Τι συνέβη, άραγε, στις 25 Μαρτίου του 1821 και την έχουμε αναδείξει ως την ημέρα της εθνικής μας εορτής;
Κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου τιμούμε και γιορτάζουμε τον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Τούρκου δυνάστη για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Εκ των πραγμάτων είναι η πιο σημαντική ημερομηνία στην ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, ως αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας.
Η επέτειος να γιορτάζουμε τον εθνικό ξεσηκωμό στις 25 Μαρτίου καθιερώθηκε στις 15 Μαρτίου 1838 από τον βασιλιά Όθωνα, προκειμένου να συνδεθεί με το εκκλησιαστικό γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ήταν και επιθυμία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας να συνδεθεί η έναρξη της επανάστασης με μια μεγάλη εκκλησιαστική εορτή για να τονωθεί το φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων.
Στην πραγματικότητα, η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1821, αλλά λίγες μέρες νωρίτερα στην Πελοπόννησο, μία περιοχή με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και μικρή στρατιωτική παρουσία των Τούρκων.
Ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Πελοποννήσου (Μόρα Βαλεσί) Χουρσίτ Πασάς βρισκόταν στα Γιάννινα για να εξοντώσει τον Αλή Πασά, ο οποίος είχε αυτονομηθεί από την Υψηλή Πύλη. Πριν από την αναχώρησή του, ο Χουρσίτ είχε λάβει διαβεβαιώσεις από τους προεστούς του Μοριά ότι οι φήμες που κυκλοφορούσαν για τον επικείμενο ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν ανυπόστατες.
Αχαιοί και Μανιάτες ερίζουν για το ποιος έριξε την πρώτη τουφεκιά του εθνικού ξεσηκωμού. Στις 21 Μαρτίου αρχίζει η πολιορκία των Καλαβρύτων από τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τους Πετμεζαίους. Είναι η πρώτη πολεμική ενέργεια της Επανάστασης και θα λήξει νικηφόρα μετά από πέντε ημέρες.
Στις 23 Μαρτίου οι Μανιάτες υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τη συνεπικουρία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Καλαμάτα και με διακήρυξή τους κάνουν γνωστό στη διεθνή κοινότητα τον ξεσηκωμό των Ελλήνων.
Την ίδια ημέρα, οι άνδρες του Αντρέα Λόντου θέτουν υπό τον έλεγχό τους τη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο), ενώ επαναστατικός αναβρασμός επικρατεί στην Πάτρα. Από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό το Άγιο Όρος αναχωρεί ο σερραίος έμπορος και φλογερός πατριώτης Εμμανουήλ Παππάς, προκειμένου να ξεκινήσει την Επανάσταση στη Μακεδονία.
Η 23η Μαρτίου είναι ο πρώτος σημαντικός σταθμός του εθνικού αγώνα και θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πάρει τη θέση της 25ης Μαρτίου στο εορταστικό καλεντάρι της χώρας μας.
Η καθιέρωση του εορτασμού
Πρώτος ο Παναγιώτης Σούτσος πρότεινε το 1834 την καθιέρωση εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης την 25η Μαρτίου, αναφέροντας ότι ήταν η ημέρα γενίκευσης της επανάστασης στην Πελοπόννησο και αναγέννησης της Ελλάδας, σε υπόμνημα το οποίο ο Ιωάννης Κωλέττης υπέβαλε στον Όθωνα ως πρόταση σχεδίου νόμου.
Το έγγραφο του Κωλέττη, τότε Υπ. Εσωτερικών, έχει ημερομηνία 22 Ιαν./2 Φεβρ. 1835 και πρότεινε στο Βασιλέα τη θέσπιση εορτασμών με πανελλήνιους αγώνες παρόμοιους με αυτούς της αρχαίας Ελλάδας.
Η εισήγησή του είναι σε γαλλική γλώσσα με γερμανική περίληψη.
Αναφέρει ότι ο "περίφημος Γερμανός" (celebre Germanos) κήρυξε την Επανάσταση στις 17 Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα, και ότι η επανάσταση γενικεύτηκε στην Πελοπόννησο την 25 Μαρτίου την οποία και θεωρεί ως εναρκτήρια ημερομηνία μιας νέας εποχής για την Ελλάδα.
Λέει μάλιστα ότι υπήρχε προφητεία των μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου ότι σ' αυτή την ημερομηνία θα συνέβαινε αναγέννηση της Ελλάδος, και ότι οι Οθωμανοί της Πελοποννήσου το γνώριζαν και κάθε χρόνο αυτή την ημερομηνία έπαιρναν έκτακτα μέτρα ασφαλείας.
Οι εορτασμοί που πρότεινε ο Κωλέττης περιλάμβαναν διαγωνισμούς στις τέχνες και τα γράμματα και σε διάφορα αγωνίσματα. Θα γίνονταν στην Τρίπολη, την Αθήνα, την Ύδρα και το Μεσολόγγι, εκ περιτροπής μέσα σε μία τετραετία, όπως στην αρχαιότητα οι Ολυμπιακοί, οι Πυθικοί κτλ.
Το 1836 τιμήθηκε η 25η Μαρτίου σε συνδυασμό με τα Καλάβρυτα και τον Π. Πατρών Γερμανό με χάλκινο μετάλλιο που κόπηκε με την ευκαιρία του γάμου του βασιλιά Όθωνα και της Αμαλίας.
Σ' αυτό εικονίζεται η θρυλική σκηνή, με τον Γερμανό να κρατά υψωμένη σημαία και σταυρό και δύο ένοπλους αγωνιστές σε κίνηση ορκωμοσίας ή χαιρετισμού. Φέρει την επιγραφή "ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΥΨΩΣΩ ΑΥΤΟΝ - ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 25 ΜΑΡΤ. 1821" (το απόφθεγμα είναι από την Έξοδο, ιε', 3). Η άλλη όψη του μεταλλίου εικονίζει τον Γερμανό.
Ο εορτασμός "εἰς τὸ διηνεκὲς" της Επανάστασης την 25η Μαρτίου καθιερώθηκε το 1838 με το Βασιλικό Διάταγμα 980 / 15(27)-3-1838 της Κυβέρνησης Όθωνος και συγκεκριμένα του Γεώργιου Γλαράκη, γραμματέα της Επικρατείας (υπουργού) επί των Εκκλησιαστικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Εσωτερικών.
Ο Γλαράκης ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρωσικού κόμματος, των Ναπαίων, που εκείνη την περίοδο απολάμβανε την εύνοια του Όθωνα.
Κατά την ιστορικό Χρ. Κουλούρη ο Γλαράκης προσπαθούσε να ενισχύσει τη δημοτικότητά του προσεταιριζόμενος την απήχηση των εκφραστών της Ορθοδοξίας, και ενδεχομένως σε αυτό να οφείλεται η θρησκευτική χροιά του διατάγματος και η καθιέρωση της εορτής.
Ωστόσο, κατά τον πρώτο εορτασμό της επετείου, το 1838, από τους ξένους πρέσβεις και προσωπικό πρεσβειών απουσίασαν από την εορτή μόνο αυτοί της Ρωσίας και της Αυστρίας με τους υπαλλήλους τους.
Εξ άλλου, από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης ήταν εμφανής η θρησκευτική διάσταση της Επανάστασης ακόμα και σε μη ορθόδοξους παρατηρητές ενώ οι θρησκευτικές αναφορές υπάρχουν σε όλα τα επίσημα κείμενα της Επανάστασης (π.χ. βλέπε Συνέλευση των Καλτεζών, Μάϊος 1821).
