Παλαίμαχος βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής και γιατρός. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους μεσοεπιθετικούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Το παρατσούκλια που τον συνόδευαν στην ποδοσφαιρική του καριέρα ήταν Ντουτόρ Σόκρατες (Δρ Σωκράτης), Καλκανιάρ ντε Ούρο (Χρυσή Φτέρνα) και Μαγκράο (Κοκκαλιάρης).
Ο Σόκρατες Μπραζιλέϊρο Σαμπάϊο ντε Σόουζα Βιέϊρα ντε Ολιβέϊρα (Sócrates Brasileiro Sampaio de Souza Vieira de Oliveira), όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Μπέλεμ του Πόρτο Αλέγκρε στις 19 Φεβρουαρίου 1954. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, με αγάπη για τα κλασσικά γράμματα. Την περίοδο που γεννήθηκε ο Σόκρατες, διάβαζε την Πολιτεία του Πλάτωνα και αποφάσισε να δώσει το όνομα του σπουδαίου έλληνα φιλοσόφου στον μεγάλο γιο του. Δύο από τα αδέλφια του φέρουν, επίσης, αρχαιοελληνικά ονόματα: Σωσθένης και Σοφοκλής.
Στα δώδεκα χρόνια του άρχιζε να παίζει ποδόσφαιρο, όταν ο πατέρας του μετατέθηκε στο Ριμπεϊράο Πρέτο (προάστιο του Σάο Πάολο). Στην αρχή στις μεγάλες αλάνες του σχολείου του και στη συνέχει στα τσικό της τοπικής Μποταφόγκο, από την οποία ξεκίνησε και την επαγγελματική του ενασχόληση με το ποδόσφαιρο το 1974. Τον προηγούμενο χρόνο είχε κάνει ένα παιδικό του όνειρο πραγματικότητα, με την εγγραφή του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο.
Το 1978 μετεγγράφεται στη γειτονική Κορίνθιανς, μία ομάδα που ταίριαζε στις αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις του, καθώς εφάρμοζε τη λεγόμενη κορινθιακή δημοκρατία, με τους ποδοσφαιριστές να έχουν λόγο στα αγωνιστικά και διοικητικά ζητήματα της ομάδας, σε μία περίοδο που η Βραζιλία βρισκόταν κάτω από την μπότα των στρατιωτικών. Ο Σόκρατες ως νεαρός ποδοσφαιριστής δεν είχε ως πρότυπό του του κάποιον αστέρα της μπάλας. Τα δικά του ινδάλματα ήταν ο Τσε Γκεβάρα, ο Φιντέλ Κάστρο και ο Τζον Λένον.
Την περίοδο 1984-1985 ο Σόκρατες έκανε ένα μικρό πέρασμα από την Ευρώπη, αγωνιζόμενος, χωρίς επιτυχία, στη Φιορεντίνα. Το καλοκαίρι του 1985 επιστρέφει στη Βραζιλία και αγωνίζεται σε δύο σημαντικούς συλλόγους της χώρας, τη Φλαμένγκο (1986-1987) και τη Σάντος (1988-1989). Το 1989 επιστρέφει στην πρώτη του ομάδα, την Μποταφόγκο, όπου θα κλείσει την επαγγελματική καριέρα του. Το 2004 θα επιστρέψει στα γήπεδα, αγωνιζόμενος σε μια μικρή ερασιτεχνική ομάδα, την αγγλική Γκάρφορθ Τάουν, ως παίκτης - προπονητής με συμβόλαιο ενός μήνα.
Στην καριέρα του ο Σόκρατες κατέκτησε ένα πρωτάθλημα Βραζιλίας με τη Φλαμένγκο (1987), τρία πρωταθλήματα Παουλίστα (τοπικό πρωτάθλημα της περιοχής του Σάο Πάολο) τις χρονιές 1979, 1982 και 1984, καθώς κι ένα πρωτάθλημα Καριόκα (τοπικό πρωτάθλημα του Ρίο) το 1986.
Την παγκόσμια εκτίμηση κέρδισε ο Σόκρατες με την Εθνική ομάδα της Βραζιλίας, τη φανέλα της οποίας φόρεσε 60 φορές. Πήρε μέρος σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα (1982 και 1986), αλλά δεν κατάφερε ν’ αναδειχθεί παγκόσμιος πρωταθλητής, παρότι κατά γενική ομολογία η Σελεσάο έπαιξε σπουδαία μπάλα και ήταν το φαβορί.
Το 1982, με παίκτες, όπως οι Ζίκο, Φαλκάο και Καρέκα, βρήκε μπροστά της την μετέπειτα πρωταθλήτρια Ιταλία του Πάολο Ρόσι, από την οποία ηττήθηκε με 3-2, μετά από ένα συγκλονιστικό αγώνα στη Βαρκελώνη. Ο Σόκρατες πέτυχε ένα υπέροχο και δύσκολο γκολ στην κλειστή γωνία του Ντίνο Τζοφ, αλλά δεν ήταν αρκετό.
