Δεν είδα την εκπομπή του Λαζόπουλου. Έχω πάψει καιρό να την παρακολουθώ. Στο μέσο της τηλεοπτικής διαδρομής άρχισε να «καπνίζει» το καπό του εγκεφάλου και το μυαλό να «ξερνά» πίσω όλα όσα μου σέρβιρε τυλιγμένα με τον πορφυρό μανδύα της σάτιρας που δεν γνωρίζει όρια. Παλαιότερα στηνόμουν συχνά πυκνά μπροστά στην τηλεόραση και χαζολογούσα – έχω γελάσει με αστεία του, έχω αποδεχθεί τις ατέρμονες ηθικολογίες του, έχω προσπεράσει, χωρίς εκνευρισμό, την απροκάλυπτη πολιτική προπαγάνδα, αποδεχόμενος ότι στη νέα εποχή κάπως έτσι είναι η στρατευμένη τέχνη.
Θα μου πεις τώρα, παράγει τηλεοπτική «τέχνη» ο Λαζόπουλος; Ας πούμε για την οικονομία της κουβέντας ότι επειδή αδυνατώ να αντιληφθώ το πλαίσιο της τέχνης στην ολότητά του και επειδή οι πολιτιστικές γνώσεις μου είναι περιορισμένες, έχω διευρύνει στο μυαλό μου τι εστί τέχνη και λίγο πολύ θεωρώ τα πάντα τέχνη. Από τον Σεφερλή στο Δελφινάριο και τον Παντελίδη –που η μόνη λέξη που βρήκε ο τιτάνας να κάνει ομοιοκαταληξία στον στίχο «γκόμενα» ήταν τα «Κατεχόμενα» στη συναυλία του στην Κύπρο– μέχρι τον τραπεζοϋπάλληλο από τον Άγιο Στέφανο που στον ελεύθερο χρόνο του παίζει σε ερασιτεχνικές παραστάσεις για 20-30 φίλους σε κάποιο γειτονικό θεατράκι. Και από τον 16χρονο που σαμπλάρει με τους κολλητούς σε κάποια γωνιά της Αθήνας μέχρι το παλικάρι που μένει από πάνω μου και μαθαίνει φλογέρα αυτή την εποχή και του υπόσχομαι ότι μια μέρα θα μπω κρυφά στο σπίτι του, θα την πάρω και θα την πετάξω με τα ίδια μου τα χέρια στη βαθύτερη άβυσσο της γης, η οποία παρεμπιπτόντως είναι αυτή. Τέχνη τα πάντα λοιπόν, και ο καθένας ας κάνει τις επιλογές του βασιζόμενος στα προσωπικά του ποιοτικά κριτήρια. Θέλεις Ελύτη, θέλεις Σεφέρη, θέλεις Λένα Μαντά, βάλ' τα όλα στο μίξερ και ό,τι προτιμά ο καθένας. Τέχνη και ο Λάκης λοιπόν, έστω κι αν οι εμφανίσεις του παραπέμπουν περισσότερο πια σε τηλε-ευαγγελιστή του λαϊκισμού και της ευκολίας και λιγότερο σε stand-up comedian που θέλει να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα μέσα από την κοφτερή σάτιρα. Κάποτε βέβαια ο λόγος του Λάκη ήταν νόμος για μεγάλη μερίδα του κόσμου.
