Απόγευμα του Απρίλη στο χωριό μας τη Δωροθέα. Το Πάσχα που πέρασε, άφησε σε όλους τους χωριανούς μόνο ευχάριστες αναμνήσεις! Πρώτα η Σαρακοστή, ύστερα η Κυριακή των Βαΐων, η Εβδομάδα των Παθών με τις συγκινητικές Ακολουθίες και τελευταία η Ανάσταση με τα κόκκινα αυγά και τη διασκέδαση στα μαγαζιά.
Και τώρα κάποιοι από αυτούς, μαζεμένοι από το ανοιξιάτικο ψύχος, γύρω από την αναμμένη σόμπα, μέσα στο καφενείο του Αλέξανδρου του Νούση, συζητούσαν την επόμενη μέρα. Το σκαρφάλωμα πάνω στο βουνό και την προσκύνηση στον Άγιο Στέφανο. Ένα Αγίασμα που παραδοσιακά το επισκέπτονταν οι περισσότεροι στο χωριό, την Παρασκευή μετά το Πάσχα, γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής.Το θέμα για τη μετάβαση άνοιξε ο ίδιος ο καφετζής, καθώς με το δίσκο στα χέρια, σερβίριζε πορτοκαλάδες και καφέ, στον Κώστα τον Φουρνατζή, τον Μάρκο τον Σαμαρά και τον Μήτσο τον Ιταλιάνο που έπαιζαν χαρτιά. Δεν χρειάστηκε όμως να πούνε και πολλά. Έτσι, χωρίς πολύ σκέψη και ιδιαίτερα με την προτροπή του Τάσου του Παλαμίδα, που ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία, οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι και φέτος δεν θα έπρεπε να χάσουν την ευκαιρία, να ανέβουν εκεί ψηλά και να πάρουν την ευλογία του Αγίου.
Πρώτα απ΄ όλα για να έχει προκοπή το χωριό και ύστερα για να συνεχιστεί το έθιμο που χρόνια τώρα κρατούσε από τους παππούδες τους. Άλλωστε μια μέρα ήταν αυτή. Πόσο θα βαστάξει; Οι δουλειές στα χωράφια με τα καλαμπόκια και τα καπνά αλλά και στους στάβλους με τα ζώα, που θα τους πάνε όλο το καλοκαίρι, μπορούν να περιμένουν… Εμπρός λοιπόν, ας «πετάξουν» όλοι για τον Άγιο Στέφανο..!Και ξημέρωσε η Παρασκευή! Ο ανοιξιάτικος ήλιος, ελεύθερος από σύννεφα, έβγαινε «απαστράπτων» στον ορίζοντα και χρύσωνε πάνω στα φύλλα των δέντρων και στις στέγες, κάθε σταγόνα ψιχάλας που έπεσε το βράδυ από τον ουρανό. Στα μεγάλα πλατάνια της πλατείας του χωριού, τα πουλιά άφηναν τις φωλιές τους και πέταγαν στον αέρα τραγουδώντας την Ανατολή. Οι χωριανοί ξύπναγαν από τον βαθύ τους ύπνο και τα όνειρα της νύχτας, έδιναν τη σειρά τους στην πραγματικότητα της μέρας. Σε λίγο θα χτυπήσει η καμπάνα της Ανάληψης για να καλέσει τους πιστούς στη Θεία Λειτουργία.
Όμως αυτή τη φορά λίγοι θα πάνε σε Αυτή. Οι πιο πολλοί θα πάνε να προσκυνήσουν και να γιορτάσουν στον Άγιο Στέφανο, εκεί ψηλά στο βουνό που είναι το Προσκυνητάρι του. Γι αυτό, και ο παπά-Αβράμ μαζί με τον ψάλτη τον Θανάση τον Κριτσάκη, θα κάνουν τα «πάντα» για να τελειώσει γρήγορα το Μυστήριο, ώστε να προφτάσουν και αυτοί τους άλλους χωριανούς στη Γιορτή πάνω στο βουνό, κοντά στον Άγιο.Οι πρώτες ομάδες των χωριανών δεν αργούν να φανούν, μέσα από τις αυλές και τα σοκάκια και να μαζευτούν με τις αποσκευές τους στην πλατεία. Πολύ γρήγορα μαζεύονται και άλλοι και άλλοι. Εδώ θα γίνει η συγκέντρωση και ύστερα από εδώ η αναχώρηση με κάποια τρακτέρ, που τραβάνε πίσω τους πλατφόρμα. Και αυτό βέβαια χωρίς προηγούμενη συνεννόηση. Τέτοια μέρα όλοι γνωρίζουν, ότι εδώ θα βρουν ένα μέσο για να τους μεταφέρει στα ψηλά. Μάλιστα και με μεγάλη ευχαρίστηση. Φυσικά όπως καταλαβαίνετε και χωρίς πληρωμή! Στους ιδιοκτήτες των τρακτέρ, φτάνει που θα κάνουν αυτό, μόνο για τη χάρη του Θεού και του Αγίου Του, που τον αξίωσε πρώτος να πεθάνει γι Αυτόν. Ακόμα, στους ιδιοκτήτες είναι αρκετό και το «ευχαριστώ» που θ΄ ακούσουν από τα χείλη των συγχωριανών τους, αληθινό και βγαλμένο μέσα από την καρδιά τους.
Πραγματικά τα τρακτέρ εμφανίζονται και αραδιάζονται στη σειρά δίπλα στο Ηρώο με κατεύθυνση προς τα «Αλώνια», από όπου πρώτα θα περάσουν για να ανέβουν στο βουνό. Πάνω στις πλατφόρμες, οι άντρες, οι γυναίκες και τα κορίτσια, κάθονται πάνω σε κούτσουρα και σε πάγκους αλλά και σε στρωμένες κουρελούδες. Οι νεότεροι και ομορφότεροι από τους άντρες, μάγκες από τα γεννοφάσκια τους, κάθονται στα φτερά πάνω στο τρακτέρ, δεξιά και αριστερά του οδηγού.