Το 1986 ήταν η σειρά της φιλόδοξης Γαλλίας του Μισέλ Πλατινί να στερήσει από τον Σώκρατες την ευκαιρία για διάκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αποκλείοντας τη Βραζιλία στον προημιτελικό γύρο. Στον αγώνα αυτό ο Σόκρατες αστόχησε στη διαδικασία των πέναλτι. Πιο τυχερός ήταν ο αδελφός του Ραΐ (Ραΐ Σόουζα Βιέιρα ντε Ολιβέιρα), που αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Βραζιλία το 1994.
Ο Σόκρατες υπήρξε μεγάλος ηγέτης μέσα στο γήπεδο, με άριστη τεχνική κατάρτιση, φαντασία και ηρεμία στην οργάνωση του παιγνιδιού, καθώς και ικανότητα στο σκοράρισμα. Πανύψηλος για την εποχή του (1,92 μ.), φόραγε πάντα μία μαύρη κορδέλα στα μαλλιά, δηλωτικό του επαναστατικού χαρακτήρα του. Μετά την αποχώρησή του από τα γήπεδα, ξανάπιασε το νήμα της Ιατρικής το 1987, λαμβάνοντας την ειδικότητα του ορθοπεδικού. Παρέμεινε έντονα πολιτικοποιημένος, με ιδιαίτερη ευαισθησία στα κοινωνικά προβλήματα.
Τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου 2011, ο Σόκρατες άφησε την τελευταία του πνοή στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου Άλμπερτ Αϊνστάιν του Σάο Πάολο, εξαιτίας μιας λοίμωξης του γαστρεντερικού συστήματος, που εξελίχθηκε σε σηψαιμικό σοκ. Οι γιατροί έκαναν λόγο για γαστρεντερική αιμορραγία, αποδίδοντάς την στη μεγάλη αδυναμία του το ποτό, που μαζί με το τσιγάρο τον συντρόφευαν από τα ποδοσφαιρικά του χρόνια. Τους τελευταίους μήνες ο Σόκρατες αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα με την υγεία του, καθώς είχε μεταφερθεί εκτάκτως σε νοσοκομείο δύο φορές μέσα στο 2011.
Ο Σόκρατες Μπραζιλέϊρο Σαμπάϊο ντε Σόουζα Βιέϊρα ντε Ολιβέϊρα (Sócrates Brasileiro Sampaio de Souza Vieira de Oliveira), όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Μπέλεμ του Πόρτο Αλέγκρε στις 19 Φεβρουαρίου 1954. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, με αγάπη για τα κλασσικά γράμματα. Την περίοδο που γεννήθηκε ο Σόκρατες, διάβαζε την Πολιτεία του Πλάτωνα και αποφάσισε να δώσει το όνομα του σπουδαίου έλληνα φιλοσόφου στον μεγάλο γιο του. Δύο από τα αδέλφια του φέρουν, επίσης, αρχαιοελληνικά ονόματα: Σωσθένης και Σοφοκλής.
Στα δώδεκα χρόνια του άρχιζε να παίζει ποδόσφαιρο, όταν ο πατέρας του μετατέθηκε στο Ριμπεϊράο Πρέτο (προάστιο του Σάο Πάολο). Στην αρχή στις μεγάλες αλάνες του σχολείου του και στη συνέχει στα τσικό της τοπικής Μποταφόγκο, από την οποία ξεκίνησε και την επαγγελματική του ενασχόληση με το ποδόσφαιρο το 1974. Τον προηγούμενο χρόνο είχε κάνει ένα παιδικό του όνειρο πραγματικότητα, με την εγγραφή του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο.
Το 1978 μετεγγράφεται στη γειτονική Κορίνθιανς, μία ομάδα που ταίριαζε στις αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις του, καθώς εφάρμοζε τη λεγόμενη κορινθιακή δημοκρατία, με τους ποδοσφαιριστές να έχουν λόγο στα αγωνιστικά και διοικητικά ζητήματα της ομάδας, σε μία περίοδο που η Βραζιλία βρισκόταν κάτω από την μπότα των στρατιωτικών. Ο Σόκρατες ως νεαρός ποδοσφαιριστής δεν είχε ως πρότυπό του του κάποιον αστέρα της μπάλας. Τα δικά του ινδάλματα ήταν ο Τσε Γκεβάρα, ο Φιντέλ Κάστρο και ο Τζον Λένον.