Ήταν η εποχή της τηλεοπτικής παντοκρατορίας του. Τα νούμερα της εκπομπής του άγγιζαν αστρονομικά επίπεδα: 50%, 60%. Τον έβλεπαν εκατομμύρια άνθρωποι – άλλοι ενοχικά και με πνεύμα αμφισβήτησης και άλλοι απολαμβάνοντας τις τηλεοπτικές παραστάσεις του σαν ζεματιστά μπουρεκάκια. Απαλά και εύκολα στην πρώτη μπουκιά, γαργαλιστικά και πικάντικα στον οισοφάγο. To γεγονός ήταν ένα: Είχε ξαναγίνει επιδραστικός. Λίγοι ήταν οι επικριτές εκείνα τα χρόνια, ακόμα λιγότεροι όσοι μιλούσαν για τον τηλε-δημαγωγό που ηθικολογεί με την ευκολία κληρικού, που κανιβαλίζει ανέξοδα τα παρατράγουδα της εγχώριας υποκουλτούρας, που κατακρίνει σφοδρά «εχθρούς» και την ίδια ώρα λιβανίζει συγγενείς και φίλους. Όλα αυτά όμως είναι ιστορία. Σιγά-σιγά, η φιγούρα του νέου Λαζόπουλου άρχισε να σιγοσβήνει στο κεφάλι μου. Ξέμεινα με την ευχάριστη ανάμνηση των Μήτσων και τον εγκατέλειψα ως τηλεθεατής –άλλωστε υπάρχουν πια απείρως καλύτεροι κωμικοί, νέα παιδιά, που ζουν στον πραγματικό κόσμο όπου υπάρχουν πραγματικά προβλήματα και χρησιμοποιούν το ταλέντο και το χιούμορ τους για να μιλήσουν εξόχως πιο εύστοχα γι' αυτά, προσπαθώντας να αλλάξουν νοοτροπίες.
Γι' αυτό ομολογώ πως δεν με εξέπληξε ιδιαίτερα σήμερα το πρωί όταν διάβασα πως ο Λάκης Λαζόπουλος στην τελευταία εκπομπή του, θέλοντας να ασκήσει κριτική στον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είπε το αδιανόητο: «Όταν ο άνθρωπος είναι καθηλωμένος σε μια καρέκλα, σιγά-σιγά το μυαλό του καθηλώνεται σε μια ιδέα. Αυτό το θεωρώ παράνοια, παραφροσύνη». Την ώρα που γράφω αυτό το κείμενο δεν γνωρίζω αν υπάρχουν αντιδράσεις από συλλόγους ΑΜΕΑ, ούτε θέλησα να διαβάσω σχόλια για να μη φορτιστώ περαιτέρω αρνητικά για μια φράση που τη θεωρώ όχι απλώς στιγματιστική, ρατσιστική, φοβική, κυρίως τη θεωρώ επικίνδυνη να την ακούν νέοι άνθρωποι. Ο Λαζόπουλος δεν κριτίκαρε ένα σύμβολο εξουσίας, αντιθέτως έβαλλε κατά της διαφορετικότητας ενός ατόμου. Το αν αυτός τυγχάνει να είναι ένας πανίσχυρος υπουργός Οικονομικών μιας χώρας που ηγεμονεύει την Ευρώπη έρχεται σε τελευταία μοίρα. Η ουσία παραμένει. Ο δημόσιος διάλογος καταβροχθίζει τα πάντα στο διάβα του, την ώρα που λοιδορούνται ευπαθείς κοινωνικές ομάδες στην αρένα της τηλε-πολιτικής. Είναι άραγε αυτή η νέα πραγματικότητα; Μια οριστική και αμετάκλητη συνθήκη κοινωνικού ξεκατινιάσματος με θύματα τους πάντες;
