Ο μεγάλος μοντερνιστής που αντλούσε σταθερά έμπνευση από την ελληνικότητα και την παράδοση
Βαθύτατα λυρικός, στοχαστικός και αισθαντικός, ο Σεφέρης καταβυθίστηκε στη βαθιά γνώση του για την ιστορία της Ελλάδας, την οποία μετέτρεψε σε ανανεωτική ποίηση αποσπώντας τόσο τη διεθνή αναγνώριση όσο και την ευγνωμοσύνη της πατρίδας του.
Ηγετική μορφή στην ποίηση και τη θεωρία της λογοτεχνίας στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, ο Σεφέρης άλλαξε κι αυτός με τη σειρά του ριζικά τον προσανατολισμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συνδυάζοντας ελληνική παράδοση και παγκόσμια ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του.
Με πρόταγμα την ελληνικότητα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, ο μνημειώδης λόγος του έρρεε στο χαρτί παραμένοντας πάντα επίκαιρος: «Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες πολλές διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη», γράφει στο «Τετράδιο γυμνασμάτων».
Ταυτοχρόνως, ο Γιώργος Σεφέρης ζει σε μια διχοστασία, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη και τον διπλωμάτη Γεώργιο Σεφεριάδη. Το απολογητικό εξάλλου ύφος του λόγου του, με το οποίο επιλέγει ο ποιητής μας να συνομιλήσει με τον εαυτό του, να αυτοεξομολογηθεί και να αποτινάξει από πάνω του το βάρος του υπαλλήλου στο υπουργείο Εξωτερικών είναι εδώ δηλωτικό: «Έτσι έκανα, ώς τα σήμερα, όσο μπορούσα πιο τίμια το υπηρεσιακό μου χρέος, και προσπάθησα όσο μπορούσα, να μην έχω καμιάν ιδιαίτερη εύνοια ή απολαβή από τους ανθρώπους που μας κυβερνούσαν» («Χειρόγραφο '41»).
Ζώντας λοιπόν μόνιμα στη διάσταση αυτή μεταξύ διπλωμάτη και ποιητή («Η ανάγκη να υπηρετώ δύο κυρίους και η αποστροφή μου γενικά για την ερασιτεχνία με βασάνισαν αδιάκοπα»), ο ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Σεφέρης, ένας σωστός ογκόλιθος των ελληνικών γραμμάτων, καταφέρνει το αδύνατο: να τιμηθεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, φέρνοντας στην πατρίδα του το πρώτο βαρύτιμο βραβείο του πνεύματος.
«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να, εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου», θα πει στον ευχαριστήριο λόγο του στις 10 Δεκεμβρίου 1963 στη Στοκχόλμη.
Ο Σεφέρης απέσπασε την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση σε μια περίοδο κρίσιμη για τον ελληνισμό και την ελληνική γλώσσα: το δικό του βραβείο ήταν ταυτοχρόνως και ένας φόρος τιμής στην Ελλάδα και τη συνεισφορά της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό: «…για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως ήταν το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας. Έτσι ήταν όμως και ο ίδιος ο λόγιος, ένας πολίτης του κόσμου και μια πένα παγκόσμια που επέστρεφε ωστόσο σταθερά στην ελληνική παράδοση για να μπολιάσει τα νέα ποιητικά ρεύματα με την τόσο απαραίτητη για τον ίδιο ελληνικότητα.
Γι’ αυτό και το έργο του μεταφράστηκε ευρύτατα και χαιρετίστηκε ως σπουδαίο ήδη από τη δεκαετία του ’50. Ο Σεφέρης ήταν όμως και ένας άνθρωπος του καιρού του και δεν θα μπορούσε να μην πάρει πολιτική θέση για τα τεκταινόμενα της χώρας του κατά τη μαύρη επταετία της Χούντας, ως όφειλε εξάλλου ως διανοούμενος. Τον Μάρτιο του 1969 σπάει επιτέλους την περιλάλητη σιωπή του και στηλιτεύει τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών από τη συχνότητα του BBC: «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά», τόνισε μεταξύ άλλων.