Από την Δ' Εθνοσυνέλευση του 1829 είχε ήδη εγκριθεί ψήφισμα για την ίδρυση Ναού όπου θα τιμάται η Θεία βοήθεια προς την Επανάσταση.
Ο πρώτος εορτασμός στην Αθήνα όπου συμμετείχαν ο Βασιλιάς Όθων και η Βασίλισσα Αμαλία, πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και πλήθος λαού, έγινε στον Ναό της Αγίας Ειρήνης.
Ο Μητροπολιτικός Ναός των Αθηνών θεμελιώθηκε την 25 Δεκ. 1842 και αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου για να τιμηθεί η 25 Μαρτίου 1821.
Το 1839, ο Αμβρόσιος Φραντζής αναφέρει ότι η 25η Μαρτίου ήταν ημέρα «ρητή και εμφυτευμένη εις τας καρδίας των Πελοποννησίων κτλ. ως ημέρα ενάρξεως της Ελληνικής επαναστάσεως», ενώ ο ίδιος παρουσιάζει τα γεγονότα στα οποία η 25η Μαρτίου είναι μια από τις ημέρες των πρώτων ενεργειών που άρχισαν μετά τα μέσα Μαρτίου και όχι «ημέρα ενάρξεως".
Μετά την επίσημη καθιέρωση του εορτασμού, και ιδίως το 1841, έγινε προσπάθεια οικειοποίησης της επετείου από την αντιπολιτευόμενη αντι-οθωνική μερίδα, με ιδιωτικούς εορτασμούς στους οποίους προβαλλόταν ιδιαίτερα η μορφή του Κοράη.
Η εορτή συνέχισε να είναι αντικείμενο κομματικών και τοπικιστικών αντιπαραθέσεων: ιδιαίτερες αντιδράσεις προκάλεσε το 1846 και 1847 η απόφαση του πρωθυπουργού Κωλέττη για την πραγματοποίηση επίσημης τελετής στον τάφο του ρουμελιώτη οπλαρχηγού Γεώργιου Καραϊσκάκη στο Φάληρο, καθώς θεωρήθηκε ότι οδηγούσε σε ταύτιση της Επανάστασης με ένα πρόσωπο.
Το σχέδιο της επανάστασης
Κατά την οργάνωση του σχεδίου η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο. Στην απόφαση αυτή συνέβαλαν όχι τόσο οι αβάσιμες υποσχέσεις κάποιων θερμόαιμων και υπεραισιόδοξων φιλικών, όσο η πεποίθηση του ίδιου του Υψηλάντη ότι οι τότε περιστάσεις ήταν οι πλέον ευνοϊκές.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τότε μια σειρά αντιδραστικών κινήσεων διαφόρων Πασάδων, ιδίως των περιοχών Τούνεσι και Μπαρμπαριάς.
Σημαντικότερος όμως αντιπερισπασμός για τους Έλληνες τότε ήταν η ανταρσία του Αλή Πασά, που έκανε κι αυτούς ακόμα τους Σουλιώτες να επιστρέψουν και να συμμαχήσουν με τον πρώην διώκτη τους, κατά της Αυτοκρατορίας.
Έπειτα υπήρχε η βεβαιότητα ότι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες θα ξέσπαγαν ταραχές πολύ σύντομα χάρη των ήδη γενομένων μυστικών ενεργειών του Ξάνθου και άλλων φιλικών από τους μυημένους οπλαρχηγούς των περιοχών αυτών, όπως του Γιωργάκη Νικολάου, από τον Όλυμπο, του Σάββα Καμινάρη, από την Πάτμο, του Γιάννη Φαρμάκη από το Μπλάτσι κ.ά.
Έτσι πιεσμένος από τις καταστάσεις ο Υψηλάντης εκδίδει προκήρυξη ανεξαρτησίας, περνάει τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και υψώνει τελικά τη σημαία της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας.
Δύο μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου εκδίδει επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο "Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος."
Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού, ενώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία, κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το Σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και παράλληλα εθελοντές από ολόκληρη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας μάλιστα το πρώτο τμήμα του Πυροβολικού με δύο πυροβόλα υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier).
Συγκροτείται ο Ιερός Λόχος αποτελούμενος από 500 σπουδαστές. Στις 4 Μαρτίου οι Έλληνες ναυτικοί κυριεύουν και εξοπλίζουν 15 πλοία, ενώ στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο (Γεωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης).
Ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821 και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα.
Οι λόγοι της αποτυχίας του θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, στην άρνηση του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου να τον συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά και στον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε', κατόπιν πιέσεων της Υψηλής Πύλης για σφαγές των Χριστιανών σε αντίποινα.
Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του στις 31 Ιανουαρίου 1828 πεθαίνει στη Βιέννη.
Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να απομακρυνθεί από το σώμα του και να σταλεί στην Ελλάδα. Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε από το Γεώργιο Λασσάνη και τώρα βρίσκεται στο Αμαλίειο στην Αθήνα. Η ζωή του και οι τρόποι του υποδεικνύουν ότι είχε Μυοτονική δυστροφία (DM).
Το σώμα του αρχικά θάφτηκε στο νεκροταφείο Αγ. Ο Μαρξ και αργότερα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο κάστρο Υψηλάντη-Σινά στην Rappoltenkirchen - Αυστρίας από μέλη της οικογένειάς του στις 18 Φλεβάρη του 1903.
H τελευταία μεταφορά του συνέβη τον Αύγουστο του 1964, όταν τελικά μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του. H Ypsilanti Township στο Michigan των ΗΠΑ πήρε το όνομά της προς τιμήν του. Αργότερα η πόλη της Ypsilanti, η οποίο βρίσκεται εντός του δήμου, πήρε το όνομά της από τον αδελφό του, Δημήτριο.
Ας δούμε όμως αναλυτικά, τα σημαντικότερα σημεία της επανάστασης.
Η Πελοπόννησος και η άλωση της Τριπολιτσάς
Οι Έλληνες επαναστάτες στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη αποφάσισαν να πολιορκήσουν την Τριπολιτσά, που ήταν η στρατιωτική έδρα των Τούρκων στην περιοχή. Η άλωσή της, τον Σεπτέμβριο του 1821, τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 στην Πελοπόννησο, ο Χουρσίτ Πασάς έστειλε 3.500 στρατιώτες να υπερασπιστούν την Τριπολιτσά (Τρίπολη), όπου είχε και την οικογένειά του.
Οι επαναστατημένοι Έλληνες πάλι, αφού κατέλαβαν την Καλαμάτα, έκαναν σύσκεψη για τις παραπέρα ενέργειές τους.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πρότεινε να πολιορκήσουν την Τριπολιτσά, που ήταν η κεντρική διοικητική, εμπορική και στρατιωτική έδρα των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Πίστευε πως αν οι Έλληνες κατόρθωναν να την κυριεύσουν, θα αποδυναμώνονταν και τα υπόλοιπα κάστρα της περιοχής. Ετσι, επαναστάτες με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη κινήθηκαν προς την Τριπολιτσά, έστησαν στρατόπεδα στα βουνά γύρω από αυτήν και η πολιορκία άρχισε. Μετά την ήττα των Τούρκων στο Βαλτέτσι, κοντά στην Τριπολιτσά, οι Έλληνες αγωνιστές μπόρεσαν να προωθηθούν πιο κοντά στην πόλη.