Πρόσφατα ταξιδέψαμε με το VICE στην Πάτρα για ένα μικρό βίντεο με θέμα μια κατασκευή που επιτρέπει στα άτομα με αναπηρία να μπαίνουν αυτόνομα στη θάλασσα. Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια τα άτομα με αναπηρία έπρεπε είτε να τα κουβαλήσει κάποιος στην αγκαλιά και να τα εναποθέσει στο νερό –αν βέβαια υπήρχε υποστηρικτικό δίκτυο γι' αυτά: φίλοι, συγγενείς κ.λπ.– είτε ενίοτε να σέρνονται μόνα τους στην άμμο προσπαθώντας να κάνουν το αυτονόητο για τον καθένα μας: να κολυμπήσουν. Παρατηρώντας το φαινόμενο αυτό, ο Γεράσιμος Φεσσιάν, άτομο με αναπηρία και ο ίδιος –ο οποίος είχε να επισκεφτεί την παραλία οκτώ χρόνια–, σκέφτηκε ένα μηχανισμό για να μπορούν να μπαίνουν αυτόνομα στο νερό οι άνθρωποι. Επισκέφτηκε δυο νέους διδακτορικούς φοιτητές, τον Ιγνάτιο Φωτίου και τον Γιώργο Σωτηριάδη, και τους ρώτησε αν υπάρχει κάποια τέτοιου τύπου κατασκευή. Εκείνοι του απάντησαν πως σίγουρα θα υπάρχει κάπου στο εξωτερικό. Είχαν άδικο. Δεν υπήρχε τίποτα παγκοσμίως. Στείλαμε τον άνθρωπο στο φεγγάρι, ταξιδέψαμε στα βάθη των ωκεανών, δημιουργήσαμε τεχνητή νοημοσύνη και κλώνους, μελετήσαμε το DNA, ανακαλύψαμε το μποζόνιο Higgs, αλλά ουδέποτε σκεφτήκαμε ότι τα άτομα με αναπηρία δεν έχουν πρόσβαση στη θάλασσα. Μάλιστα, όπως μου αποκάλυψε ο Ιγνάτιος, εξεπλάγη και ο ίδιος όταν κατάλαβε ότι πουθενά στον κόσμο η τεχνολογία δεν είχε προνοήσει ποτέ ώστε οι άνθρωποι με κινητικά προβλήματα να μπορούν να μπουν ΑΥΤΟΝΟΜΑ στο νερό. Κάπως έτσι, σε έναν επαρχιακό δρόμο κάπου στην Πάτρα, σε ένα χωράφι στη μέση του πουθενά, υπάρχει σήμερα μια εγκατάσταση που δεν θυμίζει το Πάλο Άλτο της Καλιφόρνια, όπου οι εργαζόμενοι χαλαρώνουν σε μασαζοκαρέκλες οραματιζόμενοι το επόμενο app που θα ρίξει το internet, αλλά είναι το καταφύγιο κάτι περίεργων μηχανολόγων με φουσκάλες στα χέρια και μουτζουρωμένες μπλούζες οι οποίοι πήραν την ανάγκη του Γεράσιμου και μέσα από εκατοντάδες προβλήματα κάθε φύσεως δημιούργησαν κάτι που μπορεί να εξυπηρετήσει εκατομμύρια άτομα με αναπηρία ανά τον κόσμο, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να αφεθούν έστω για λίγο στην υγρή απαλότητα του νερού. Κι αυτή η ιδέα ξεκίνησε από την ελεύθερη σκέψη ενός ανθρώπου «καθηλωμένου σε μια καρέκλα» που το «παρανοϊκό» μυαλό του δεν συμβιβάστηκε με την πραγματικότητα που του επέβαλε η ζωή, άφησε στην άκρη τα χαμηλά ένστικτα, αυτά που χαϊδεύει ο Λαζόπουλος στα σόου του, και μετέτρεψε την ανάγκη του σε μια φρέσκια, πραγματική, ουσιαστική ιδέα για την οποία πάλεψε και την οποία εντέλει υλοποίησε. Έτσι, με τον καιρό συστήθηκε ξανά με τη θάλασσα που τόσο αγαπάει, κοινωνικοποιήθηκε με άλλα άτομα με αναπηρία, έγινε ξανά ζωντανό κομμάτι της παραλίας. Κι όσο κι αν σκούζουν οι Λαζόπουλοι αυτού του κόσμου, όσα ρατσιστικά και στιγματιστικά λογύδρια κι αν βγάλουν, κάτω από το νερό δεν ακούγεται τίποτα. Είναι όλα ήσυχα. Γαλήνια.
vice.com/gr