Όλες οι γυναίκες μέσα στα δισάκια που κρατάνε, έχουν φαγητά που ετοίμασαν την προηγούμενη μέρα. Θα τα στρώσουν να τα φάνε εκεί μετά το προσκύνημα. Προς το παρόν, για να περάσει η ώρα, μοιράζονται φρούτα και πιο πολύ μήλα που μάζεψαν το φθινόπωρο από τους μπαξέδες και τα είχαν φυλαγμένα για το χειμώνα στις αποθήκες τους. Χαρούμενα πρόσωπα, που τους αρέσουν τα αθώα πειράγματα και τα αστεία, όλοι απλοί άνθρωποι, που δεν ταξιδεύουν «με αεροπλάνα και βαπόρια» για να πάνε μακριά σε εξωτικές και άλλες χώρες, αλλά ταξιδεύουν με απλά μέσα, σε ένα ταπεινό Ξωκλήσι, λίγα χιλιόμετρα από τα σπίτια τους. Πάνε ακόμα εκεί, χωρίς να ζητάνε να δούνε και πολλά πράγματα, γιατί μέσα στην καθημερινότητα και αυτά που θα δουν θα τους αρέσουν, θα τους κάνουν να νιώθουν ευχαριστημένοι!
Δε ξέρω, ίσως κάποιοι άλλοι να επιχειρήσουν να πάνε και με τα πόδια ή με κανένα ζώο. Γι αυτούς είναι σίγουρο ότι η χαρά που θα νιώσουν και η περιπέτεια που θα ζήσουν στο δρόμο θα είναι μεγαλύτερες!Τελικά τα τρακτέρ ξεκινούν. Πρώτο πηγαίνει το τρακτέρ του Κώστα του Γιοβάνη. Στην πλατφόρμα μαζί με τη γυναίκα του τη Μαρία, ανέβηκε όλη σχεδόν η γειτονιά. Ο ίδιος ευδιάθετος και με το γέλιο μόνιμα ζωγραφισμένο στα χείλη του, ζητάει να πάνε μαζί του και άλλοι χωριανοί. «Χωράει» λέει με την καλή του την καρδιά, «ανεβείτε όσοι θέλετε»!
Δεύτερο στη σειρά, πηγαίνει το τρακτέρ του Γιώργου του Δούμου, από τον πάνω μαχαλά. Μ΄ ένα γλυκό μειδίαμα στο στόμα ο Γιώργος, οδηγεί αργά και με μεγάλη προσοχή. Στην πλατφόρμα του έχει άξιους και δουλευταράδες ανθρώπους. Τον κύριο Χρήστο, τον κύριο Τρύφωνα, τη γεματούλα την κυρία Κατίνα και τη χορευταρού την κυρία Στέλλα. Από την παρέα βέβαια δεν θα μπορούσε να λείψει, η αδερφή του κυρία Σουλτάνα και οι γειτόνισσές της η κυρία Παναγιώτα με την κυρία Ελένη. Όλες σήμερα φτιάχτηκαν λίγο παραπάνω από τις άλλες μέρες και έβαλαν εκείνα τα καλά τους τα φουστάνια που φοράνε τις γιορτές! Στη σειρά ακολουθεί το τρακτέρ του Τάκη του Τόκου. Ένα κόκκινο ΖΕΤΟΡ, ίσως από τα πρώτα που αγοράστηκαν στο χωριό. Μεταφέρει κι αυτός κατοίκους από τον πάνω μαχαλά. Τη θεία του την κυρία Δόμνα, την κυρία Χρυσάνθη με τη φιλενάδα της την κυρία Μαρίκα. Φυσικά με τους άντρες τους κι άλλους συγγενείς τους. Και αυτοί όλοι άξιοι άνθρωποι και καλοί νοικοκυραίοι. Στα φτερά του τρακτέρ έχει τον παιδικό του φίλο και γείτονα, τον Γιώργο τον Γκιώση, με τη μάνα του την κυρά Χρυσάνθη. Μοναδική γυναίκα στα φτερά η κυρά Χρυσάνθη, κουμαντάρει τον γιο της στην οδήγηση. Μάλλον η ίδια θα έπρεπε να ήταν οδηγός!
Από την πομπή επίσης δεν θα μπορούσε να λείψει και το τρακτέρ του Γιώργου του Τριγκάκη, από τον μαχαλά των προσφύγων. Ο Γιώργος μεταφέρει την αφρόκρεμα της «μικρασιάτικης κουζίνας»! Γυναίκες που οι γονείς τους έχουν ρίζα το Σαφράνι της Τουρκίας. Την κυρία Αγγελική, την κυρία Γλυκερία, την κυρία Σοφία αλλά και την κυρία Αγορίτσα, τη γυναίκα του γραμματέα της Κοινότητας. Τις συνοδεύουν και αυτές οι άντρες τους και κάποια από τα παιδιά τους. Όλες και όλοι καταξιωμένοι στην κοινωνία του χωριού με καλή ψυχή και με τη σφραγίδα του προκομμένου ανθρώπου!
Τέλος, πίσω από όλους με το «ΦΟΡΤΣΟΝ» και χωρίς πλατφόρμα ο Θανάσης! Μια πολύ γνωστή φυσιογνωμία στο χωριό, όμως και στην ευρύτερη περιοχή της Καρατζόβας. Ο Θανάσης είναι ο εραστής του ωραίου φύλου. Είναι ο «αθεράπευτα» ρομαντικός και ανεπανάληπτος σεναριογράφος ερωτικών ειδυλλίων σε κάθε συζήτηση. Είναι ο «ατέλειωτος» στα πάντα Θανάσης που με τις κινήσεις και τα λόγια του, πάντοτε τραβά την προσοχή των άλλων. Τώρα πάνω στο τρακτέρ, χτενισμένος και ξυρισμένος «κόντρα» με το καρό πουκάμισο και το μπλε «καμπάνα» παντελόνι του, βγαίνει στο «σεργιάνι» για να δει και να τον δουν, να «κόψει» και να τον «κόψουν» ωραιότατες δεσποινίδες…Τα τρακτέρ με τον κόσμο πάνω τους, έχουν περάσει το «Κουρί» με τα δυο τα ποτάμια του και μέσα από αγροτικούς δρόμους βρίσκονται στο Βορεινό. Σε λίγο θα φτάσουν στη Φιλώτεια και θα πάρουν τον ανήφορο για τη Θηριόπετρα. Ένα χωριό στους πρόποδες του βουνού. Αυτό το βουνό μέσα στην αγκαλιά του, κρατάει έναν ολόκληρο Άγιο, τον Άγιο Στέφανο!
Ο δρόμος για εκεί είναι πολύ δύσκολος σχεδόν ανύπαρκτος. Οι μηχανές ζορίζονται και βουίζουν καθώς η ανηφόρα δεν υποφέρεται. Οι εξατμίσεις βγάζουν μαύρο καπνό και οι άνθρωποι πάνω στις πλατφόρμες χοροπηδάνε χωρίς να το θέλουν από τις πέτρες και τις λακκούβες. Με τα τόσα τραντάγματα σου έρχεται να θέλεις να κατέβεις και να πας με τα πόδια! Αλλά να… μπροστά τους απλώνεται η πλαγιά που θα σταματήσουν. Ο δρόμος εκεί τελειώνει. Μετά αρχίζει το φαράγγι που θα το περπατήσουν με τα πόδια για να φτάσουν εκεί ψηλά όπου κατοικεί ο Άγιος!