Στην πολιορκία συμμετείχε και ο Δημήτριος Υψηλάντης, που είχε αναλάβει την αρχηγία του Αγώνα, ενώ τα τέσσερα κεντρικά στρατόπεδα διηύθυναν ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς (Αναγνώστης Παπαγεωργίου), ο Παναγιώτης Γιατράκος και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Επίσης, είχαν σταλεί ελληνικές δυνάμεις στα Μέγαρα, για να εμποδίσουν τουρκικές ενισχύσεις να φτάσουν στην Τριπολιτσά από την Αθήνα.
Οσο περνούσε ο καιρός, η πολιορκία γινόταν πιο στενή. Στην πόλη τα τρόφιμα λιγόστεψαν και άρχισε η διχόνοια. Η Τριπολιτσά έπεσε στα χέρια των επαναστατών στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821. Ακολούθησαν σφαγές και λεηλασίες. Οπλισμένοι οι Έλληνες, μπήκαν στην πόλη χτυπώντας τους Τούρκους, που οχυρώθηκαν στα σπίτια τους.
Οι Οθωμανοί που κλείστηκαν στον κεντρικό πύργο, τη Μεγάλη Τάπια, παραδόθηκαν έπειτα από τρεις ημέρες από έλλειψη νερού.
Η άλωση της Τριπολιτσάς, έξι μήνες από την έναρξη της Επανάστασης, ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς είχε συντριβεί η βασική στρατιωτική βάση του οθωμανικού στρατού στην Πελοπόννησο και χιλιάδες τουρκικά όπλα πέρασαν στην κατοχή των Ελλήνων, τονώνοντας το ηθικό τους. Οι εξεγερμένοι πίστεψαν πια πως οι Τούρκοι δεν ήταν ακατανίκητοι. Στη συνέχεια, οι νικητές της Τριπολιτσάς στράφηκαν στα περιφερειακά κάστρα της Πελοποννήσου, για να τα πολιορκήσουν.
Η εκστρατεία του Δράμαλη
Κατά τη διάρκεια του 1821, οι Τούρκοι επιχείρησαν να στείλουν στην Πελοπόννησο τρία ασκέρια, για να καταπνίξουν την Επανάσταση. Κανένα τους όμως δεν κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του, λόγω της ένοπλης αντίστασης των Ελλήνων αγωνιστών της Στερεάς Ελλάδας. Το ένα από αυτά διοικούσε ο Μαχμούτ, που ονομαζόταν και Δράμαλης επειδή καταγόταν από τη Δράμα.
Ο Δράμαλης ήταν πασάς της Λάρισας και διέθετε στρατιωτική πείρα από προηγούμενες επιχειρήσεις στη Σερβία, στις οποίες συμμετείχε. Αφού κατέστειλε τα επαναστατικά κινήματα στο Πήλιο, στα Άγραφα και στον Ασπροπόταμο, διορίστηκε αρχηγός της εκστρατείας στην Πελοπόννησο.
Έτσι την άνοιξη του 1822, αφού συγκέντρωσε στην Υπάτη 18.000 στρατιώτες (πεζούς και ιππείς), πυροβόλα και εκατοντάδες μεταφορικά ζώα, κατευθύνθηκε νότια.
Ο Δράμαλης πυρπόλησε τη Θήβα και μέσω των Μεγάρων πέρασε με τον πολυάριθμο στρατό του στην Κόρινθο. Από εκεί έφτασε μέχρι το Άργος χωρίς να συναντήσει αντίσταση.
Τότε ο Κολοκοτρώνης μαζί με άλλους αγωνιστές έθεσε υπό τον έλεγχο του τις διαβάσεις και τα περάσματα, απομονώνοντας τη στρατιά του Δράμαλη στην πεδιάδα της Αργολίδας.
Ταυτόχρονα, μέσα στο φρούριο του Άργους κλείστηκαν ένοπλοι με αρχηγούς τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Πάνο, γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Οι επαναστάτες, εφαρμόζοντας την τακτική της «καμένης γης», έκαψαν ταγεννήματα και τα αποθηκευμένα σιτηρά.
Εξαντλημένοι από την πολιορκία του κάστρου, από την έλλειψη τροφής και τις ασθένειες, οι Οθωμανοί αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Κόρινθο. Όμως οι τέσσερις οδοί διαφυγής είχαν καταληφθεί έγκαιρα από τις ελληνικές δυνάμεις, με εντολή του Κολοκοτρώνη.
Ο ίδιος έπιασε το στενό των Δερβενακίων με 2.500 πολεμιστές, κρύβοντας μέσα σε θάμνους 800 από αυτούς. Αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί, όπως ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος), ο Παπαφλέσσας και ο αδελφός του Νικήτας Φλέσσας, κατέφθασαν για να βοηθήσουν.
Στις 26 Ιουλίου του 1822 έγινε φονική μάχη στα Δερβενάκια, κατά την οποία οι Τούρκοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν. Όσοι κατάφεραν να σωθούν, κατέφυγαν στην Κόρινθο. Στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν πολλά λάφυρα, ενώ ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος.
Έχοντας χάσει το 1/5 του στρατεύματος του, πολεμικό υλικό και πολλά ζώα, ο Δράμαλης πέθανε από τη λύπη του στην Κόρινθο. Η Επανάσταση για άλλη μια φορά είχε σωθεί.
Η επανάσταση στα νησιά
Η επανάσταση από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα μεταδόθηκε σύντομα στα νησιά του Αιγαίου. Πρώτα επαναστάτησαν οι κοντινές Σπέτσες με τη Μπουμπουλίνα, τον Απρίλιο του 1821 και ακολούθησε η Ύδρα, με πρωτοστάτη τον πλοίαρχο Αντώνιο Οικονόμου. Στη συνέχεια ξεσηκώθηκαν τα Ψαρά, η Σάμος, η Κάσος και τα Δωδεκάνησα. Επαναστατική δραστηριότητα εκδηλώθηκε και στην Κρήτη, ιδιαίτερα στα Σφακιά, ενώ οι κάτοικοι των Κυκλάδων φάνηκαν διστακτικοί.
Τα εξεγερμένα νησιά συμμετείχαν αποφασιστικά στον μεγάλο ξεσηκωμό του 1821. Τα ελληνικά καράβια, παρόλο που ήταν λιγότερα σε αριθμό και μικρότερα σε χωρητικότητα, κυριαρχούσαν στο Αιγαίο, καθώς ήταν ταχύτερα και διέθεταν πληρώματα με μεγάλη ναυτική εμπειρία.
Οι Έλληνες ναυτικοί διακρίθηκαν σε τρία είδη πολεμικών επιχειρήσεων: στην πολιορκία παραθαλάσσιων κάστρων, όπως η Μονεμβασιά και το Ναυαρίνο και στην υποστήριξη χερσαίων μαχών από τη θάλασσα, σε καταδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου αιχμαλώτιζαν ή κατέστρεφαν εχθρικά πλοία, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ο τουρκικός στόλος να πλεύσει προς την Πελοπόννησο και σε ναυμαχίες στο ανοιχτό πέλαγος, στις οποίες συμμετείχαν και τα περίφημα πυρπολικά, σκάφη γεμάτα με εύφλεκτο υλικό που προσδένονταν στα οθωμανικά πλοία και κατόπιν έπαιρναν φωτιά.
