Δεν είχε συμπληρώσει τα 19 του χρόνια και χαιρέτιζε τον θάνατο στη μάχη στοιχηματίζοντας υπέρ της τόλμης και της βούλησης, δύο αρετών που τον συνόδευσαν σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Είκοσι χρόνια ύστερα από εκείνο το «προφητικό» ποίημα, στις 9 Οκτωβρίου του 1967, o Ερνέστο Τσε Γκεβάρα δολοφονήθηκε εν ψυχρώ σε ένα ταπεινό σχολείο στη Λα Ιγκέρα της Βολιβίας και τον έθαψαν σε έναν μυστικό ομαδικό τάφο. Θέλησαν να τον εξαφανίσουν. Αλλά με τη δολοφονία του μεγεθύνθηκε ο θρύλος του, που επιζεί πενήντα χρόνια τώρα.
Ηταν 39 ετών όταν τον σκότωσαν κι είχε διανύσει στη σύντομη ζωή του πολλές διαφορετικές ζωές. Γιατρός, εργάτης, αγρότης, δημοσιογράφος, αντάρτης, υπουργός, πάντα ασυμβίβαστος επαναστάτης, αυτοσυστηνόταν σαρκαστικά, ανάμεσα στα άλλα, ως «πλανόδιος φωτογράφος, ημι-άνεργος ερευνητής και κακοπληρωμένος γιατρός, μόνιμος εξόριστος, προσωρινός και ασήμαντος σύζυγος, τυχοδιώκτης του Σαββατοκύριακου, συντάκτης γραμμάτων και ποιημάτων και προσωπικών ημερολογίων».
Εφυγε από την πατρίδα του την Αργεντινή για να ταξιδέψει στη Λατινική Αμερική όχι ως μποέμ τουρίστας αλλά για να γνωρίσει την πραγματικότητά της. Ανακάλυψε μια ήπειρο καταδυναστευμένη από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και σημαδεμένη από την εκμετάλλευση, μια πραγματικότητα που άλλαξε την κοσμοαντίληψή του. Τον σφράγισε η παραμονή του στη Γουατεμάλα της προοδευτικής κυβέρνησης του Χακόμπο Αρμπενς, όπου ήρθε σε επαφή με τον μαρξισμό και τους κομμουνιστές της χώρας, οι οποίοι επηρέασαν καταλυτικά την ιδεολογική του διαμόρφωση.
Εκεί γνώρισε Κουβανούς επαναστάτες, συντρόφους του φυλακισμένου τότε Φιντέλ Κάστρο κι ήταν ένας από αυτούς, ο Αντόνιο Νίκο Λόπες, που άρχισε να τον αποκαλεί με το παρωνύμιο με το οποίο θα έμενε στην Ιστορία: Τσε. Με το πραξικόπημα κατά του Αρμπενς ο Γκεβάρα κατέφυγε στο Μεξικό όπου αργότερα συνάντησε τον εξόριστο πλέον Φιντέλ.
Μαζί του και με λίγους άντρες έφτασε με το πλοιάριο Granma στην Κούβα τον Δεκέμβριο του 1956, πρωταγωνίστησε στην εποποιία του αντάρτικου της Σιέρα Μαέστρα που κατέληξε στη νίκη της ιστορικής κουβανικής επανάστασης την 1η Γενάρη του 1959.
Θα μπορούσε να είχε παραμείνει στα κυβερνητικά αξιώματα. Αλλά τον τροφοδοτούσε άλλο όνειρο: μετά την επανάσταση στην Κούβα ήταν η σειρά άλλων επαναστάσεων σε άλλες γωνιές του κόσμου. Οσο για τη ρήξη με τον Κάστρο, ήταν καθαρή μυθολογία, υποστηρίζει ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, ένας από τους βιογράφους του.
«Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να στηρίζει τη θέση της ρήξης Φιντέλ-Τσε το 1965. Υπάρχουν διαφωνίες ήδη από το 1957. Υπάρχουν στοιχεία σύγκρουσης ανάμεσά τους, αλλά πολύ ελεγχόμενα γιατί συνάμα υπάρχει τεράστιος αλληλοσεβασμός. Ο Τσε έβλεπε την έξοδό του ήδη από το 1961.
