Η διαμάχη για την πατρότητα των στίχων στην "Συννεφιασμένη Κυριακή" –
Γιατί λογοκρίθηκε "Το βαπόρι απ” την Περσία" – Ποια ήταν η "Αρχόντισσα"
Ο συνθέτης έγραψε τη μουσική του τραγουδιού το 1948. Για τους
στίχους, υπάρχουν μέχρι σήμερα αμφιβολίες, αφού την πατρότητα, εκτός από
τον Τσιτσάνη, διεκδίκησε και ο συνθέτης Αλέκος Γκούβερης. Ο ίδιος ο
Τσιτσάνης, σε συνεντεύξεις του, είχε εξηγήσει πως εμπνεύστηκε τους
στίχους την περίοδο της Κατοχής.
«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ” ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε, ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ” έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι, είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως, είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι», είχε πει σε συνέντευξή του στον Γιώργο Λιάνη, το 1972.
Ο Γκούβερης αντίστοιχα, υποστήριζε ότι έγραψε τους στίχους το 1948, μια Κυριακή που έχασε η αγαπημένη του ομάδα Α.Ε. Λάρισας. Η ήττα τον στεναχώρησε πολύ και τον ενέπνευσε να γράψει το τραγούδι.
Όποιος και αν είναι ο πραγματικός στιχουργός της Συννεφιασμένης Κυριακής, το σίγουρο είναι ότι τραγούδι δε γράφτηκε για να περιγράψει απλώς τα καιρικά φαινόμενα και ο λαός έχει ταυτιστεί απόλυτα με τους στίχους, τη μουσική και το μήνυμα που ο καθένας θεωρεί ότι εισπράττει.
Οι 11 τόνοι χασίς είχαν κρυφτεί ανάμεσα σε κάποια κεντήματα, που μετέφερε το πλοίο. Η είδηση απασχόλησε τα μέσα της εποχής και ενέπνευσε τον Τσιτσάνη, που έγραψε ένα από τα γνωστότερα και πιο επιτυχημένα χασικλίδικα τραγούδια.
Αρχικά το τραγούδι λογοκρίθηκε, αλλά αργότερα κυκλοφόρησε ολόκληρο, όπως το ξέρουμε και το τραγουδάμε μέχρι σήμερα.
Η «Αρχόντισσα» του τραγουδιού ήταν υπαρκτό πρόσωπο, από την Αθήνα. Την έλεγαν Ελίζα και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ενέπνευσε τον Τσιτσάνη, όταν περιφρόνησε ένα φίλο του, που την είχε ερωτευτεί παράφορα. Το τραγούδι έκανε τεράστια επιτυχία. Όπως είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του, όταν κατέβηκε στην Αθήνα, μετά το τέλος της θητείας του, άκουσε να το παίζουν όλες οι λατέρνες και οι ρομβίες της πόλης.
Δυστυχώς, η πρωταγωνίστρια του τραγουδιού, η Ελίζα, δεν είχε την ίδια τύχη, αφού λίγα χρόνια μετά, τη σκότωσαν οι Γερμανοί.
Το 1955, ο Τσιτσάνης έγραψε τα περίφημα «Καβουράκια». Η
ιστορία ήταν μια ιδέα της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου, αλλά το τραγούδι
δημιουργήθηκε εξ’ ολοκλήρου από τον λαϊκό συνθέτη. Τότε όμως, κάποιοι
τον κατηγόρησαν ότι το έκλεψε.
Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε από τον Τάσο Κουτσοθανάση, είπε: «Μπορεί κάποτε, κατά καιρούς, να έχω πάρει ένα 5% ξένο στίχο, αυτό το έκανα από φιλανθρωπία, για να τους βοηθήσω να γίνουν γνωστές οι ικανότητές τους στις εταιρίες». Η επιτυχία του τραγουδιού ήταν τέτοια, που σίγουρα δικαίωσε τον δημιουργό του, όποιος και ήταν αυτός.
Συννεφιασμένη Κυριακή
Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ” ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε, ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ” έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι, είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως, είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι», είχε πει σε συνέντευξή του στον Γιώργο Λιάνη, το 1972.
Ο Γκούβερης αντίστοιχα, υποστήριζε ότι έγραψε τους στίχους το 1948, μια Κυριακή που έχασε η αγαπημένη του ομάδα Α.Ε. Λάρισας. Η ήττα τον στεναχώρησε πολύ και τον ενέπνευσε να γράψει το τραγούδι.
Όποιος και αν είναι ο πραγματικός στιχουργός της Συννεφιασμένης Κυριακής, το σίγουρο είναι ότι τραγούδι δε γράφτηκε για να περιγράψει απλώς τα καιρικά φαινόμενα και ο λαός έχει ταυτιστεί απόλυτα με τους στίχους, τη μουσική και το μήνυμα που ο καθένας θεωρεί ότι εισπράττει.