Σημαντική δράση στη θάλασσα ανέπτυξαν, ανάμεσα σε άλλους, οι Ψαριανοί Δημήτριος Παπανικολής και Κωνσταντίνος Κανάρης καθώς και ο Ανδρέας Μιαούλης από την Ύδρα.
Αντιδρώντας οι Τούρκοι, προχώρησαν σε αντίποινα σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού που κατοικούσε στα παράλια της Μικράς Ασίας αλλά και στα νησιά. Τον Απρίλιο του 1822 η Χίος καταστράφηκε ολοκληρωτικά από Τούρκους στρατιώτες και οι περισσότεροι από τους κατοίκους της σφαγιάσθηκαν. Ήταν ένα γεγονός που συγκλόνισε τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης.
Οι αποτυχίες του τουρκικού στόλου κατά το 1821 ανάγκασαν τον Σουλτάνο να ζητήσει τη συνδρομή του πασά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, ο οποίος διέθετε ένοπλες δυνάμεις εκπαιδευμένες από Ευρωπαίους αξιωματικούς.
Τα επόμενα χρόνια οι συγκρούσεις στη θάλασσα εντάθηκαν.
Τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του 1824 ενωμένος ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος επιτέθηκε στην Κάσο και τα Ψαρά, που αποτελούσαν τις κύριες ναυτικές βάσεις των επαναστατημένων Ελλήνων. Κι ενώ η διχόνοια ταλάνιζε τους Έλληνες, Τούρκοι και Αιγύπτιοι αποβιβάστηκαν στα δύο νησιά και μετά από σκληρές μάχες με τους υπερασπιστές τους, τα κατέστρεψαν.
Σε ναυμαχία που πραγματοποιήθηκε τέλη Αυγούστου του 1824 στον κόλπο του Γέροντα, στα παράλια της Μικράς Ασίας, ο ελληνικός στόλος κατάφερε να νικήσει τον ογκώδη τουρκοαιγυπτιακό.
Ο ναύαρχος Μιαούλης προκάλεσε σύγχυση στα εχθρικά πλοία με τους ελιγμούς που πραγματοποίησε, ενώ με επιτυχία χρησιμοποιήθηκαν και τα πυρπολικά, καταστρέφοντας μία φρεγάτα με 1.000 στρατιώτες και ναύτες. Μετά τη Ναυμαχία του Γέροντα, οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις διασκορπίστηκαν και υποχώρησαν αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο.
Στην Ήπειρο, Θεσσαλία
Ταυτόχρονα με την επανάσταση στη Νότια Ελλάδα εξεγέρθηκαν και οι Σουλιώτες στην Ήπειρο καθώς και οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες.
Ωστόσο, η έλλειψη οργάνωσης και η παρουσία ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στις περιοχές αυτές οδήγησε τις επαναστατικές κινήσεις σε αποτυχία.
Στην Ήπειρο οι εμπειροπόλεμοι Σουλιώτες, οι οποίοι από τον Δεκέμβριο του 1820 βρίσκονταν ξανά στο Σούλι, επαναστάτησαν. Τον ίδιο μήνα χτύπησαν τους Τούρκους, αποκόπτοντας την επικοινωνία των Ιωαννίνων με την Άρτα και την Πρέβεζα.
Κατόπιν επιτέθηκαν εναντίον της Πάργας και της Άρτας, που ήταν σημαντικές πόλεις της περιοχής, αλλά δεν μπόρεσαν να τις κυριεύσουν. Κατάφεραν, ωστόσο, να νικήσουν τον οθωμανικό στρατό στη θέση Πέντε Πηγάδια.
Στα τέλη του 1821, οι Αλβανοί σύμμαχοι τους εγκατέλειψαν και οι Σουλιώτες έμειναν αβοήθητοι. Υπέγραψαν τότε τρίμηνη ανακωχή με τους Οθωμανούς και επέστρεψαν αποκαρδιωμένοι στον ορεινό τόπο τους.
Μετά την εξόντωση του Αλή Πασά, ο Χουρσίτ Πασάς ετοιμαζόταν να περάσει με τα στρατεύματά του στην Πελοπόννησο, προκειμένου να καταπνίξει την Επανάσταση. Τότε Έλληνες και Φιλέλληνες αγωνιστές, με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, προσπάθησαν να τον εμποδίσουν.
Όμως ο οθωμανικός στρατός ήταν πολυάριθμος και οι ελληνικές δυνάμεις, χωρίς να έχουν την απαιτούμενη οργάνωση, νικήθηκαν στη μάχη του Πέτα στις 4 Ιουλίου του 1822.
Περίπου το 1/3 των Ελλήνων αγωνιστών σκοτώθηκε, αρκετοί άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν, ενώ άνοιξε ο δρόμος για την κατάληψη της Δυτικής Ελλάδας καθώς και για την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Τούρκους.
Επίσης, 68 από τους 93 Φιλέλληνες μαζί με τον αρχηγό τους Ανδρέα Δάνια έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Η βαριά ήττα έκανε τους Σουλιώτες να συνθηκολογήσουν τον Σεπτέμβριο του 1822, εγκαταλείποντας οριστικά το Σούλι.
Η Θεσσαλία εγέρθηκε το Μάιο του 1821. Υπό την ηγεσία των Φιλικών Άνθιμου Γαζή και Κυριάκου Μπασδέκη, επαναστάτησαν οι κάτοικοι του Πηλίου, ενθαρρυμένοι από την έλευση πλοίων από την Ύδρα.
Πολιόρκησαν τον Βόλο και το Βελεστίνο, αλλά διασκορπίστηκαν όταν κινήθηκε εναντίον τους ο Μαχμούτ Πασάς ή Δράμαλης από την κοντινή Λάρισα, που ήταν ισχυρή οθωμανική στρατιωτική βάση.
Τον ίδιο μήνα εξεγέρθηκε και η Μακεδονία εναντίον των Τούρκων, με πρωτοστάτη τον Σερραίο μεγαλέμπορο Εμμανουήλ Παπά, που είχε οριστεί από τη Φιλική Εταιρεία αρχηγός του Αγώνα στη Χαλκιδική.
Τον Μάρτιο του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς αναχώρησε με όπλα και πολεμοφόδια από την Κωνσταντινούπολη για το Άγιο Όρος, όπου σε γενική συνέλευση ανακηρύχθηκε «αρχηγός και υπερασπιστής» της Μακεδονίας και κήρυξε επίσημα την Επανάσταση. Με ορμητήριο το Άγιο Όρος, ξεσήκωσε τον Πολύγυρο και τη Σιθωνία, φτάνοντας μέχρι τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης.
Οι Τούρκοι αντέδρασαν αφοπλίζοντας τους κατοίκους, συλλαμβάνοντας προεστούς και καταστρέφοντας χωριά των περιοχών αυτών. Οι επαναστάτες πολέμησαν με τα οθωμανικά στρατεύματα στα Βασιλικά και στην Κασσάνδρα, ηττήθηκαν όμως και διαλύθηκαν.
Τουρκικές δυνάμεις πολιόρκησαν τη Νάουσα, όπου είχαν καταφύγει αγωνιστές σμίγοντας με τον αρματολό Τσάμη Καρατάσο και τον πρόκριτο Ζαφειράκη Λογοθέτη. Οι Τούρκοι την κυρίευσαν τον Απρίλιο του 1822. Η πόλη καταστράφηκε και γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους, για ν' αποφύγουν την αιχμαλωσία, έπεσαν στον γκρεμό της Αράπιτσας. Η εξέγερση στο Βορρά είχε κατασταλεί.
www.newsbomb.gr
Κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου τιμούμε και γιορτάζουμε τον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Τούρκου δυνάστη για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Εκ των πραγμάτων είναι η πιο σημαντική ημερομηνία στην ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, ως αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας.