Δεν ήθελε ποτέ να είναι κρατικός αξιωματούχος. Το πέρασμά του από το υπουργείο Βιομηχανίας ήταν περιστασιακό. Εκείνος θεωρούσε τον εαυτό του αντάρτη, έβλεπε ότι ο ρόλος του ήταν να επεκτείνει την κουβανική επαναστατική εμπειρία. Το 1965 ο Φιντέλ προσπάθησε να τον αποτρέψει, αλλά δεν τα κατάφερε: γιατί δεν υπήρχε κανείς που να μπορούσε να συγκρατήσει τον Τσε».
Με τη σφραγίδα της CIA
Εφυγε για το Κονγκό με ομάδα Κουβανών μαχητών για να πολεμήσουν πλάι στο επαναστατικό κίνημα της χώρας, αλλά ηττήθηκαν. Τον Νοέμβριο του 1966 έφτασε στη Βολιβία. Δεν ήταν μια αποστολή αυτοκτονίας αλλά η απαρχή ενός σχεδίου για τη δημιουργία γενικευμένου αντάρτικου κινήματος σε Βολιβία, Περού και Αργεντινή. Οι πρώτες μάχες έφεραν και τις πρώτες δραματικές απώλειες στις γραμμές του.
Μέσα σε λίγους μήνες ο στρατός τον εντόπισε με τη βοήθεια ομάδας Κουβανών πρακτόρων της CIΑ. Στις 8 Οκτωβρίου 1967, σε ενέδρα στην Κεμπράδα ντελ Γιούρο, ομάδα Βολιβιανών Rangers –επίλεκτη μονάδα καταδρομέων εκπαιδευμένη από Αμερικανούς πρασινοσκούφηδες που είχαν καταφτάσει στη χώρα– υπό τη διοίκηση του λοχαγού Γκάρι Πράδο τον συνέλαβε μαζί με συντρόφους του.
Μεταφέρθηκε σε σχολείο στον πλησιέστερο οικισμό, τη Λα Ιγκέρα, όπου στις 9 Οκτωβρίου στις 9 το πρωί ήρθε η εντολή «Χαιρετίσματα στον μπαμπά»: το σύνθημα για την εκτέλεση του Τσε. Δόθηκε από τον τότε πρόεδρο, στρατηγό Ρενέ Μπαριέντος, έπειτα από «συμβουλή» του πράκτορα της CIA Φέλιξ Ροντρίγκες που επέβλεψε την επιχείρηση, όπως αναγνώρισε αργότερα ο ίδιος στο βιβλίο του Shadow Warrior (Πολεμιστής στη σκιά). Μάλιστα συμβούλευσε την κυβέρνηση «τελειώνετε τώρα, μην καθυστερείτε άλλο», γιατί ήθελαν να αποφύγουν μια δίκη που θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα παγκόσμιο κύμα διαδηλώσεων υπέρ του διάσημου αντάρτη.
Απόστρατος στρατηγός πλέον (και σε κατ’ οίκον περιορισμό από το 2010 με την κατηγορία της ακροδεξιάς τρομοκρατικής δράσης), ο Γκάρι Πράδο εξέδωσε το βιβλίο «Το θυσιασμένο αντάρτικο. Η εκστρατεία του Τσε στη Βολιβία» και αποκάλυψε τον δολοφόνο του Τσε: «Οταν ο συνταγματάρχης Χοακίν Σεντένο πήρε τη διαταγή “Χαιρετίσματα στον μπαμπά”, κάλεσε υπαξιωματικούς και λοχίες που βρίσκονταν στη Λα Ιγκέρα. Ζήτησε εθελοντές. Ηταν επτά κι όλοι προσφέρθηκαν. Τότε υπέδειξε με τον δείκτη τον Μάριο Τεράν Σαλασάρ για να εκτελέσει τον Τσε».