Το κατέβασμα από τα τρακτέρ γίνεται γρήγορα. Με μια γουλιά νερό από τα παγούρια, οι πιο πολλοί βιάζονται να ανέβουν στο βουνό. Αυτοί που ήρθαν και ξαναήρθαν, κάθε φορά ζούνε και μια νέα περιπέτεια. Οι άλλοι που έρχονται για πρώτη φορά, βλέπουν έκπληκτοι τα μεγάλα βράχια που υψώνονται μπροστά τους και συγχρόνως νιώθουν φόβο όταν γυρνάνε πίσω τους και βλέπουν κάτω στα πόδια τους την πεδιάδα της Αλμωπίας με την Αριδαία και τα χωριά της, μόλις να διακρίνονται. Νομίζουν ότι πετάνε με αεροπλάνο. Μάταια από κει πάνω ψάχνουν να βρουν σε ποιο μέρος ζουν και βαδίζουν, τις αποστάσεις που κάνουν και κουράζονται. Ακόμα δεν βλέπουν τα μεγάλα σπίτια που έφτιαξαν, τις πλατείες που βγαίνουν βόλτα, τους φίλους που τους κάνουν να χαίρονται αλλά και τους «εχθρούς» που τους στεναχωρούν. Όλα ξαφνικά μίκραιναν τόσο και μπορούν να μπουν στη φούχτα του χεριού τους! Τελικά κάνουν τη σκέψη από εδώ πάνω. Ο κόσμος που ζούνε είναι μικρός ή μεγάλος; Ο άνθρωπος είναι δυνατός ή αδύναμος μέσα στη φύση που του έδωσε ο Θεός να εξουσιάζει;
Το βάδισμα μέσα στο φαράγγι που μπαίνουν δεν είναι καθόλου εύκολο και χρειάζεται προσοχή. Είναι γεμάτο από πέτρες και χαλίκια που κατρακύλησαν εκεί από το βουνό με τις βροχές. Δεν είναι και πολύ δύσκολο να πέσεις και να χτυπήσεις. Γι αυτό και ο ένας δίνει στον άλλον συμβουλές, πώς θα βαδίσει με μεγαλύτερη ασφάλεια. Κάπου- κάπου σταματούν για να πάρουν ανάσα κάτω από μικρά πλατάνια που λες και φύτρωσαν εκεί επίτηδες για να ξεκουράζονται οι άνθρωποι. Έτσι, μπροστά σε αυτές τις δυσκολίες, κάποιοι προτιμούν να κάτσουν εδώ και να ξεκουραστούν και ύστερα να αρχίσουν να ανεβαίνουν. Οι περισσότεροι όμως προτιμούν να συνεχίσουν μονομιάς, ρίχνοντας λίγο νερό στο πρόσωπό τους από μια πηγή, δίπλα τους κρυμμένη στα βράχια. Αυτοί δεν λογαριάζουν ιδρώτες και φουσκώματα. Είναι παλικάρια από τη φύση τους. Όμως ενώ ανεβαίνουν σιγά και σταθερά το βουνό, όσο κι αν έχουν «γερά» πνευμόνια λαχανιάζουν. Οι κουβέντες και τα γέλια που κάνουν, φαίνεται να πνίγονται στο λαρύγγι τους αλλά και να επαναλαμβάνονται από τον αντίλαλο μέσα στη σιγαλιά του φαραγγιού. Αυτοί οι γενναίοι χωριανοί είναι οι πρώτοι που φτάνουν στον Άγιο Στέφανο. Είναι κουρασμένοι αλλά και ευχαριστημένοι που το τάμα τους εκπληρώθηκε και φέτος!
Στην είσοδο της σπηλιάς, που έχει μέσα το Αγίασμα, κάθονται να ξεκουραστούν. Οι μικρές πέτρες και τα λίγα παλιά ξύλινα σκαμνάκια που υπάρχουν, γίνονται οι καλύτερες πολυθρόνες. Καθώς παρατηρούν το εσωτερικό της σπηλιάς, τους πιάνει δέος. Μεγάλα και πολύχρωμα μυτερά βράχια κρέμονται από πάνω τους. Τους φαίνεται ότι τώρα θα ξεκολλήσουν και θα πέσουν επάνω τους να τους τρυπήσουν. Η πίστη τους όμως, πως εδώ μέσα κατοικεί ο Θεός με έναν Άγιό του που αγαπούν, τους βγάζει από το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα. Παρατηρούν επίσης ότι παρά το βάθος της η σπηλιά δεν είναι σκοτεινή. Το φως της μέρας που μπαίνει άφθονο από μπροστά, την κάνει να φωτίζεται σε όλα της τα σημεία, ακόμα και στα πιο απόμακρα. Επιπλέον, αισθάνονται να πέφτουν στα κεφάλια τους σταγόνες νερού. Αυτό τους κάνει να απορούν. Νερό πάνω στο βουνό; Και η απορία αυτή μεγαλώνει όταν βλέπουν και το «Αγίασμα» στο τέλος της σπηλιάς. Εδώ τώρα μέσα σε μια φυσική λεκάνη, έχει μπόλικο και καθαρό νερό. Βγαίνει από τα σπλάχνα του βουνού, κυλάει για λίγο έξω και ύστερα χάνεται πάλι μέσα στο ίδιο το βουνό που το βγάζει.
Καθώς πλησιάζουν και βλέπουν καλύτερα, σκέφτονται ότι εδώ συμβαίνει κάτι το ασυνήθιστο. Ότι γίνεται ένα θαύμα! Μπροστά λοιπόν σ’ αυτό, ευλαβείς προσκυνητές, σηκώνουν προς τα πάνω το κεφάλι τους και κάνουν το σταυρό τους. Ύστερα, ένας- ένας, παίρνουν την εικόνα του Πρωτομάρτυρα, μοναδική πάνω από την πηγή και τη φιλούν με σεβασμό. Συγχρόνως πίνουν και βρέχουν με το νερό τα κεφάλια τους. Και στο τέλος, μετά την προσευχή τους, δεν ξεχνούν να πάρουν και λίγο από το ευλογημένο νερό, μέσα σ΄ ένα μπουκαλάκι για το σπίτι τους. Έτσι, για να το έχουν ευλογία όλη τη χρονιά, σαν ασπίδα που θα τους προφυλάσσει από κάθε κακό και θα τους δίνει ζωή και κουράγιο, κάθε φορά που οι στεναχώριες θα πλακώνουν τη ψυχή τους. Άλλωστε γι αυτό ήρθαν εδώ στον Άγιο Στέφανο. Να μεσολαβήσει η Αγιοσύνη του, για να έχουν πάντα υγεία και δύναμη, αγαθά που τα παίρνουν μόνο όσοι πιστεύουν στο Θεό και τους Αγίους Του.