Η επέτειος να γιορτάζουμε τον εθνικό ξεσηκωμό στις 25 Μαρτίου καθιερώθηκε στις 15 Μαρτίου 1838 από τον βασιλιά Όθωνα, προκειμένου να συνδεθεί με το εκκλησιαστικό γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ήταν και επιθυμία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας να συνδεθεί η έναρξη της επανάστασης με μια μεγάλη εκκλησιαστική εορτή για να τονωθεί το φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων.
Στην πραγματικότητα, η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1821, αλλά λίγες μέρες νωρίτερα στην Πελοπόννησο, μία περιοχή με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και μικρή στρατιωτική παρουσία των Τούρκων.
Ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Πελοποννήσου (Μόρα Βαλεσί) Χουρσίτ Πασάς βρισκόταν στα Γιάννινα για να εξοντώσει τον Αλή Πασά, ο οποίος είχε αυτονομηθεί από την Υψηλή Πύλη. Πριν από την αναχώρησή του, ο Χουρσίτ είχε λάβει διαβεβαιώσεις από τους προεστούς του Μοριά ότι οι φήμες που κυκλοφορούσαν για τον επικείμενο ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν ανυπόστατες.
Αχαιοί και Μανιάτες ερίζουν για το ποιος έριξε την πρώτη τουφεκιά του εθνικού ξεσηκωμού. Στις 21 Μαρτίου αρχίζει η πολιορκία των Καλαβρύτων από τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τους Πετμεζαίους. Είναι η πρώτη πολεμική ενέργεια της Επανάστασης και θα λήξει νικηφόρα μετά από πέντε ημέρες.
Στις 23 Μαρτίου οι Μανιάτες υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τη συνεπικουρία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Καλαμάτα και με διακήρυξή τους κάνουν γνωστό στη διεθνή κοινότητα τον ξεσηκωμό των Ελλήνων.
Την ίδια ημέρα, οι άνδρες του Αντρέα Λόντου θέτουν υπό τον έλεγχό τους τη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο), ενώ επαναστατικός αναβρασμός επικρατεί στην Πάτρα. Από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό το Άγιο Όρος αναχωρεί ο σερραίος έμπορος και φλογερός πατριώτης Εμμανουήλ Παππάς, προκειμένου να ξεκινήσει την Επανάσταση στη Μακεδονία.
Η 23η Μαρτίου είναι ο πρώτος σημαντικός σταθμός του εθνικού αγώνα και θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πάρει τη θέση της 25ης Μαρτίου στο εορταστικό καλεντάρι της χώρας μας.
Η καθιέρωση του εορτασμού
Πρώτος ο Παναγιώτης Σούτσος πρότεινε το 1834 την καθιέρωση εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης την 25η Μαρτίου, αναφέροντας ότι ήταν η ημέρα γενίκευσης της επανάστασης στην Πελοπόννησο και αναγέννησης της Ελλάδας, σε υπόμνημα το οποίο ο Ιωάννης Κωλέττης υπέβαλε στον Όθωνα ως πρόταση σχεδίου νόμου.
Το έγγραφο του Κωλέττη, τότε Υπ. Εσωτερικών, έχει ημερομηνία 22 Ιαν./2 Φεβρ. 1835 και πρότεινε στο Βασιλέα τη θέσπιση εορτασμών με πανελλήνιους αγώνες παρόμοιους με αυτούς της αρχαίας Ελλάδας.
Η εισήγησή του είναι σε γαλλική γλώσσα με γερμανική περίληψη.
Αναφέρει ότι ο "περίφημος Γερμανός" (celebre Germanos) κήρυξε την Επανάσταση στις 17 Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα, και ότι η επανάσταση γενικεύτηκε στην Πελοπόννησο την 25 Μαρτίου την οποία και θεωρεί ως εναρκτήρια ημερομηνία μιας νέας εποχής για την Ελλάδα.
Λέει μάλιστα ότι υπήρχε προφητεία των μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου ότι σ' αυτή την ημερομηνία θα συνέβαινε αναγέννηση της Ελλάδος, και ότι οι Οθωμανοί της Πελοποννήσου το γνώριζαν και κάθε χρόνο αυτή την ημερομηνία έπαιρναν έκτακτα μέτρα ασφαλείας.
Οι εορτασμοί που πρότεινε ο Κωλέττης περιλάμβαναν διαγωνισμούς στις τέχνες και τα γράμματα και σε διάφορα αγωνίσματα. Θα γίνονταν στην Τρίπολη, την Αθήνα, την Ύδρα και το Μεσολόγγι, εκ περιτροπής μέσα σε μία τετραετία, όπως στην αρχαιότητα οι Ολυμπιακοί, οι Πυθικοί κτλ.
Το 1836 τιμήθηκε η 25η Μαρτίου σε συνδυασμό με τα Καλάβρυτα και τον Π. Πατρών Γερμανό με χάλκινο μετάλλιο που κόπηκε με την ευκαιρία του γάμου του βασιλιά Όθωνα και της Αμαλίας.
Σ' αυτό εικονίζεται η θρυλική σκηνή, με τον Γερμανό να κρατά υψωμένη σημαία και σταυρό και δύο ένοπλους αγωνιστές σε κίνηση ορκωμοσίας ή χαιρετισμού. Φέρει την επιγραφή "ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΥΨΩΣΩ ΑΥΤΟΝ - ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 25 ΜΑΡΤ. 1821" (το απόφθεγμα είναι από την Έξοδο, ιε', 3). Η άλλη όψη του μεταλλίου εικονίζει τον Γερμανό.
Ο εορτασμός "εἰς τὸ διηνεκὲς" της Επανάστασης την 25η Μαρτίου καθιερώθηκε το 1838 με το Βασιλικό Διάταγμα 980 / 15(27)-3-1838 της Κυβέρνησης Όθωνος και συγκεκριμένα του Γεώργιου Γλαράκη, γραμματέα της Επικρατείας (υπουργού) επί των Εκκλησιαστικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Εσωτερικών.
Ο Γλαράκης ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρωσικού κόμματος, των Ναπαίων, που εκείνη την περίοδο απολάμβανε την εύνοια του Όθωνα.
Κατά την ιστορικό Χρ. Κουλούρη ο Γλαράκης προσπαθούσε να ενισχύσει τη δημοτικότητά του προσεταιριζόμενος την απήχηση των εκφραστών της Ορθοδοξίας, και ενδεχομένως σε αυτό να οφείλεται η θρησκευτική χροιά του διατάγματος και η καθιέρωση της εορτής.
Ωστόσο, κατά τον πρώτο εορτασμό της επετείου, το 1838, από τους ξένους πρέσβεις και προσωπικό πρεσβειών απουσίασαν από την εορτή μόνο αυτοί της Ρωσίας και της Αυστρίας με τους υπαλλήλους τους.
Εξ άλλου, από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης ήταν εμφανής η θρησκευτική διάσταση της Επανάστασης ακόμα και σε μη ορθόδοξους παρατηρητές ενώ οι θρησκευτικές αναφορές υπάρχουν σε όλα τα επίσημα κείμενα της Επανάστασης (π.χ. βλέπε Συνέλευση των Καλτεζών, Μάϊος 1821).