Ενα απόσπασμα της έγγραφης κατάθεσης του Τεράν, που διέρρευσε το 1978, περιγράφει τη στιγμή της εκτέλεσης. «Μπήκα στην αίθουσα κι όταν με είδε είπε “ήρθατε να με σκοτώσετε”. Φοβήθηκα. Κατέβασα το κεφάλι χωρίς να απαντήσω. Δεν τόλμησα να πυροβολήσω. Εκείνη τη στιγμή είδα τον Τσε μεγάλο, τεράστιο. Ενιωθα πως θα ερχόταν καταπάνω μου και όταν με κοίταξε σταθερά ζαλίστηκα.
Σκέφτηκα ότι με μια γρήγορη κίνηση θα μπορούσε να με αφοπλίσει. “Ηρεμήστε, θα σκοτώσετε έναν άνθρωπο”, είπε και έκανε ένα βήμα. Εκλεισα τα μάτια και έριξα την πρώτη ριπή. Ο Τσε έπεσε στο πάτωμα με τα πόδια τραυματισμένα και χάνοντας πολύ αίμα. Ξαναβρήκα το θάρρος μου και έριξα και τη δεύτερη ριπή, οι σφαίρες τον βρήκαν στο χέρι, τον ώμο, την καρδιά».
Το πτώμα του μεταφέρθηκε την επομένη στη βάση των Rangers στο αεροδρόμιο της Βιγιαγκράντε. Επλυναν τον νεκρό, τον απόθεσαν σε φορείο πάνω σε μια τσιμεντένια γούρνα στο πλυσταριό του τοπικού νοσοκομείου και εξέθεσαν τη σορό σε δημοσιογράφους, στρατιωτικούς και απλούς πολίτες επί ένα εικοσιτετράωρο. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι έπεσε μαχόμενος κι όχι ότι εκτελέστηκε.
Σε σύσκεψη παρουσία του Φέλιξ Ροντρίγκες και του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων Αλφρέντο Οβάντο αποφασίστηκε να του κόψουν τα χέρια για να γίνει ταυτοποίηση από Αργεντίνους εμπειρογνώμονες που κατέφτασαν στην πρωτεύουσα Λα Πας και να θαφτεί σε μυστική τοποθεσία η σορός του, καθήκοντα που ανέθεσαν να διεκπεραιώσει άλλος Κουβανός πράκτορας της CIA, o Γκουστάβο Βιγιόλντο.
Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1997, ο ομαδικός τάφος όπου τον είχαν θάψει μαζί με έξι συντρόφους του ανακαλύφθηκε από ομάδα Κουβανών ιατροδικαστών και εμπειρογνωμόνων στο αεροδρόμιο της Βιγιαγκράντε και τα λείψανά τους επέστρεψαν στην Κούβα, όπου ο Φιντέλ Κάστρο τα υποδέχθηκε συγκινημένος: «Σήμερα φτάνουν σε εμάς τα λείψανά τους, αλλά δεν έρχονται ηττημένοι, έρχονται μεταμορφωμένοι σε ήρωες, αιώνια νέοι, γενναίοι, δυνατοί, τολμηροί». Ετσι έμεινε και ο Τσε στην Ιστορία. Κι έτσι επιβίωσε είτε ως «Αγιος Ερνέστο της Λα Ιγκέρα» είτε ως θρύλος των ασυμβίβαστων και των εξεγερμένων του πλανήτη.
Πέρα από τον μύθο
Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα παραμένει παγκόσμιο σύμβολο της αντιιμπεριαλιστικής πάλης και της κοινωνικής επανάστασης: ένας ιδεολόγος, αντάρτης, κρατικός αξιωματούχος, εργάτης γης, που από όποια θέση και αν βρέθηκε διεκδίκησε τη χειραφέτηση των λαών του κόσμου.
Ο ιμπεριαλισμός εκδηλώνεται παντού όπου μπορεί να έχει οικονομικά ή στρατιωτικά κέρδη μέσω της εκμετάλλευσης και της λεηλασίας, έτσι που η μάχη εναντίον του δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία χώρα, πίστευε ακράδαντα. Και η ανάδυση του «γκεβαρισμού» εν μέσω του ψυχρού πολέμου έφερε έναν νέο άνεμο για τα επαναστατικά κινήματα της εποχής.
