ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΠΩΜΕΝΗ ΜΕ ΟΛΑ ΤΗΣ ΤΑ ΑΓΚAΘΙΑ. Η ΜΟΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΜΙΑΣ ΕΛΛAΔΑΣ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ. Ο ΚΑΗΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΓΚΙAΣ ΜΑΣ.
Η
μουσική δημιουργεί αναμνήσεις, διαιωνίζει παραδόσεις, καθορίζει εποχές,
ομορφαίνει τον κόσμο. Για την Ελλάδα η Βυζαντινή και η Δημοτική μουσική
υπηρέτησαν και υπηρετούν (σ.σ η Δημοτική τώρα) τον ιερό σκοπό. Υπάρχει
όμως κι ένας τρίτος πυλώνας, που όχι μόνο έκανε τα προηγούμενα, αλλά
“έφτιαξε” μια νέα Ελλάδα. Πρόκειται για το ρεμπέτικο τραγούδι, που δεν
ήταν απλώς δημιουργία, σύνθεση, μελωδία, στίχοι, φωνές... Όχι, ήταν αυτό
που αποκάλυψε την αθέατη πλευρά του νεοελληνικού κράτους. Αυτό που
καθόρισε την πολιτισμική ταυτότητα της Ελλάδας στον 20ο αιώνα. Στην
ουσία, λοιπόν, έδωσε ζωή σε έναν κόσμο που χανόταν σε στενά, σκοτεινά
σοκάκια, που στριμωχνόταν και διασκέδαζε σε χώρους μυσταγωγικούς,
γεμάτους καπνούς, χώρους “βλάσφημους”, σκηνικά αρχαίων τραγωδιών, χώροι
θυσιαστήρια των πιο ταπεινών επιθυμιών και έκφρασης των πιο ταπεινών
ενστίκτων. Το ρεμπέτικο είναι το λαϊκό τραγούδι που δημιουργήθηκε από
τον λαό για τον λαό. Κι αν ευτελίστηκε μετά τον Πόλεμο και έγινε της
μόδας, αυτό οφείλεται στην ασέβεια των ανθρώπων, τον πολιτικό
καθωσπρεπισμό και την επικράτηση της ματαιοδοξίας πάνω στο συναίσθημα
και τους καημούς μας. Το ρεμπέτικο όμως είναι σαν λουλούδι που ανθίζει
ακόμη και σε τσιμέντο και δεν χρειάζεται κανέναν να το υπερασπιστεί, να
το σώσει... Μόνο να το ακούσει και να νιώσει το ντέρτι του, γιατί όπως
έγραψε και ο Βαμβακάρης Όλοι οι κουτσαβάκηδες/που ζούνε στο κουρμπέτι/κι
αυτοί μες την καρδούλα τους/έχουν μεγάλο ντέρτι.
Οι
ρεμπέτες φαίνεται ότι πρωτοπαρουσιάστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, λίγο
μετά την Επανάσταση του '21. Η εξέλιξη που πήρε ο νεοελληνικός
υπόκοσμος είναι ευθέως ανάλογη με την καθιέρωση της αστικής ζωής και την
πρόοδο που είχαν οι πόλεις και τα λιμάνια της Ελλάδας τα τελευταία
εκατό χρόνια. Παράδειγμα η Αθήνα. Το 1834 έγινε πρωτεύουσα του μικρού
νεοελληνικού βασιλείου. Τότε είχε περίπου 10 χιλιάδες κατοίκους.
Διαδοχικά έφτασε τους 400 χιλιάδες το 1925. Σήμερα, (σ.σ 1974) η μείζων
Αθήνα τραβάει για τα 3 εκατομμύρια σε συνολικό πληθυσμό 9 εκατομμυρίων.