Από την Δ' Εθνοσυνέλευση του 1829 είχε ήδη εγκριθεί ψήφισμα για την ίδρυση Ναού όπου θα τιμάται η Θεία βοήθεια προς την Επανάσταση.
Ο πρώτος εορτασμός στην Αθήνα όπου συμμετείχαν ο Βασιλιάς Όθων και η Βασίλισσα Αμαλία, πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και πλήθος λαού, έγινε στον Ναό της Αγίας Ειρήνης.
Ο Μητροπολιτικός Ναός των Αθηνών θεμελιώθηκε την 25 Δεκ. 1842 και αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου για να τιμηθεί η 25 Μαρτίου 1821.
Το 1839, ο Αμβρόσιος Φραντζής αναφέρει ότι η 25η Μαρτίου ήταν ημέρα «ρητή και εμφυτευμένη εις τας καρδίας των Πελοποννησίων κτλ. ως ημέρα ενάρξεως της Ελληνικής επαναστάσεως», ενώ ο ίδιος παρουσιάζει τα γεγονότα στα οποία η 25η Μαρτίου είναι μια από τις ημέρες των πρώτων ενεργειών που άρχισαν μετά τα μέσα Μαρτίου και όχι «ημέρα ενάρξεως".
Μετά την επίσημη καθιέρωση του εορτασμού, και ιδίως το 1841, έγινε προσπάθεια οικειοποίησης της επετείου από την αντιπολιτευόμενη αντι-οθωνική μερίδα, με ιδιωτικούς εορτασμούς στους οποίους προβαλλόταν ιδιαίτερα η μορφή του Κοράη.
Η εορτή συνέχισε να είναι αντικείμενο κομματικών και τοπικιστικών αντιπαραθέσεων: ιδιαίτερες αντιδράσεις προκάλεσε το 1846 και 1847 η απόφαση του πρωθυπουργού Κωλέττη για την πραγματοποίηση επίσημης τελετής στον τάφο του ρουμελιώτη οπλαρχηγού Γεώργιου Καραϊσκάκη στο Φάληρο, καθώς θεωρήθηκε ότι οδηγούσε σε ταύτιση της Επανάστασης με ένα πρόσωπο.
Το σχέδιο της επανάστασης
Κατά την οργάνωση του σχεδίου η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο. Στην απόφαση αυτή συνέβαλαν όχι τόσο οι αβάσιμες υποσχέσεις κάποιων θερμόαιμων και υπεραισιόδοξων φιλικών, όσο η πεποίθηση του ίδιου του Υψηλάντη ότι οι τότε περιστάσεις ήταν οι πλέον ευνοϊκές.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τότε μια σειρά αντιδραστικών κινήσεων διαφόρων Πασάδων, ιδίως των περιοχών Τούνεσι και Μπαρμπαριάς.
Σημαντικότερος όμως αντιπερισπασμός για τους Έλληνες τότε ήταν η ανταρσία του Αλή Πασά, που έκανε κι αυτούς ακόμα τους Σουλιώτες να επιστρέψουν και να συμμαχήσουν με τον πρώην διώκτη τους, κατά της Αυτοκρατορίας.
Έπειτα υπήρχε η βεβαιότητα ότι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες θα ξέσπαγαν ταραχές πολύ σύντομα χάρη των ήδη γενομένων μυστικών ενεργειών του Ξάνθου και άλλων φιλικών από τους μυημένους οπλαρχηγούς των περιοχών αυτών, όπως του Γιωργάκη Νικολάου, από τον Όλυμπο, του Σάββα Καμινάρη, από την Πάτμο, του Γιάννη Φαρμάκη από το Μπλάτσι κ.ά.
Έτσι πιεσμένος από τις καταστάσεις ο Υψηλάντης εκδίδει προκήρυξη ανεξαρτησίας, περνάει τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και υψώνει τελικά τη σημαία της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας.
Δύο μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου εκδίδει επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο "Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος."
Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού, ενώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία, κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το Σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και παράλληλα εθελοντές από ολόκληρη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας μάλιστα το πρώτο τμήμα του Πυροβολικού με δύο πυροβόλα υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier).
Συγκροτείται ο Ιερός Λόχος αποτελούμενος από 500 σπουδαστές. Στις 4 Μαρτίου οι Έλληνες ναυτικοί κυριεύουν και εξοπλίζουν 15 πλοία, ενώ στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο (Γεωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης).
Ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821 και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα.
Οι λόγοι της αποτυχίας του θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, στην άρνηση του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου να τον συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά και στον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε', κατόπιν πιέσεων της Υψηλής Πύλης για σφαγές των Χριστιανών σε αντίποινα.
Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του στις 31 Ιανουαρίου 1828 πεθαίνει στη Βιέννη.
Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να απομακρυνθεί από το σώμα του και να σταλεί στην Ελλάδα. Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε από το Γεώργιο Λασσάνη και τώρα βρίσκεται στο Αμαλίειο στην Αθήνα. Η ζωή του και οι τρόποι του υποδεικνύουν ότι είχε Μυοτονική δυστροφία (DM).
Το σώμα του αρχικά θάφτηκε στο νεκροταφείο Αγ. Ο Μαρξ και αργότερα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο κάστρο Υψηλάντη-Σινά στην Rappoltenkirchen - Αυστρίας από μέλη της οικογένειάς του στις 18 Φλεβάρη του 1903.
H τελευταία μεταφορά του συνέβη τον Αύγουστο του 1964, όταν τελικά μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του. H Ypsilanti Township στο Michigan των ΗΠΑ πήρε το όνομά της προς τιμήν του. Αργότερα η πόλη της Ypsilanti, η οποίο βρίσκεται εντός του δήμου, πήρε το όνομά της από τον αδελφό του, Δημήτριο.
Ας δούμε όμως αναλυτικά, τα σημαντικότερα σημεία της επανάστασης.
Η Πελοπόννησος και η άλωση της Τριπολιτσάς
Οι Έλληνες επαναστάτες στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη αποφάσισαν να πολιορκήσουν την Τριπολιτσά, που ήταν η στρατιωτική έδρα των Τούρκων στην περιοχή. Η άλωσή της, τον Σεπτέμβριο του 1821, τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 στην Πελοπόννησο, ο Χουρσίτ Πασάς έστειλε 3.500 στρατιώτες να υπερασπιστούν την Τριπολιτσά (Τρίπολη), όπου είχε και την οικογένειά του.
Οι επαναστατημένοι Έλληνες πάλι, αφού κατέλαβαν την Καλαμάτα, έκαναν σύσκεψη για τις παραπέρα ενέργειές τους.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πρότεινε να πολιορκήσουν την Τριπολιτσά, που ήταν η κεντρική διοικητική, εμπορική και στρατιωτική έδρα των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Πίστευε πως αν οι Έλληνες κατόρθωναν να την κυριεύσουν, θα αποδυναμώνονταν και τα υπόλοιπα κάστρα της περιοχής. Ετσι, επαναστάτες με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη κινήθηκαν προς την Τριπολιτσά, έστησαν στρατόπεδα στα βουνά γύρω από αυτήν και η πολιορκία άρχισε. Μετά την ήττα των Τούρκων στο Βαλτέτσι, κοντά στην Τριπολιτσά, οι Έλληνες αγωνιστές μπόρεσαν να προωθηθούν πιο κοντά στην πόλη.