Ενοπλη πάλη, Πατρίδα ή Θάνατος, αίσθηση του ιστορικού καθήκοντος, εθελοντική δουλειά, ήταν στάση ζωής για τον Τσε, που έθεσε σε πρώτο πλάνο το αμείλικτα επείγον καθήκον της ανάδειξης «του νέου ανθρώπου».
Ο Γκεβάρα δεν είναι μια κενή περιεχομένου εικόνα σε ένα μπλουζάκι αλλά ένας μαρξιστής-λενινιστής και ένας κομμουνιστής που έζησε τις αντιφάσεις του μαρξισμού-λενινισμού και του κομμουνισμού τις δεκαετίες του 1950-1960 και δύσκολα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί στις τάσεις της εποχής, έγραφε ο Ισπανός κομμουνιστής φιλόσοφος Φρανσίσκο Φερνάντες Μπουέι.
«Ηταν ετερόδοξος. Για την κριτική του στη σοβιετική γραφειοκρατία τού κόλλησαν την ετικέτα του τροτσκιστή, αλλά δεν ήταν. Για τις δηλώσεις του για το Βιετνάμ και τον Τρίτο Κόσμο τον είπαν φιλομαοϊκό, αλλά δεν ήταν. Για το πάθος του για τον εθελοντισμό όταν ήταν επικεφαλής του κουβανικού υπουργείου Βιομηχανίας τον αποκάλεσαν “αντίποδα του Κάστρο”, αλλά δεν ήταν. Για την προτροπή του “να κάνουμε δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ”, κάποιοι τον χαρακτήρισαν “ο νέος Μπακούνιν”, αλλά δεν ήταν.
Ηθελε να είναι ένας νέος άνθρωπος σε έναν παλιό ακόμη κόσμο. Και το πέτυχε με τον μόνο τρόπο που το πετυχαίνεις σε έναν κόσμο άνισο και κοινωνικά διχασμένο: με τραγική συνείδηση των αντιφάσεων, με την απαισιοδοξία της γνώσης και την αισιοδοξία της βούλησης, όπως έλεγε ο Γκράμσι».
Ισως για άλλους ο Τσε να είναι μύθος για αυτή την εικόνα του ρομαντικού ιδεαλιστή που κυριάρχησε για εκείνον, γιατί έφυγε βίαια και νωρίς, για την τόλμη του, την αψηφισιά, την ανιδιοτέλεια, την απόλυτη συνέπεια σε όσα πίστευε, την ετοιμότητα να πληρώσει το τίμημα των επιλογών του ρισκάροντας τη ζωή του για να κατακτήσει το όνειρο. Ή γιατί σε μια εποχή υποκρισίας στην πολιτική, εκείνος πρόταξε την αμεσότητα χωρίς υπεκφυγές, ακόμη και τη μετωπική αντιπαράθεση, τα λόγια του δεν απείχαν από τις πράξεις του και η διγλωσσία δεν τον χαρακτήρισε ποτέ.
Ή ακόμη γιατί σ’ έναν κόσμο κυριαρχούμενο από την αδικία, οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ως δικά τους τα πιο ισχυρά χαρακτηριστικά της οικουμενικής φυσιογνωμίας του Τσε: τον ανθρωπισμό, τον διεθνισμό, την κριτική, το ήθος, την εντιμότητα, αλλά και την αποστροφή στην τυπολατρία, την τάση του να είναι εικονοκλάστης και ασυμβίβαστος ακόμη κι όταν ήταν στην εξουσία.