Το βαπόρι απ΄ την Περσία
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ο Βασίλης Τσιτσάνης δημιουργεί μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Ένα χασικλίδικο τραγούδι, «το Βαπόρι από την Περσία», που ακούγεται παντού. Η επιτυχία του ήταν αναμενόμενη, μιας και αναφερόταν σε πραγματικό γεγονός. Τον Ιανουάριο του 1977, οι λιμενικές αρχές εντόπισαν στον Κορινθιακό κόλπο, στο πλοίο «Γκλόρια», μια τεράστια για την εποχή ποσότητα χασίς.Οι 11 τόνοι χασίς είχαν κρυφτεί ανάμεσα σε κάποια κεντήματα, που μετέφερε το πλοίο. Η είδηση απασχόλησε τα μέσα της εποχής και ενέπνευσε τον Τσιτσάνη, που έγραψε ένα από τα γνωστότερα και πιο επιτυχημένα χασικλίδικα τραγούδια.
Αρχικά το τραγούδι λογοκρίθηκε, αλλά αργότερα κυκλοφόρησε ολόκληρο, όπως το ξέρουμε και το τραγουδάμε μέχρι σήμερα.
Το βαπόρι απ’ την Περσία
πιάστηκε στην Κορινθία
Τόννοι έντεκα γεμάτο
με χασίσι μυρωδάτο
Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια
που θα μείνουνε χαρμάνια
«Αρχόντισσα»
Το 1938 ο Τσιτσάνης έγραψε την «Αρχόντισσα», στη Θεσσαλονίκη, στο τμήμα τηλεγραφητών, όπου είχε καταταγεί, για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία.Η «Αρχόντισσα» του τραγουδιού ήταν υπαρκτό πρόσωπο, από την Αθήνα. Την έλεγαν Ελίζα και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ενέπνευσε τον Τσιτσάνη, όταν περιφρόνησε ένα φίλο του, που την είχε ερωτευτεί παράφορα. Το τραγούδι έκανε τεράστια επιτυχία. Όπως είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του, όταν κατέβηκε στην Αθήνα, μετά το τέλος της θητείας του, άκουσε να το παίζουν όλες οι λατέρνες και οι ρομβίες της πόλης.
Δυστυχώς, η πρωταγωνίστρια του τραγουδιού, η Ελίζα, δεν είχε την ίδια τύχη, αφού λίγα χρόνια μετά, τη σκότωσαν οι Γερμανοί.
Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια
τα ζήλεψα τα έκλαψα πολύ
φαντάστηκα, σκεφτόμουνα παλάτια
μα συ με γέμισες μαρτύριο στη ζωή
Τα καβουράκια
Στου γιαλού τα βοτσαλάκια
κάθονται δυο καβουράκια
έρμα παραπονεμένα
κι όλο κλαίνε τα καημένα
Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα
πάει τσάρκα με τον σπάρο στη Ραφήνα
κι όλο κλαίνε τα καβουράκια
στου γιαλού τα βοτσαλάκια
Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε από τον Τάσο Κουτσοθανάση, είπε: «Μπορεί κάποτε, κατά καιρούς, να έχω πάρει ένα 5% ξένο στίχο, αυτό το έκανα από φιλανθρωπία, για να τους βοηθήσω να γίνουν γνωστές οι ικανότητές τους στις εταιρίες». Η επιτυχία του τραγουδιού ήταν τέτοια, που σίγουρα δικαίωσε τον δημιουργό του, όποιος και ήταν αυτός.
Νέο Μινόρε, ορχηστρικό από τον Γούντι Άλεν
Η μελωδία του Τσιτσάνη «Νέο Μινόρε», άρεσε πολύ στον Γούντι Άλεν, ο οποίος τη χρησιμοποίησε στην ταινία του «Ακαταμάχητη Αφροδίτη». Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, είχε πει συνέντευξή του, ότι με το που άκουσε το ορχηστρικό, συγκινήθηκε τόσο, που αποφάσισε να το εντάξει στη νέα του ταινία, που κυκλοφόρησε το 1995. Αν και ο συνθέτης έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιανουαρίου 1984, η μουσική του έφτασε μέχρι το Χόλιγουντ....Από τη Μηχανή του Χρόνου | mixanitouxronou.gr
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Το ialmopia.gr επιτρέπει στον χρήστη να αναρτά τα σχόλια και τις απόψεις του σε επίκαιρα θέματα/συζητήσεις. Τα σχόλια και οι απόψεις αυτές εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές θέσεις του εκάστοτε χρήστη και δεν υιοθετούνται από το ialmopia.gr. Σε κάθε περίπτωση, ο χρήστης οφείλει να εκφράζεται με τρόπο ώστε να μην παραβιάζει τους ελληνικούς νόμους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ialmopia.gr διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείει το χρήστη από την εν λόγω υπηρεσία.
Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα του ialmopia.gr