Σιγά-σιγά, μαζί με τους άλλους ξένους προσκυνητές, παίρνουν όλοι από αυτό το «ευλογημένο» νερό. Ακόμα και κείνοι από τους χωριανούς, που στάθηκαν για λίγο να ξεκουραστούν κάτω στο φαράγγι και έφτασαν εδώ αργότερα. Και αφού για τελευταία φορά ευχαρίστησαν το Θεό που τους αξίωσε να βρεθούν εδώ ψηλά και έκανα την ευχή να ξανάρθουν, πήραν τον κατήφορο. Ένα κατέβασμα με τις δικιές του περιπέτειες και τις δικιές του ιστορίες στις αφηγήσεις του καθενός για τον ερχομό του εδώ πάνω στον Άγιο, που κατά παράξενο τρόπο σε κάνει να τον αγαπήσεις και να θέλεις να τον επισκέπτεσαι κάθε χρόνο την ίδια μέρα.Στο φαράγγι που κατεβαίνουν οι παρέες, πιάνουν θέση κάτω από τα δέντρα. Τα περισσότερα από αυτά είναι πλατάνια με καταπράσινα φύλλα και παχύ ίσκιο, που τον θέλεις αυτή την εποχή. Πάνω στα χαλίκια, ανοίγουν τις κουρελούδες και κάθονται να γιορτάσουν το προσκύνημα με φαγητά και ποτά που έφεραν από τα σπίτια τους. Απ΄ όλα έχει ο «ντορβάς». Στις παρέες κάθονται να φάνε, όχι μόνο όσοι πρόβλεψαν να έχουν μαζί τους φαγητά, αλλά όλοι. Και εκείνοι που δεν έφεραν.
Πρώτη άνοιξε το μεσάλι της η κυρία Κατίνα από τον ντόπιο μαχαλά. Μαγείρεψε πράσα παραγωγής της και νόστιμα κεφτεδάκια από το γουρούνι που έσφαξε το Πάσχα. Τα μοίρασε στην παρέα της με τη σπανακόπιτα που έκανε, χωρίς να παραλείψει να παινέψει τον εαυτό της για το πόσο χρυσοχέρα είναι στη μαγειρική!Η κυρία Αγορίτσα έβγαλε στη δική της παρέα, κατσικάκι μαγειρεμένο στο φούρνο με ρύζι και λαχανικά αλλά και μπουρεκάκια πολίτικα. Είπε, ότι όλα έμαθε να τα φτιάχνει από την πεθερά της, που ήταν και αυτή μικρασιάτισσα, απ΄ το Σαφράνι.
Αλλά και εκείνη η «γεμιστή» κότα της κυρίας Γλυκερίας, έκανε όλους στην παρέα, να θυμούνται για πολλά χρόνια τη νοστιμιά της! Μικρασιάτισσα βλέπετε και η δικιά της η μάνα, η Χαρίκλεια.Την παράσταση ακόμα στη μαγειρική, έκλεψε και η κυρία Μαρούντα, η ταβερνιάρισσα στο χωριό, με τα διάφορα φαγητά που ετοίμασε. Χρόνια στη κουζίνα του μαγαζιού, έμαθε να κάνει πολλές και νόστιμες λιχουδιές και φυσικά να ακούει τα «μπράβο» των πελατών της. Καλό κρασί και τσίπουρο, έβγαλε να πιουν ο Τάσος ο Τόκος από σταφύλια που είχε ο πατέρας του ο Παντελής στα χωράφια τους. Το κρασί το «πάτησε» ο ίδιος στο σπίτι τους και το τσίπουρο το «έβγαλε» στο καζάνι της Εκκλησίας.
Και στο τέλος το έθιμο με τα κόκκινα αυγά. «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη» ακούγονται από τα στόματα όλων καθώς τα τσουγκρίζουν, ψάχνοντας βέβαια το πιο γερό. Και το πιο γερό τότε, έτυχε σε μένα, που από την αρχή ήμουνα μαζί τους στο προσκύνημα και έβλεπα για να γράψω όσα διαβάζετε. Μια φορά τότε η τύχη, χαμογέλασε και σε μένα! Για το γεγονός, όλοι μου ευχήθηκαν να είμαι πάντα γερός σαν το αυγό που έσπασε όλα τα υπόλοιπα.Όμως η ώρα έχει περάσει και ο ήλιος παίρνει να πέφτει. Κάτω στο χωριό, τη Θηριόπετρα, σε λίγο θα αρχίσει το πανηγύρι με τις βόλτες, τα τραγούδια, τα κλαρίνα και τα βιολιά. Οι γυναίκες μαζεύουν από τα χαλίκια τις κουρελούδες και τα κουζινικά και βοηθούμενοι από τους άντρες τους, τα μεταφέρουν από το φαράγγι στην πλαγιά, όπου είναι σταματημένα τα τρακτέρ. Στο χωριό που πηγαίνουν θα αρχίσει ένα δεύτερο γλέντι μέχρι να έρθει το σούρουπο για την επιστροφή τους στο δικό τους το χωριό, τη Δωροθέα.