Την περίοδο 1984-1985 ο Σόκρατες έκανε ένα μικρό πέρασμα από την Ευρώπη, αγωνιζόμενος, χωρίς επιτυχία, στη Φιορεντίνα. Το καλοκαίρι του 1985 επιστρέφει στη Βραζιλία και αγωνίζεται σε δύο σημαντικούς συλλόγους της χώρας, τη Φλαμένγκο (1986-1987) και τη Σάντος (1988-1989). Το 1989 επιστρέφει στην πρώτη του ομάδα, την Μποταφόγκο, όπου θα κλείσει την επαγγελματική καριέρα του. Το 2004 θα επιστρέψει στα γήπεδα, αγωνιζόμενος σε μια μικρή ερασιτεχνική ομάδα, την αγγλική Γκάρφορθ Τάουν, ως παίκτης - προπονητής με συμβόλαιο ενός μήνα.
Στην καριέρα του ο Σόκρατες κατέκτησε ένα πρωτάθλημα Βραζιλίας με τη Φλαμένγκο (1987), τρία πρωταθλήματα Παουλίστα (τοπικό πρωτάθλημα της περιοχής του Σάο Πάολο) τις χρονιές 1979, 1982 και 1984, καθώς κι ένα πρωτάθλημα Καριόκα (τοπικό πρωτάθλημα του Ρίο) το 1986.
Την παγκόσμια εκτίμηση κέρδισε ο Σόκρατες με την Εθνική ομάδα της Βραζιλίας, τη φανέλα της οποίας φόρεσε 60 φορές. Πήρε μέρος σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα (1982 και 1986), αλλά δεν κατάφερε ν’ αναδειχθεί παγκόσμιος πρωταθλητής, παρότι κατά γενική ομολογία η Σελεσάο έπαιξε σπουδαία μπάλα και ήταν το φαβορί.
Το 1982, με παίκτες, όπως οι Ζίκο, Φαλκάο και Καρέκα, βρήκε μπροστά της την μετέπειτα πρωταθλήτρια Ιταλία του Πάολο Ρόσι, από την οποία ηττήθηκε με 3-2, μετά από ένα συγκλονιστικό αγώνα στη Βαρκελώνη. Ο Σόκρατες πέτυχε ένα υπέροχο και δύσκολο γκολ στην κλειστή γωνία του Ντίνο Τζοφ, αλλά δεν ήταν αρκετό.
Το 1986 ήταν η σειρά της φιλόδοξης Γαλλίας του Μισέλ Πλατινί να στερήσει από τον Σώκρατες την ευκαιρία για διάκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αποκλείοντας τη Βραζιλία στον προημιτελικό γύρο. Στον αγώνα αυτό ο Σόκρατες αστόχησε στη διαδικασία των πέναλτι. Πιο τυχερός ήταν ο αδελφός του Ραΐ (Ραΐ Σόουζα Βιέιρα ντε Ολιβέιρα), που αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Βραζιλία το 1994.
Ο Σόκρατες υπήρξε μεγάλος ηγέτης μέσα στο γήπεδο, με άριστη τεχνική κατάρτιση, φαντασία και ηρεμία στην οργάνωση του παιγνιδιού, καθώς και ικανότητα στο σκοράρισμα. Πανύψηλος για την εποχή του (1,92 μ.), φόραγε πάντα μία μαύρη κορδέλα στα μαλλιά, δηλωτικό του επαναστατικού χαρακτήρα του. Μετά την αποχώρησή του από τα γήπεδα, ξανάπιασε το νήμα της Ιατρικής το 1987, λαμβάνοντας την ειδικότητα του ορθοπεδικού. Παρέμεινε έντονα πολιτικοποιημένος, με ιδιαίτερη ευαισθησία στα κοινωνικά προβλήματα.
Τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου 2011, ο Σόκρατες άφησε την τελευταία του πνοή στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου Άλμπερτ Αϊνστάιν του Σάο Πάολο, εξαιτίας μιας λοίμωξης του γαστρεντερικού συστήματος, που εξελίχθηκε σε σηψαιμικό σοκ. Οι γιατροί έκαναν λόγο για γαστρεντερική αιμορραγία, αποδίδοντάς την στη μεγάλη αδυναμία του το ποτό, που μαζί με το τσιγάρο τον συντρόφευαν από τα ποδοσφαιρικά του χρόνια. Τους τελευταίους μήνες ο Σόκρατες αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα με την υγεία του, καθώς είχε μεταφερθεί εκτάκτως σε νοσοκομείο δύο φορές μέσα στο 2011.
Η Αγωνιστική Πορεία του Σόκρατες
Έτη | Ομάδα | Εμφανίσεις | Γκολ |
---|---|---|---|
1974–1978 | Μποταφόγκο Ρ. Π. | 57 | 24 |
1978–1984 | Κορίνθιανς | 297 | 172 |
1984–1985 | Φιορεντίνα | 25 | 6 |
1986–1987 | Φλαμένγκο | 11 | 3 |
1988–1989 | Σάντος | 5 | 2 |
1989 | Μποταφόγκο Ρ. Π. | 0 | 0 |
2004 | Γκάρφορθ Τάουν | 1 | 0 |
Σύνολο | 396 | 207 | |
Εθνική Ομάδα | |||
1979–1986 | Βραζιλία | 60 | 22 |