Στην πολιορκία συμμετείχε και ο Δημήτριος Υψηλάντης, που είχε αναλάβει την αρχηγία του Αγώνα, ενώ τα τέσσερα κεντρικά στρατόπεδα διηύθυναν ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς (Αναγνώστης Παπαγεωργίου), ο Παναγιώτης Γιατράκος και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Επίσης, είχαν σταλεί ελληνικές δυνάμεις στα Μέγαρα, για να εμποδίσουν τουρκικές ενισχύσεις να φτάσουν στην Τριπολιτσά από την Αθήνα.
Οσο περνούσε ο καιρός, η πολιορκία γινόταν πιο στενή. Στην πόλη τα τρόφιμα λιγόστεψαν και άρχισε η διχόνοια. Η Τριπολιτσά έπεσε στα χέρια των επαναστατών στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821. Ακολούθησαν σφαγές και λεηλασίες. Οπλισμένοι οι Έλληνες, μπήκαν στην πόλη χτυπώντας τους Τούρκους, που οχυρώθηκαν στα σπίτια τους.
Οι Οθωμανοί που κλείστηκαν στον κεντρικό πύργο, τη Μεγάλη Τάπια, παραδόθηκαν έπειτα από τρεις ημέρες από έλλειψη νερού.
Η άλωση της Τριπολιτσάς, έξι μήνες από την έναρξη της Επανάστασης, ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς είχε συντριβεί η βασική στρατιωτική βάση του οθωμανικού στρατού στην Πελοπόννησο και χιλιάδες τουρκικά όπλα πέρασαν στην κατοχή των Ελλήνων, τονώνοντας το ηθικό τους. Οι εξεγερμένοι πίστεψαν πια πως οι Τούρκοι δεν ήταν ακατανίκητοι. Στη συνέχεια, οι νικητές της Τριπολιτσάς στράφηκαν στα περιφερειακά κάστρα της Πελοποννήσου, για να τα πολιορκήσουν.
Η εκστρατεία του Δράμαλη
Κατά τη διάρκεια του 1821, οι Τούρκοι επιχείρησαν να στείλουν στην Πελοπόννησο τρία ασκέρια, για να καταπνίξουν την Επανάσταση. Κανένα τους όμως δεν κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του, λόγω της ένοπλης αντίστασης των Ελλήνων αγωνιστών της Στερεάς Ελλάδας. Το ένα από αυτά διοικούσε ο Μαχμούτ, που ονομαζόταν και Δράμαλης επειδή καταγόταν από τη Δράμα.
Ο Δράμαλης ήταν πασάς της Λάρισας και διέθετε στρατιωτική πείρα από προηγούμενες επιχειρήσεις στη Σερβία, στις οποίες συμμετείχε. Αφού κατέστειλε τα επαναστατικά κινήματα στο Πήλιο, στα Άγραφα και στον Ασπροπόταμο, διορίστηκε αρχηγός της εκστρατείας στην Πελοπόννησο.
Έτσι την άνοιξη του 1822, αφού συγκέντρωσε στην Υπάτη 18.000 στρατιώτες (πεζούς και ιππείς), πυροβόλα και εκατοντάδες μεταφορικά ζώα, κατευθύνθηκε νότια.
Ο Δράμαλης πυρπόλησε τη Θήβα και μέσω των Μεγάρων πέρασε με τον πολυάριθμο στρατό του στην Κόρινθο. Από εκεί έφτασε μέχρι το Άργος χωρίς να συναντήσει αντίσταση.
Τότε ο Κολοκοτρώνης μαζί με άλλους αγωνιστές έθεσε υπό τον έλεγχο του τις διαβάσεις και τα περάσματα, απομονώνοντας τη στρατιά του Δράμαλη στην πεδιάδα της Αργολίδας.
Ταυτόχρονα, μέσα στο φρούριο του Άργους κλείστηκαν ένοπλοι με αρχηγούς τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Πάνο, γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Οι επαναστάτες, εφαρμόζοντας την τακτική της «καμένης γης», έκαψαν ταγεννήματα και τα αποθηκευμένα σιτηρά.
Εξαντλημένοι από την πολιορκία του κάστρου, από την έλλειψη τροφής και τις ασθένειες, οι Οθωμανοί αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Κόρινθο. Όμως οι τέσσερις οδοί διαφυγής είχαν καταληφθεί έγκαιρα από τις ελληνικές δυνάμεις, με εντολή του Κολοκοτρώνη.
Ο ίδιος έπιασε το στενό των Δερβενακίων με 2.500 πολεμιστές, κρύβοντας μέσα σε θάμνους 800 από αυτούς. Αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί, όπως ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος), ο Παπαφλέσσας και ο αδελφός του Νικήτας Φλέσσας, κατέφθασαν για να βοηθήσουν.
Στις 26 Ιουλίου του 1822 έγινε φονική μάχη στα Δερβενάκια, κατά την οποία οι Τούρκοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν. Όσοι κατάφεραν να σωθούν, κατέφυγαν στην Κόρινθο. Στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν πολλά λάφυρα, ενώ ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος.
Έχοντας χάσει το 1/5 του στρατεύματος του, πολεμικό υλικό και πολλά ζώα, ο Δράμαλης πέθανε από τη λύπη του στην Κόρινθο. Η Επανάσταση για άλλη μια φορά είχε σωθεί.
Η επανάσταση στα νησιά
Η επανάσταση από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα μεταδόθηκε σύντομα στα νησιά του Αιγαίου. Πρώτα επαναστάτησαν οι κοντινές Σπέτσες με τη Μπουμπουλίνα, τον Απρίλιο του 1821 και ακολούθησε η Ύδρα, με πρωτοστάτη τον πλοίαρχο Αντώνιο Οικονόμου. Στη συνέχεια ξεσηκώθηκαν τα Ψαρά, η Σάμος, η Κάσος και τα Δωδεκάνησα. Επαναστατική δραστηριότητα εκδηλώθηκε και στην Κρήτη, ιδιαίτερα στα Σφακιά, ενώ οι κάτοικοι των Κυκλάδων φάνηκαν διστακτικοί.
Τα εξεγερμένα νησιά συμμετείχαν αποφασιστικά στον μεγάλο ξεσηκωμό του 1821. Τα ελληνικά καράβια, παρόλο που ήταν λιγότερα σε αριθμό και μικρότερα σε χωρητικότητα, κυριαρχούσαν στο Αιγαίο, καθώς ήταν ταχύτερα και διέθεταν πληρώματα με μεγάλη ναυτική εμπειρία.
Οι Έλληνες ναυτικοί διακρίθηκαν σε τρία είδη πολεμικών επιχειρήσεων: στην πολιορκία παραθαλάσσιων κάστρων, όπως η Μονεμβασιά και το Ναυαρίνο και στην υποστήριξη χερσαίων μαχών από τη θάλασσα, σε καταδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου αιχμαλώτιζαν ή κατέστρεφαν εχθρικά πλοία, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ο τουρκικός στόλος να πλεύσει προς την Πελοπόννησο και σε ναυμαχίες στο ανοιχτό πέλαγος, στις οποίες συμμετείχαν και τα περίφημα πυρπολικά, σκάφη γεμάτα με εύφλεκτο υλικό που προσδένονταν στα οθωμανικά πλοία και κατόπιν έπαιρναν φωτιά.
Σημαντική δράση στη θάλασσα ανέπτυξαν, ανάμεσα σε άλλους, οι Ψαριανοί Δημήτριος Παπανικολής και Κωνσταντίνος Κανάρης καθώς και ο Ανδρέας Μιαούλης από την Ύδρα.