Εδώ ένα ακόμα ταξίδι για προσκύνημα στον Άγιο Στέφανο, τελειώνει με τις καλύτερες αναμνήσεις. Μπορεί να κράτησε λίγο. Όμως στην ψυχή του καθένα, φάνηκε να κράτησε μέρες. Έτσι είναι πάντα τα ευχάριστα πράγματα! Ραντεβού λοιπόν για ένα νέο προσκύνημα του χρόνου. Και είναι βέβαιο ότι αυτήν την υπόσχεση, κανείς δε θα τη ξεχάσει! Γιατί η Δωροθέα έχει συνδέσει τη γιορτή του Πάσχα και Ζωοδόχου Πηγής με το προσκύνημά της στον Άγιο Στέφανο στη Θηριόπετρα. Αν δε το πιστεύετε ρωτήστε να σας το πουν οι ίδιοι οι κάτοικοι…
Και τώρα κάποιοι από αυτούς, μαζεμένοι από το ανοιξιάτικο ψύχος, γύρω από την αναμμένη σόμπα, μέσα στο καφενείο του Αλέξανδρου του Νούση, συζητούσαν την επόμενη μέρα. Το σκαρφάλωμα πάνω στο βουνό και την προσκύνηση στον Άγιο Στέφανο. Ένα Αγίασμα που παραδοσιακά το επισκέπτονταν οι περισσότεροι στο χωριό, την Παρασκευή μετά το Πάσχα, γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής.Το θέμα για τη μετάβαση άνοιξε ο ίδιος ο καφετζής, καθώς με το δίσκο στα χέρια, σερβίριζε πορτοκαλάδες και καφέ, στον Κώστα τον Φουρνατζή, τον Μάρκο τον Σαμαρά και τον Μήτσο τον Ιταλιάνο που έπαιζαν χαρτιά. Δεν χρειάστηκε όμως να πούνε και πολλά. Έτσι, χωρίς πολύ σκέψη και ιδιαίτερα με την προτροπή του Τάσου του Παλαμίδα, που ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία, οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι και φέτος δεν θα έπρεπε να χάσουν την ευκαιρία, να ανέβουν εκεί ψηλά και να πάρουν την ευλογία του Αγίου.
Πρώτα απ΄ όλα για να έχει προκοπή το χωριό και ύστερα για να συνεχιστεί το έθιμο που χρόνια τώρα κρατούσε από τους παππούδες τους. Άλλωστε μια μέρα ήταν αυτή. Πόσο θα βαστάξει; Οι δουλειές στα χωράφια με τα καλαμπόκια και τα καπνά αλλά και στους στάβλους με τα ζώα, που θα τους πάνε όλο το καλοκαίρι, μπορούν να περιμένουν… Εμπρός λοιπόν, ας «πετάξουν» όλοι για τον Άγιο Στέφανο..!Και ξημέρωσε η Παρασκευή! Ο ανοιξιάτικος ήλιος, ελεύθερος από σύννεφα, έβγαινε «απαστράπτων» στον ορίζοντα και χρύσωνε πάνω στα φύλλα των δέντρων και στις στέγες, κάθε σταγόνα ψιχάλας που έπεσε το βράδυ από τον ουρανό. Στα μεγάλα πλατάνια της πλατείας του χωριού, τα πουλιά άφηναν τις φωλιές τους και πέταγαν στον αέρα τραγουδώντας την Ανατολή. Οι χωριανοί ξύπναγαν από τον βαθύ τους ύπνο και τα όνειρα της νύχτας, έδιναν τη σειρά τους στην πραγματικότητα της μέρας. Σε λίγο θα χτυπήσει η καμπάνα της Ανάληψης για να καλέσει τους πιστούς στη Θεία Λειτουργία.
Όμως αυτή τη φορά λίγοι θα πάνε σε Αυτή. Οι πιο πολλοί θα πάνε να προσκυνήσουν και να γιορτάσουν στον Άγιο Στέφανο, εκεί ψηλά στο βουνό που είναι το Προσκυνητάρι του. Γι αυτό, και ο παπά-Αβράμ μαζί με τον ψάλτη τον Θανάση τον Κριτσάκη, θα κάνουν τα «πάντα» για να τελειώσει γρήγορα το Μυστήριο, ώστε να προφτάσουν και αυτοί τους άλλους χωριανούς στη Γιορτή πάνω στο βουνό, κοντά στον Άγιο.Οι πρώτες ομάδες των χωριανών δεν αργούν να φανούν, μέσα από τις αυλές και τα σοκάκια και να μαζευτούν με τις αποσκευές τους στην πλατεία. Πολύ γρήγορα μαζεύονται και άλλοι και άλλοι. Εδώ θα γίνει η συγκέντρωση και ύστερα από εδώ η αναχώρηση με κάποια τρακτέρ, που τραβάνε πίσω τους πλατφόρμα. Και αυτό βέβαια χωρίς προηγούμενη συνεννόηση. Τέτοια μέρα όλοι γνωρίζουν, ότι εδώ θα βρουν ένα μέσο για να τους μεταφέρει στα ψηλά. Μάλιστα και με μεγάλη ευχαρίστηση. Φυσικά όπως καταλαβαίνετε και χωρίς πληρωμή! Στους ιδιοκτήτες των τρακτέρ, φτάνει που θα κάνουν αυτό, μόνο για τη χάρη του Θεού και του Αγίου Του, που τον αξίωσε πρώτος να πεθάνει γι Αυτόν. Ακόμα, στους ιδιοκτήτες είναι αρκετό και το «ευχαριστώ» που θ΄ ακούσουν από τα χείλη των συγχωριανών τους, αληθινό και βγαλμένο μέσα από την καρδιά τους.
Πραγματικά τα τρακτέρ εμφανίζονται και αραδιάζονται στη σειρά δίπλα στο Ηρώο με κατεύθυνση προς τα «Αλώνια», από όπου πρώτα θα περάσουν για να ανέβουν στο βουνό. Πάνω στις πλατφόρμες, οι άντρες, οι γυναίκες και τα κορίτσια, κάθονται πάνω σε κούτσουρα και σε πάγκους αλλά και σε στρωμένες κουρελούδες. Οι νεότεροι και ομορφότεροι από τους άντρες, μάγκες από τα γεννοφάσκια τους, κάθονται στα φτερά πάνω στο τρακτέρ, δεξιά και αριστερά του οδηγού.
Όλες οι γυναίκες μέσα στα δισάκια που κρατάνε, έχουν φαγητά που ετοίμασαν την προηγούμενη μέρα. Θα τα στρώσουν να τα φάνε εκεί μετά το προσκύνημα. Προς το παρόν, για να περάσει η ώρα, μοιράζονται φρούτα και πιο πολύ μήλα που μάζεψαν το φθινόπωρο από τους μπαξέδες και τα είχαν φυλαγμένα για το χειμώνα στις αποθήκες τους. Χαρούμενα πρόσωπα, που τους αρέσουν τα αθώα πειράγματα και τα αστεία, όλοι απλοί άνθρωποι, που δεν ταξιδεύουν «με αεροπλάνα και βαπόρια» για να πάνε μακριά σε εξωτικές και άλλες χώρες, αλλά ταξιδεύουν με απλά μέσα, σε ένα ταπεινό Ξωκλήσι, λίγα χιλιόμετρα από τα σπίτια τους. Πάνε ακόμα εκεί, χωρίς να ζητάνε να δούνε και πολλά πράγματα, γιατί μέσα στην καθημερινότητα και αυτά που θα δουν θα τους αρέσουν, θα τους κάνουν να νιώθουν ευχαριστημένοι!