Αυτό δείχνει το ξεγύμνωμα της επαρχίας και το αδυνάτισμα των μεγάλων
ιδιοκτητών γης. Η αστική τάξη και ο υπόκοσμος δυνάμωνε. Ο υπόκοσμος
σύχναζε σε σταθερές γειτονιές, είχε δικές του ταβέρνες και καφενεία,
ήλεγχε το λαθρεμπόριο, τις λέσχες χαρτοπαιξίας, το εμπόριο χασισιού, τα
μπορντέλα, τα κέρδη των κλοπών. Σίγα, σιγά, παγίωσε έναν δικό του τρόπο
ζωής.
Οι μάγκες ντύνονταν με ιδιαίτερο στυλ: στενό παντελόνι, μυτερά παπούτσια με ψηλά τακούνια, σακάκι φορεμένο μόνο από το αριστερό μανίκι, στη μέση ζωνάρι γεμάτο μαχαίρια και περίστροφα, στο κεφάλι ρεπούμπλικα, στο χέρι μαγκούρα από σκληρό ξύλο κερασιάς (τη χρησιμοποιούσαν σαν όπλο στους καβγάδες). Ο μάγκας περπάταγε προκλητικά, κουνιστά, λίγο γερτός, κουνώντας μόνο το δεξί του χέρι. Εμπιστευόταν μόνο τους μάγκες και απέφευγε συναλλαγές με ανθρώπους άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Ο μάγκας, σαν προσωπική οντότητα και σαν κοινωνικό φαινόμενο, διωκόταν απηνώς από την αστυνομία. Εν τω μεταξύ, αστοί και μικροαστοί τους απομόνωσαν, ενώ μεγαλύτερος εχθρός του ρεμπέτικου υπήρξε η δογματική νεοελληνική Αριστερά.
Οι μάγκες ντύνονταν με ιδιαίτερο στυλ: στενό παντελόνι, μυτερά παπούτσια με ψηλά τακούνια, σακάκι φορεμένο μόνο από το αριστερό μανίκι, στη μέση ζωνάρι γεμάτο μαχαίρια και περίστροφα, στο κεφάλι ρεπούμπλικα, στο χέρι μαγκούρα από σκληρό ξύλο κερασιάς (τη χρησιμοποιούσαν σαν όπλο στους καβγάδες). Ο μάγκας περπάταγε προκλητικά, κουνιστά, λίγο γερτός, κουνώντας μόνο το δεξί του χέρι. Εμπιστευόταν μόνο τους μάγκες και απέφευγε συναλλαγές με ανθρώπους άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Ο μάγκας, σαν προσωπική οντότητα και σαν κοινωνικό φαινόμενο, διωκόταν απηνώς από την αστυνομία. Εν τω μεταξύ, αστοί και μικροαστοί τους απομόνωσαν, ενώ μεγαλύτερος εχθρός του ρεμπέτικου υπήρξε η δογματική νεοελληνική Αριστερά.
Οι
μήτρες του ρεμπέτικου είναι η φυλακή και ο τεκές. Εκεί, και μόνον εκεί,
οι ρεμπέτες έπλασαν τα τραγούδια τους με ομαδική συνεργασία.
Τραγουδούσαν με σιγανή και βραχνή φωνή, αβίαστα, δίχως, κορόνες, ο ένας
μετά τον άλλο. Το τραγούδι τράβαγε σε μάκρος. Ο κάθε τραγουδιστής
πρόσθετε ένα δίστιχο που συχνά είχε σχέση με το προηγούμενο. Ρεφρέν δεν
υπήρχε. Η μελωδία ήταν εύκολη και απλοϊκή. Ένας μάγκας συνόδευε τους
τραγουδιστές με μπουζούκι. Σαν πρώτη ύλη για τα πρωταρχικά ρεμπέτικα
χρησίμευσε το υλικό των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (ιδίως τα ερωτικά
δίστιχα), καθώς και τα τραγουδάκια που έλεγαν οι Έλληνες της Σμύρνης
και της Ισταμπούλ.
