αγνώριστα. Χαρά θεού οι γειτονιές με τις μονοκατοικίες, τα άχτιστα οικόπεδα και τα λιγοστά αυτοκίνητα.
Φυσικά και είχε τα προβλήματά του ο κόσμος. Περισσότερα και σοβαρότερα, ίσως, από αυτά που έχουμε σήμερα. Ήταν αλλιώς, όμως, η ζωή, αν και όχι κατ’ ανάγκην καλύτερη. Λιγότερα χρήματα, λιγότερες ανάγκες, λιγότερες προσδοκίες. Ε, με τα χρόνια όλα γιγαντώθηκαν, μέχρι που μας καταπλάκωσαν.
Ήταν δύσκολη τότε η ζωή, αν και πιτσιρικάδες εμείς τη βρίσκαμε υπέροχη, όπως υποθέτουμε τη βρίσκουν το ίδιο υπέροχη και τα σημερινά παιδιά. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι. Τα παιδιά είναι αυτά που μπορούν και χαμογελούν πάντα. Όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες που βιώνουν. Εν αντιθέσει με τους μεγάλους, που τα χαμόγελά τους λιγοστεύουν με τα χρόνια.
Βαραίνουν τα βάσανα στις πλάτες των ανθρώπων που λυγίζουν. Κι όμως, οι παλαιότερες γενιές άντεχαν περισσότερο. Ίσως επειδή είχαν βιώσει εθνικές τραγωδίες και πολέμους (αν και στη σημερινή Ελλάδα βιώνουμε την τραγωδία ενός ακήρυκτου πολέμου…). Ίσως, πάλι, επειδή παρ’ όλα όσα είχαν περάσει, χρόνο με το χρόνο καλυτέρευε η ζωή τους. Και πάντα με μια μικρή ελπίδα στα όνειρά τους.
Αντιθέτως, σήμερα, όλο και χειροτερεύουν τα πράγματα και οι ελπίδες έχουν χαθεί κάπου μεταξύ του εργασιακού μας παρελθόντος, του παρόντος της ανεργίας μας και του άδηλου μέλλοντός μας. Μια κατάσταση πρωτόγνωρη ακόμα και για τους παλαιότερους, που μέχρι κι αυτοί αδυνατούν να τη διαχειριστούν.
Μας έμεινε, όμως, το καλοκαίρι. Αυτό, όσο κι αν προσπαθήσουν, δεν μπορούν να μας το πάρουν. Είναι δικό μας. Κι όχι μόνο επειδή μένουμε (και επιμένουμε…) Ελλάδα, αλλά επειδή κουβαλά την ίδια μας τη ζωή. Τις μνήμες από τα παιδικά και νεανικά μας χρόνια, από φίλους και συγγενείς που δεν είναι πια μαζί μας. Και τι περίεργο, αλήθεια. Να συνδέουμε αγαπημένα μας πρόσωπα μόνο με το καλοκαίρι, παρά με οποιαδήποτε άλλη εποχή. Ας λένε ότι το καλοκαίρι έχει γεύσεις κι αρώματα. Για μας έχει κυρίως εικόνες. Από τις γειτονιές που μεγαλώσαμε και δυστυχώς υπάρχουν μόνο στη μνήμη μας και σε καμιά ξεχασμένη φωτογραφία σε κάποια χαρτόκουτα, αφού στο πέρασμα του χρόνου και της αντιπαροχής έχουν γίνει αγνώριστες. Από τα οικογενειακά τραπέζια με τις ιστορίες που ακούγαμε και μας συντροφεύουν ακόμα. Από τις παραλίες της Νέας Περάμου, από τις βόλτες στο Παρανέστι της νιότης μας, από τις πρώτες διακοπές με φίλους και τις μετέπειτα με τη Λυδία και τα δικά μας παιδιά.
Καλοκαίρια που ενίοτε φέρνουμε στο νου μας, χωρίς, όμως, να μας μελαγχολούν για τα χρόνια που πέρασαν και μαζί τους πήραν κιόλας τη… μισή μας ζωή. Τα θυμόμαστε με ένα αδιόρατο χαμόγελο κι ευχόμαστε κάπως έτσι να αναπολούν στο μέλλον και τα δικά τους καλοκαίρια τα δικά μας παιδιά, όταν κι αυτά, δυστυχώς, θα έχουν μπει στα βάσανα.
Μέχρι τότε (είθε και μετά), ελπίζουμε να βρίσκουν κάθε μέρα τους τη ζωή υπέροχη. Χειμώνα, καλοκαίρι…
Φίλε μαζί σου
ΑπάντησηΔιαγραφή