Δε ξέρω, ίσως κάποιοι άλλοι να επιχειρήσουν να πάνε και με τα πόδια ή με κανένα ζώο. Γι αυτούς είναι σίγουρο ότι η χαρά που θα νιώσουν και η περιπέτεια που θα ζήσουν στο δρόμο θα είναι μεγαλύτερες!Τελικά τα τρακτέρ ξεκινούν. Πρώτο πηγαίνει το τρακτέρ του Κώστα του Γιοβάνη. Στην πλατφόρμα μαζί με τη γυναίκα του τη Μαρία, ανέβηκε όλη σχεδόν η γειτονιά. Ο ίδιος ευδιάθετος και με το γέλιο μόνιμα ζωγραφισμένο στα χείλη του, ζητάει να πάνε μαζί του και άλλοι χωριανοί. «Χωράει» λέει με την καλή του την καρδιά, «ανεβείτε όσοι θέλετε»!
Δεύτερο στη σειρά, πηγαίνει το τρακτέρ του Γιώργου του Δούμου, από τον πάνω μαχαλά. Μ΄ ένα γλυκό μειδίαμα στο στόμα ο Γιώργος, οδηγεί αργά και με μεγάλη προσοχή. Στην πλατφόρμα του έχει άξιους και δουλευταράδες ανθρώπους. Τον κύριο Χρήστο, τον κύριο Τρύφωνα, τη γεματούλα την κυρία Κατίνα και τη χορευταρού την κυρία Στέλλα. Από την παρέα βέβαια δεν θα μπορούσε να λείψει, η αδερφή του κυρία Σουλτάνα και οι γειτόνισσές της η κυρία Παναγιώτα με την κυρία Ελένη. Όλες σήμερα φτιάχτηκαν λίγο παραπάνω από τις άλλες μέρες και έβαλαν εκείνα τα καλά τους τα φουστάνια που φοράνε τις γιορτές! Στη σειρά ακολουθεί το τρακτέρ του Τάκη του Τόκου. Ένα κόκκινο ΖΕΤΟΡ, ίσως από τα πρώτα που αγοράστηκαν στο χωριό. Μεταφέρει κι αυτός κατοίκους από τον πάνω μαχαλά. Τη θεία του την κυρία Δόμνα, την κυρία Χρυσάνθη με τη φιλενάδα της την κυρία Μαρίκα. Φυσικά με τους άντρες τους κι άλλους συγγενείς τους. Και αυτοί όλοι άξιοι άνθρωποι και καλοί νοικοκυραίοι. Στα φτερά του τρακτέρ έχει τον παιδικό του φίλο και γείτονα, τον Γιώργο τον Γκιώση, με τη μάνα του την κυρά Χρυσάνθη. Μοναδική γυναίκα στα φτερά η κυρά Χρυσάνθη, κουμαντάρει τον γιο της στην οδήγηση. Μάλλον η ίδια θα έπρεπε να ήταν οδηγός!
Από την πομπή επίσης δεν θα μπορούσε να λείψει και το τρακτέρ του Γιώργου του Τριγκάκη, από τον μαχαλά των προσφύγων. Ο Γιώργος μεταφέρει την αφρόκρεμα της «μικρασιάτικης κουζίνας»! Γυναίκες που οι γονείς τους έχουν ρίζα το Σαφράνι της Τουρκίας. Την κυρία Αγγελική, την κυρία Γλυκερία, την κυρία Σοφία αλλά και την κυρία Αγορίτσα, τη γυναίκα του γραμματέα της Κοινότητας. Τις συνοδεύουν και αυτές οι άντρες τους και κάποια από τα παιδιά τους. Όλες και όλοι καταξιωμένοι στην κοινωνία του χωριού με καλή ψυχή και με τη σφραγίδα του προκομμένου ανθρώπου!
Τέλος, πίσω από όλους με το «ΦΟΡΤΣΟΝ» και χωρίς πλατφόρμα ο Θανάσης! Μια πολύ γνωστή φυσιογνωμία στο χωριό, όμως και στην ευρύτερη περιοχή της Καρατζόβας. Ο Θανάσης είναι ο εραστής του ωραίου φύλου. Είναι ο «αθεράπευτα» ρομαντικός και ανεπανάληπτος σεναριογράφος ερωτικών ειδυλλίων σε κάθε συζήτηση. Είναι ο «ατέλειωτος» στα πάντα Θανάσης που με τις κινήσεις και τα λόγια του, πάντοτε τραβά την προσοχή των άλλων. Τώρα πάνω στο τρακτέρ, χτενισμένος και ξυρισμένος «κόντρα» με το καρό πουκάμισο και το μπλε «καμπάνα» παντελόνι του, βγαίνει στο «σεργιάνι» για να δει και να τον δουν, να «κόψει» και να τον «κόψουν» ωραιότατες δεσποινίδες…Τα τρακτέρ με τον κόσμο πάνω τους, έχουν περάσει το «Κουρί» με τα δυο τα ποτάμια του και μέσα από αγροτικούς δρόμους βρίσκονται στο Βορεινό. Σε λίγο θα φτάσουν στη Φιλώτεια και θα πάρουν τον ανήφορο για τη Θηριόπετρα. Ένα χωριό στους πρόποδες του βουνού. Αυτό το βουνό μέσα στην αγκαλιά του, κρατάει έναν ολόκληρο Άγιο, τον Άγιο Στέφανο!
Ο δρόμος για εκεί είναι πολύ δύσκολος σχεδόν ανύπαρκτος. Οι μηχανές ζορίζονται και βουίζουν καθώς η ανηφόρα δεν υποφέρεται. Οι εξατμίσεις βγάζουν μαύρο καπνό και οι άνθρωποι πάνω στις πλατφόρμες χοροπηδάνε χωρίς να το θέλουν από τις πέτρες και τις λακκούβες. Με τα τόσα τραντάγματα σου έρχεται να θέλεις να κατέβεις και να πας με τα πόδια! Αλλά να… μπροστά τους απλώνεται η πλαγιά που θα σταματήσουν. Ο δρόμος εκεί τελειώνει. Μετά αρχίζει το φαράγγι που θα το περπατήσουν με τα πόδια για να φτάσουν εκεί ψηλά όπου κατοικεί ο Άγιος!