Στη δεκαετία του '30 αρκετά ρεμπέτικα έγινα δίσκοι των 78 στροφών γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Ο δίσκος όμως με τη δική του τεχνική και την περιορισμένη διάρκεια (3'20΄΄), αλλοίωσε το περιεχόμενο και τη φόρμα των τραγουδιών. Ταυτόχρονα το χρήμα και η δόξα άρχισαν να διαφθείρουν τους λαϊκούς συνθέτες και τους τραγουδιστές. Από το 1936 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 οι δίσκοι λογοκρίνονταν. Την περίοδο του πολέμου (1941-1946) δεν βγήκαν δίσκοι με ρεμπέτικα τραγούδια. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι εταιρίες δίσκων αρχίζουν να εκμεταλλεύονται συστηματικά τα ρεμπέτικα. Οι παλιοί κλασικοί (αλλά ανώνυμοι) συνθέτες-στιχουργοί εξαφανίζονται. Ελάχιστοι νέοι συνθέτες προωθούνται και παρουσιάζονται στο καταναλωτικό κοινό σαν βεντέτες. Οι τραγουδιστές θεοποιούνται. Ο χαρακτήρας όμως των τραγουδιών, μέσα σε μια πενταετία, σβήνει για πάντα. Όταν μετά το 1955 καθιερώνεται και στην Ελλάδα η μαζική παραγωγή δίσκων λονγκ-πλέι, τα ρεμπέτικα ουσιαστικά χάνονται. Η ορχήστρα εμπλουτίζεται, τα θέματα των ρεμπέτικων γίνονται ανούσια και ψεύτικα, τα μαγαζιά όπου παίζουν ρεμπέτικα αποβαίνουν τα ακριβότερα κέντρα διασκεδάσεως στην Ελλάδα. Η διαδικασία παραγωγής των ρεμπέτικων γίνεται πλέον ερήμην του υποκόσμου.
Στη δεκαετία του '30 αρκετά ρεμπέτικα έγινα δίσκοι των 78 στροφών γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Ο δίσκος όμως με τη δική του τεχνική και την περιορισμένη διάρκεια (3'20΄΄), αλλοίωσε το περιεχόμενο και τη φόρμα των τραγουδιών. Ταυτόχρονα το χρήμα και η δόξα άρχισαν να διαφθείρουν τους λαϊκούς συνθέτες και τους τραγουδιστές. Από το 1936 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 οι δίσκοι λογοκρίνονταν. Την περίοδο του πολέμου (1941-1946) δεν βγήκαν δίσκοι με ρεμπέτικα τραγούδια. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι εταιρίες δίσκων αρχίζουν να εκμεταλλεύονται συστηματικά τα ρεμπέτικα. Οι παλιοί κλασικοί (αλλά ανώνυμοι) συνθέτες-στιχουργοί εξαφανίζονται. Ελάχιστοι νέοι συνθέτες προωθούνται και παρουσιάζονται στο καταναλωτικό κοινό σαν βεντέτες. Οι τραγουδιστές θεοποιούνται. Ο χαρακτήρας όμως των τραγουδιών, μέσα σε μια πενταετία, σβήνει για πάντα. Όταν μετά το 1955 καθιερώνεται και στην Ελλάδα η μαζική παραγωγή δίσκων λονγκ-πλέι, τα ρεμπέτικα ουσιαστικά χάνονται. Η ορχήστρα εμπλουτίζεται, τα θέματα των ρεμπέτικων γίνονται ανούσια και ψεύτικα, τα μαγαζιά όπου παίζουν ρεμπέτικα αποβαίνουν τα ακριβότερα κέντρα διασκεδάσεως στην Ελλάδα. Η διαδικασία παραγωγής των ρεμπέτικων γίνεται πλέον ερήμην του υποκόσμου.