Ή γιατί σε αυτόν συναντάς το πείσμα και την αποφασιστικότητα να μην αφήσεις τίποτε (ούτε το άσθμα) να σε νικήσει, την αδάμαστη βούληση, τη στάση του ερημίτη μπροστά στον κοσμοπολιτισμό, την ελευθερία να αμφισβητείς τα δόγματα και να τα διορθώνεις όταν αποδεικνύονται από την ίδια τη ζωή τα ελαττώματά τους, την τεράστια αυτοπειθαρχία αλλά και μαζί την ανυπακοή, την πιο απόλυτη αντίληψη της ισότητας που εφάρμοσε σε όλη του τη ζωή: αυτή των μηδενικών προνομίων για τους ηγέτες.
Ελεγε: «Αντεπαναστάτης είναι αυτός που μάχεται κατά της επανάστασης, αλλά αντεπαναστάτης είναι και ο κύριος που εκμεταλλευόμενος την επιρροή του, αποκτά ένα σπίτι και μετά δύο αυτοκίνητα, [...] και μετά έχει όλα όσα δεν έχει ο λαός».
Και πίστευε πολλά ακόμη που σήμερα φαντάζουν εξίσου επίκαιρα. «Την επανάσταση δεν την έχεις στο στόμα σου για να ζήσεις από αυτήν, αλλά την έχεις στην καρδιά σου για να πεθάνεις γι’ αυτήν». «Να είμαστε ρεαλιστές και να κάνουμε το αδύνατο», σύνθημα που παραφρασμένο κυριάρχησε τον Μάη του ‘68. «Δεν ζεις γιορτάζοντας νίκες αλλά ξεπερνώντας ήττες». Ή γιατί διατράνωνε πειστικά πως «αν το παρόν είναι αγώνας, το μέλλον είναι δικό μας». Ή επειδή καλούσε «να είστε πάντα ικανοί να νιώθετε, βαθιά, οποιαδήποτε αδικία γίνεται ενάντια σε οποιονδήποτε άλλο σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου. Αυτή είναι η πιο όμορφη αρετή του επαναστάτη».
Για κάποιους είναι ένα είδος «Αγίου» που βοήθησε τους ταπεινούς, γιάτρεψε τις πληγές τους και μοιράστηκε μαζί τους ανθρωπιά και αλληλεγγύη. Ισως γιατί –όπως πρώτος επισήμανε ο κορυφαίος κριτικός τέχνης Τζον Μπέργκερ–, εκείνη η φωτογραφία που τράβηξε ο Φρέντι Αλμπόρτα με τον Τσε να κείται νεκρός με ορθάνοιχτα μάτια και γυμνό στέρνο περιτριγυρισμένος από στρατιωτικούς που τον επιδεικνύουν σαν πολεμικό λάφυρο, θύμιζε τον πίνακα ο «Χριστός Νεκρός» του Αντρέα Μαντένια, εξισώνοντάς τους συμβολικά.
Αλλά ο Τσε αρνιόταν θείες παρομοιώσεις, όπως έγραφε στη μητέρα του το 1956: «Δεν είμαι Χριστός ούτε φιλάνθρωπος, είμαι το αντίθετο ενός Χριστού. Αγωνίζομαι για τα πράγματα που πιστεύω, με όλα τα όπλα που διαθέτω και προσπαθώ να αφήσω νεκρό τον άλλο για να μη με καρφώσουν σε έναν σταυρό ούτε σε οτιδήποτε άλλο». Αν παρά τη θέλησή του έγινε για τους άλλους ένα είδος Ιησού, θα ήταν ένας Χριστός που θα έμοιαζε με εκείνον του Καζαντζάκη μάλλον παρά των Ευαγγελίων.
Αυτό που καλύτερα από όλα ταιριάζει του Τσε, είναι όσα ο ίδιος είπε για τον θάνατο σύντροφου και φίλου του από την εποποιία της Σιέρα Μαέστρα: «Τον σκότωσε ο εχθρός και τον σκότωσε ο χαρακτήρας του. Δεν θα του αποδώσουμε ταμπέλες, για να τον φυλακίσουμε σε καλούπια, δηλαδή να τον σκοτώσουμε ξανά».
Πηγή: Efsyn - Συντάκτης: Χριστίνα Πάντζου
Καινούργια παιδική χαρά
ΑπάντησηΔιαγραφή