Το κατέβασμα από τα τρακτέρ γίνεται γρήγορα. Με μια γουλιά νερό από τα παγούρια, οι πιο πολλοί βιάζονται να ανέβουν στο βουνό. Αυτοί που ήρθαν και ξαναήρθαν, κάθε φορά ζούνε και μια νέα περιπέτεια. Οι άλλοι που έρχονται για πρώτη φορά, βλέπουν έκπληκτοι τα μεγάλα βράχια που υψώνονται μπροστά τους και συγχρόνως νιώθουν φόβο όταν γυρνάνε πίσω τους και βλέπουν κάτω στα πόδια τους την πεδιάδα της Αλμωπίας με την Αριδαία και τα χωριά της, μόλις να διακρίνονται. Νομίζουν ότι πετάνε με αεροπλάνο. Μάταια από κει πάνω ψάχνουν να βρουν σε ποιο μέρος ζουν και βαδίζουν, τις αποστάσεις που κάνουν και κουράζονται. Ακόμα δεν βλέπουν τα μεγάλα σπίτια που έφτιαξαν, τις πλατείες που βγαίνουν βόλτα, τους φίλους που τους κάνουν να χαίρονται αλλά και τους «εχθρούς» που τους στεναχωρούν. Όλα ξαφνικά μίκραιναν τόσο και μπορούν να μπουν στη φούχτα του χεριού τους! Τελικά κάνουν τη σκέψη από εδώ πάνω. Ο κόσμος που ζούνε είναι μικρός ή μεγάλος; Ο άνθρωπος είναι δυνατός ή αδύναμος μέσα στη φύση που του έδωσε ο Θεός να εξουσιάζει;
Το βάδισμα μέσα στο φαράγγι που μπαίνουν δεν είναι καθόλου εύκολο και χρειάζεται προσοχή. Είναι γεμάτο από πέτρες και χαλίκια που κατρακύλησαν εκεί από το βουνό με τις βροχές. Δεν είναι και πολύ δύσκολο να πέσεις και να χτυπήσεις. Γι αυτό και ο ένας δίνει στον άλλον συμβουλές, πώς θα βαδίσει με μεγαλύτερη ασφάλεια. Κάπου- κάπου σταματούν για να πάρουν ανάσα κάτω από μικρά πλατάνια που λες και φύτρωσαν εκεί επίτηδες για να ξεκουράζονται οι άνθρωποι. Έτσι, μπροστά σε αυτές τις δυσκολίες, κάποιοι προτιμούν να κάτσουν εδώ και να ξεκουραστούν και ύστερα να αρχίσουν να ανεβαίνουν. Οι περισσότεροι όμως προτιμούν να συνεχίσουν μονομιάς, ρίχνοντας λίγο νερό στο πρόσωπό τους από μια πηγή, δίπλα τους κρυμμένη στα βράχια. Αυτοί δεν λογαριάζουν ιδρώτες και φουσκώματα. Είναι παλικάρια από τη φύση τους. Όμως ενώ ανεβαίνουν σιγά και σταθερά το βουνό, όσο κι αν έχουν «γερά» πνευμόνια λαχανιάζουν. Οι κουβέντες και τα γέλια που κάνουν, φαίνεται να πνίγονται στο λαρύγγι τους αλλά και να επαναλαμβάνονται από τον αντίλαλο μέσα στη σιγαλιά του φαραγγιού. Αυτοί οι γενναίοι χωριανοί είναι οι πρώτοι που φτάνουν στον Άγιο Στέφανο. Είναι κουρασμένοι αλλά και ευχαριστημένοι που το τάμα τους εκπληρώθηκε και φέτος!
Στην είσοδο της σπηλιάς, που έχει μέσα το Αγίασμα, κάθονται να ξεκουραστούν. Οι μικρές πέτρες και τα λίγα παλιά ξύλινα σκαμνάκια που υπάρχουν, γίνονται οι καλύτερες πολυθρόνες. Καθώς παρατηρούν το εσωτερικό της σπηλιάς, τους πιάνει δέος. Μεγάλα και πολύχρωμα μυτερά βράχια κρέμονται από πάνω τους. Τους φαίνεται ότι τώρα θα ξεκολλήσουν και θα πέσουν επάνω τους να τους τρυπήσουν. Η πίστη τους όμως, πως εδώ μέσα κατοικεί ο Θεός με έναν Άγιό του που αγαπούν, τους βγάζει από το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα. Παρατηρούν επίσης ότι παρά το βάθος της η σπηλιά δεν είναι σκοτεινή. Το φως της μέρας που μπαίνει άφθονο από μπροστά, την κάνει να φωτίζεται σε όλα της τα σημεία, ακόμα και στα πιο απόμακρα. Επιπλέον, αισθάνονται να πέφτουν στα κεφάλια τους σταγόνες νερού. Αυτό τους κάνει να απορούν. Νερό πάνω στο βουνό; Και η απορία αυτή μεγαλώνει όταν βλέπουν και το «Αγίασμα» στο τέλος της σπηλιάς. Εδώ τώρα μέσα σε μια φυσική λεκάνη, έχει μπόλικο και καθαρό νερό. Βγαίνει από τα σπλάχνα του βουνού, κυλάει για λίγο έξω και ύστερα χάνεται πάλι μέσα στο ίδιο το βουνό που το βγάζει.
Καθώς πλησιάζουν και βλέπουν καλύτερα, σκέφτονται ότι εδώ συμβαίνει κάτι το ασυνήθιστο. Ότι γίνεται ένα θαύμα! Μπροστά λοιπόν σ’ αυτό, ευλαβείς προσκυνητές, σηκώνουν προς τα πάνω το κεφάλι τους και κάνουν το σταυρό τους. Ύστερα, ένας- ένας, παίρνουν την εικόνα του Πρωτομάρτυρα, μοναδική πάνω από την πηγή και τη φιλούν με σεβασμό. Συγχρόνως πίνουν και βρέχουν με το νερό τα κεφάλια τους. Και στο τέλος, μετά την προσευχή τους, δεν ξεχνούν να πάρουν και λίγο από το ευλογημένο νερό, μέσα σ΄ ένα μπουκαλάκι για το σπίτι τους. Έτσι, για να το έχουν ευλογία όλη τη χρονιά, σαν ασπίδα που θα τους προφυλάσσει από κάθε κακό και θα τους δίνει ζωή και κουράγιο, κάθε φορά που οι στεναχώριες θα πλακώνουν τη ψυχή τους. Άλλωστε γι αυτό ήρθαν εδώ στον Άγιο Στέφανο. Να μεσολαβήσει η Αγιοσύνη του, για να έχουν πάντα υγεία και δύναμη, αγαθά που τα παίρνουν μόνο όσοι πιστεύουν στο Θεό και τους Αγίους Του.