Αντιδρώντας οι Τούρκοι, προχώρησαν σε αντίποινα σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού που κατοικούσε στα παράλια της Μικράς Ασίας αλλά και στα νησιά. Τον Απρίλιο του 1822 η Χίος καταστράφηκε ολοκληρωτικά από Τούρκους στρατιώτες και οι περισσότεροι από τους κατοίκους της σφαγιάσθηκαν. Ήταν ένα γεγονός που συγκλόνισε τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης.
Οι αποτυχίες του τουρκικού στόλου κατά το 1821 ανάγκασαν τον Σουλτάνο να ζητήσει τη συνδρομή του πασά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, ο οποίος διέθετε ένοπλες δυνάμεις εκπαιδευμένες από Ευρωπαίους αξιωματικούς.
Τα επόμενα χρόνια οι συγκρούσεις στη θάλασσα εντάθηκαν.
Τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του 1824 ενωμένος ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος επιτέθηκε στην Κάσο και τα Ψαρά, που αποτελούσαν τις κύριες ναυτικές βάσεις των επαναστατημένων Ελλήνων. Κι ενώ η διχόνοια ταλάνιζε τους Έλληνες, Τούρκοι και Αιγύπτιοι αποβιβάστηκαν στα δύο νησιά και μετά από σκληρές μάχες με τους υπερασπιστές τους, τα κατέστρεψαν.
Σε ναυμαχία που πραγματοποιήθηκε τέλη Αυγούστου του 1824 στον κόλπο του Γέροντα, στα παράλια της Μικράς Ασίας, ο ελληνικός στόλος κατάφερε να νικήσει τον ογκώδη τουρκοαιγυπτιακό.
Ο ναύαρχος Μιαούλης προκάλεσε σύγχυση στα εχθρικά πλοία με τους ελιγμούς που πραγματοποίησε, ενώ με επιτυχία χρησιμοποιήθηκαν και τα πυρπολικά, καταστρέφοντας μία φρεγάτα με 1.000 στρατιώτες και ναύτες. Μετά τη Ναυμαχία του Γέροντα, οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις διασκορπίστηκαν και υποχώρησαν αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο.
Στην Ήπειρο, Θεσσαλία
Ταυτόχρονα με την επανάσταση στη Νότια Ελλάδα εξεγέρθηκαν και οι Σουλιώτες στην Ήπειρο καθώς και οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες.
Ωστόσο, η έλλειψη οργάνωσης και η παρουσία ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στις περιοχές αυτές οδήγησε τις επαναστατικές κινήσεις σε αποτυχία.
Στην Ήπειρο οι εμπειροπόλεμοι Σουλιώτες, οι οποίοι από τον Δεκέμβριο του 1820 βρίσκονταν ξανά στο Σούλι, επαναστάτησαν. Τον ίδιο μήνα χτύπησαν τους Τούρκους, αποκόπτοντας την επικοινωνία των Ιωαννίνων με την Άρτα και την Πρέβεζα.
Κατόπιν επιτέθηκαν εναντίον της Πάργας και της Άρτας, που ήταν σημαντικές πόλεις της περιοχής, αλλά δεν μπόρεσαν να τις κυριεύσουν. Κατάφεραν, ωστόσο, να νικήσουν τον οθωμανικό στρατό στη θέση Πέντε Πηγάδια.
Στα τέλη του 1821, οι Αλβανοί σύμμαχοι τους εγκατέλειψαν και οι Σουλιώτες έμειναν αβοήθητοι. Υπέγραψαν τότε τρίμηνη ανακωχή με τους Οθωμανούς και επέστρεψαν αποκαρδιωμένοι στον ορεινό τόπο τους.
Μετά την εξόντωση του Αλή Πασά, ο Χουρσίτ Πασάς ετοιμαζόταν να περάσει με τα στρατεύματά του στην Πελοπόννησο, προκειμένου να καταπνίξει την Επανάσταση. Τότε Έλληνες και Φιλέλληνες αγωνιστές, με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, προσπάθησαν να τον εμποδίσουν.
Όμως ο οθωμανικός στρατός ήταν πολυάριθμος και οι ελληνικές δυνάμεις, χωρίς να έχουν την απαιτούμενη οργάνωση, νικήθηκαν στη μάχη του Πέτα στις 4 Ιουλίου του 1822.
Περίπου το 1/3 των Ελλήνων αγωνιστών σκοτώθηκε, αρκετοί άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν, ενώ άνοιξε ο δρόμος για την κατάληψη της Δυτικής Ελλάδας καθώς και για την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Τούρκους.
Επίσης, 68 από τους 93 Φιλέλληνες μαζί με τον αρχηγό τους Ανδρέα Δάνια έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Η βαριά ήττα έκανε τους Σουλιώτες να συνθηκολογήσουν τον Σεπτέμβριο του 1822, εγκαταλείποντας οριστικά το Σούλι.
Η Θεσσαλία εγέρθηκε το Μάιο του 1821. Υπό την ηγεσία των Φιλικών Άνθιμου Γαζή και Κυριάκου Μπασδέκη, επαναστάτησαν οι κάτοικοι του Πηλίου, ενθαρρυμένοι από την έλευση πλοίων από την Ύδρα.
Πολιόρκησαν τον Βόλο και το Βελεστίνο, αλλά διασκορπίστηκαν όταν κινήθηκε εναντίον τους ο Μαχμούτ Πασάς ή Δράμαλης από την κοντινή Λάρισα, που ήταν ισχυρή οθωμανική στρατιωτική βάση.
Τον ίδιο μήνα εξεγέρθηκε και η Μακεδονία εναντίον των Τούρκων, με πρωτοστάτη τον Σερραίο μεγαλέμπορο Εμμανουήλ Παπά, που είχε οριστεί από τη Φιλική Εταιρεία αρχηγός του Αγώνα στη Χαλκιδική.
Τον Μάρτιο του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς αναχώρησε με όπλα και πολεμοφόδια από την Κωνσταντινούπολη για το Άγιο Όρος, όπου σε γενική συνέλευση ανακηρύχθηκε «αρχηγός και υπερασπιστής» της Μακεδονίας και κήρυξε επίσημα την Επανάσταση. Με ορμητήριο το Άγιο Όρος, ξεσήκωσε τον Πολύγυρο και τη Σιθωνία, φτάνοντας μέχρι τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης.
Οι Τούρκοι αντέδρασαν αφοπλίζοντας τους κατοίκους, συλλαμβάνοντας προεστούς και καταστρέφοντας χωριά των περιοχών αυτών. Οι επαναστάτες πολέμησαν με τα οθωμανικά στρατεύματα στα Βασιλικά και στην Κασσάνδρα, ηττήθηκαν όμως και διαλύθηκαν.
Τουρκικές δυνάμεις πολιόρκησαν τη Νάουσα, όπου είχαν καταφύγει αγωνιστές σμίγοντας με τον αρματολό Τσάμη Καρατάσο και τον πρόκριτο Ζαφειράκη Λογοθέτη. Οι Τούρκοι την κυρίευσαν τον Απρίλιο του 1822. Η πόλη καταστράφηκε και γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους, για ν' αποφύγουν την αιχμαλωσία, έπεσαν στον γκρεμό της Αράπιτσας. Η εξέγερση στο Βορρά είχε κατασταλεί.
www.newsbomb.gr