Αν και είναι άδικο να ξεχωρίζουμε, μια και το ρεμπέτικο υπήρξε
συλλογική υπόθεση, έξι είναι οι μεγάλες μορφές του χώρου. Ο Μάρκος
Βαμβακάρης διασκέδαζε τον εαυτό του και του φίλους του με το μπουζούκι
και τη βαριά ακατέργαστη φωνή του. Ήταν εργάτης κλωστοϋφαντουργίας,
φορτωτής κάρβουνου στις αποθήκες του λιμανιού, υπάλληλος σε μπακάλικο
και σε χασάπικο, εργάτης στα σφαγεία. Αργότερα έμπλεξε με χαρτοπαίκτες,
προαγωγούς -αγαπητικός ο ίδιος- και μικροκλέφτες. Στην αυτοβιογραφία του
λέει ότι ήταν στην “μαγκιά”, ανήκει δηλαδή στους περιθωριακούς,
εργαζόμενους όμως, αυτούς που αποκλήθηκαν ρεμπέτες και διακρίνονταν για
τη μεταξύ τους αλληλεγγύη. Μπήκε στη φυλακή κάμποσες φορές (γιατί
κάπνιζε χασίσι) και στα σφαγεία έμαθε μπουζούκι από ένα Αϊβαλιώτη, τον
μπάρμπα Νίκο. Ο Βαμβακάρης γεννήθηκε στην Άνω Σύρα το 1905 και έμελλε να
αποκληθεί ο “πατέρας του ρεμπέτικου”.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα, έφθασε στην Αθήνα για να σπουδάσει, αλλά τον κέρδισε η μουσική. Μολονότι έκανε παρέα με τους ρεμπέτες, σύχναζε στους τεκέδες και υπήρξε μαθητής του Μάρκου, ακολούθησε διαφορετικό δρόμο. Ξεκίνησε κι αυτός με τραγούδια που μιλάνε για τα χασίσια και τους καημούς των χασικλήδων, ωστόσο βρήκε γρήγορα το προσωπικό του στυλ, εντελώς διαφορετικό από εκείνο των ομοτέχνων του. Η επιτυχία του ήταν τόσο που το κλασικό ρεμπέτικο εγκαταλείφθηκε από τους πρώτους διδάξαντες. Ο Βαμβακάρης, Ο Παπαϊωάννου, κ.α αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που είχε επιβάλει ο Τσιτσάνης αλλά και το κοινωνικό κλίμα.... η συνέχεια εδώ
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα, έφθασε στην Αθήνα για να σπουδάσει, αλλά τον κέρδισε η μουσική. Μολονότι έκανε παρέα με τους ρεμπέτες, σύχναζε στους τεκέδες και υπήρξε μαθητής του Μάρκου, ακολούθησε διαφορετικό δρόμο. Ξεκίνησε κι αυτός με τραγούδια που μιλάνε για τα χασίσια και τους καημούς των χασικλήδων, ωστόσο βρήκε γρήγορα το προσωπικό του στυλ, εντελώς διαφορετικό από εκείνο των ομοτέχνων του. Η επιτυχία του ήταν τόσο που το κλασικό ρεμπέτικο εγκαταλείφθηκε από τους πρώτους διδάξαντες. Ο Βαμβακάρης, Ο Παπαϊωάννου, κ.α αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που είχε επιβάλει ο Τσιτσάνης αλλά και το κοινωνικό κλίμα.... η συνέχεια εδώ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Το ialmopia.gr επιτρέπει στον χρήστη να αναρτά τα σχόλια και τις απόψεις του σε επίκαιρα θέματα/συζητήσεις. Τα σχόλια και οι απόψεις αυτές εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές θέσεις του εκάστοτε χρήστη και δεν υιοθετούνται από το ialmopia.gr. Σε κάθε περίπτωση, ο χρήστης οφείλει να εκφράζεται με τρόπο ώστε να μην παραβιάζει τους ελληνικούς νόμους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ialmopia.gr διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείει το χρήστη από την εν λόγω υπηρεσία.
Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα του ialmopia.gr