Σιγά-σιγά, μαζί με τους άλλους ξένους προσκυνητές, παίρνουν όλοι από αυτό το «ευλογημένο» νερό. Ακόμα και κείνοι από τους χωριανούς, που στάθηκαν για λίγο να ξεκουραστούν κάτω στο φαράγγι και έφτασαν εδώ αργότερα. Και αφού για τελευταία φορά ευχαρίστησαν το Θεό που τους αξίωσε να βρεθούν εδώ ψηλά και έκανα την ευχή να ξανάρθουν, πήραν τον κατήφορο. Ένα κατέβασμα με τις δικιές του περιπέτειες και τις δικιές του ιστορίες στις αφηγήσεις του καθενός για τον ερχομό του εδώ πάνω στον Άγιο, που κατά παράξενο τρόπο σε κάνει να τον αγαπήσεις και να θέλεις να τον επισκέπτεσαι κάθε χρόνο την ίδια μέρα.Στο φαράγγι που κατεβαίνουν οι παρέες, πιάνουν θέση κάτω από τα δέντρα. Τα περισσότερα από αυτά είναι πλατάνια με καταπράσινα φύλλα και παχύ ίσκιο, που τον θέλεις αυτή την εποχή. Πάνω στα χαλίκια, ανοίγουν τις κουρελούδες και κάθονται να γιορτάσουν το προσκύνημα με φαγητά και ποτά που έφεραν από τα σπίτια τους. Απ΄ όλα έχει ο «ντορβάς». Στις παρέες κάθονται να φάνε, όχι μόνο όσοι πρόβλεψαν να έχουν μαζί τους φαγητά, αλλά όλοι. Και εκείνοι που δεν έφεραν.
Πρώτη άνοιξε το μεσάλι της η κυρία Κατίνα από τον ντόπιο μαχαλά. Μαγείρεψε πράσα παραγωγής της και νόστιμα κεφτεδάκια από το γουρούνι που έσφαξε το Πάσχα. Τα μοίρασε στην παρέα της με τη σπανακόπιτα που έκανε, χωρίς να παραλείψει να παινέψει τον εαυτό της για το πόσο χρυσοχέρα είναι στη μαγειρική!Η κυρία Αγορίτσα έβγαλε στη δική της παρέα, κατσικάκι μαγειρεμένο στο φούρνο με ρύζι και λαχανικά αλλά και μπουρεκάκια πολίτικα. Είπε, ότι όλα έμαθε να τα φτιάχνει από την πεθερά της, που ήταν και αυτή μικρασιάτισσα, απ΄ το Σαφράνι.
Αλλά και εκείνη η «γεμιστή» κότα της κυρίας Γλυκερίας, έκανε όλους στην παρέα, να θυμούνται για πολλά χρόνια τη νοστιμιά της! Μικρασιάτισσα βλέπετε και η δικιά της η μάνα, η Χαρίκλεια.Την παράσταση ακόμα στη μαγειρική, έκλεψε και η κυρία Μαρούντα, η ταβερνιάρισσα στο χωριό, με τα διάφορα φαγητά που ετοίμασε. Χρόνια στη κουζίνα του μαγαζιού, έμαθε να κάνει πολλές και νόστιμες λιχουδιές και φυσικά να ακούει τα «μπράβο» των πελατών της. Καλό κρασί και τσίπουρο, έβγαλε να πιουν ο Τάσος ο Τόκος από σταφύλια που είχε ο πατέρας του ο Παντελής στα χωράφια τους. Το κρασί το «πάτησε» ο ίδιος στο σπίτι τους και το τσίπουρο το «έβγαλε» στο καζάνι της Εκκλησίας.
Και στο τέλος το έθιμο με τα κόκκινα αυγά. «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη» ακούγονται από τα στόματα όλων καθώς τα τσουγκρίζουν, ψάχνοντας βέβαια το πιο γερό. Και το πιο γερό τότε, έτυχε σε μένα, που από την αρχή ήμουνα μαζί τους στο προσκύνημα και έβλεπα για να γράψω όσα διαβάζετε. Μια φορά τότε η τύχη, χαμογέλασε και σε μένα! Για το γεγονός, όλοι μου ευχήθηκαν να είμαι πάντα γερός σαν το αυγό που έσπασε όλα τα υπόλοιπα.Όμως η ώρα έχει περάσει και ο ήλιος παίρνει να πέφτει. Κάτω στο χωριό, τη Θηριόπετρα, σε λίγο θα αρχίσει το πανηγύρι με τις βόλτες, τα τραγούδια, τα κλαρίνα και τα βιολιά. Οι γυναίκες μαζεύουν από τα χαλίκια τις κουρελούδες και τα κουζινικά και βοηθούμενοι από τους άντρες τους, τα μεταφέρουν από το φαράγγι στην πλαγιά, όπου είναι σταματημένα τα τρακτέρ. Στο χωριό που πηγαίνουν θα αρχίσει ένα δεύτερο γλέντι μέχρι να έρθει το σούρουπο για την επιστροφή τους στο δικό τους το χωριό, τη Δωροθέα.
Εδώ ένα ακόμα ταξίδι για προσκύνημα στον Άγιο Στέφανο, τελειώνει με τις καλύτερες αναμνήσεις. Μπορεί να κράτησε λίγο. Όμως στην ψυχή του καθένα, φάνηκε να κράτησε μέρες. Έτσι είναι πάντα τα ευχάριστα πράγματα! Ραντεβού λοιπόν για ένα νέο προσκύνημα του χρόνου. Και είναι βέβαιο ότι αυτήν την υπόσχεση, κανείς δε θα τη ξεχάσει! Γιατί η Δωροθέα έχει συνδέσει τη γιορτή του Πάσχα και Ζωοδόχου Πηγής με το προσκύνημά της στον Άγιο Στέφανο στη Θηριόπετρα. Αν δε το πιστεύετε ρωτήστε να σας το πουν οι ίδιοι οι κάτοικοι…
Απρίλιος 2013
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Το ialmopia.gr επιτρέπει στον χρήστη να αναρτά τα σχόλια και τις απόψεις του σε επίκαιρα θέματα/συζητήσεις. Τα σχόλια και οι απόψεις αυτές εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές θέσεις του εκάστοτε χρήστη και δεν υιοθετούνται από το ialmopia.gr. Σε κάθε περίπτωση, ο χρήστης οφείλει να εκφράζεται με τρόπο ώστε να μην παραβιάζει τους ελληνικούς νόμους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ialmopia.gr διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείει το χρήστη από την εν λόγω υπηρεσία.
Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα του ialmopia.gr