Κι όταν τελικά φύγει από τον κόσμο τον Σεπτέμβριο του 1971, έπειτα από μετεγχειρητικές επιπλοκές, η κηδεία του δύο ημέρες αργότερα δεν θα μπορούσε να μη λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα: κατά τη νεκρώσιμη πομπή, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «Στο περιγιάλι το κρυφό», σε στίχους του μεγάλου Σεφέρη («Άρνηση»). Λίγες μέρες αργότερα, δημοσιεύεται στην εφημερίδα το τελευταίο ποίημά του «Επί Ασπαλάθων», άλλος ένας καταπέλτης κατά της δικτατορίας…
Πρώτα χρόνια
Ο Γεώργιος Σεφεριάδης γεννιέται στη σημαδιακή ημερομηνία της 29ης Φεβρουαρίου (με το παλιό ημερολόγιο) του 1900 στη Σμύρνη, ως ο πρωτότοκος γιος του δικηγόρου, ποιητή αλλά και σημαίνοντος προσώπου της ελληνικής κοινότητας Στέλιου Σεφεριάδη και της ναξιώτισσας συζύγου του Δέσποινας Τενεκίδη. Είχε δύο αδέλφια και η Ιωάννα μάλιστα θα παντρευτεί αργότερα τον λόγιο και πολιτικό Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Για τα πρώτα αυτά χρόνια του στη Μικρά Ασία, ο Σεφέρης θυμόταν: «Η Σμύρνη ήταν το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογέματα πίσω από το τζάμι, η φυλακή. Ένας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. (...) Αν η ζωή μου έγινε όπως έγινε και ξετυλίχτηκε πάνω σε δυο παράλληλους δρόμους, ένα δρόμο υποχρεώσεων, υπομονής και συμβιβασμών, κι έναν άλλον όπου περπάτησε χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου, είναι γιατί γνώρισα κι έζησα, τα χρόνια εκείνα, δυο κόσμους ξεχωρισμένους καθαρά: τον κόσμο του σπιτιού της πολιτείας και τον κόσμο του σπιτιού της εξοχής».
Ο φωτισμένος Στέλιος Σεφεριάδης, που παράλληλα με τη δικηγορία έγραφε ποιήματα και μετέφραζε αρχαίους έλληνες τραγικούς και ξένους ποιητές, διέβλεψε το αβέβαιο μέλλον του ελληνισμού στη Μικρά Ασία κι έτσι το 1914 θα μεταφέρει τη φαμίλια του στην Αθήνα, όπου θα τελειώσει ο Γεώργιος το σχολείο, χωμένος από μικρός στην τεράστια οικογενειακή βιβλιοθήκη αλλά και σε κύκλους του πνεύματος (ο πατέρας του θα γίνει λίγο αργότερα καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Το 1918 ο Σεφέρης τελειώνει το σχολείο και μετακινείται στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά στη Σορβόννη, απ’ όπου θα λάβει το 1924 τον διδακτορικό του τίτλο. Αν και για τον ίδιο η μαθητεία στην Πόλη του Φωτός είχε «νομικά και πολλή λογοτεχνία». Εκεί θα ζήσει τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ένα τραύμα που θα παραμείνει βαθύ και ανεπούλωτο σε όλη του τη ζωή, κι εκεί θα έρθει σε επαφή με τον μοντερνισμό της γραφής που έφερε στις βαλίτσες της η γαλλική πρωτοπορία. Ο Σεφέρης γράφει στίχους σαν του Πολ Βαλερί και σκίζει συνεχώς τα τετράδιά του, προσπαθώντας να καταλήξει στο δικό του ποιητικό ιδίωμα. Το 1923 θα γνωρίσει τη Ζακλίν, μια γαλλίδα πιανίστρια που θα πρωταγωνιστήσει στην ερωτική του ποίηση για περισσότερο από μια δεκαετία, καθώς «είναι μερικά αισθήματα στη ζωή που ποτέ δεν ξεθωριάζουν».
Ξέρει βέβαια ότι για να αρθρώσει την προσωπική του φωνή, πρέπει να απαλλαγεί από την πεπατημένη και να ανοιχτεί σε γλωσσικούς πειραματισμούς που δεν ήταν οικείοι στη σύγχρονή του ελληνική ποίηση. Η πρώτη του συλλογή («Στροφή») δεν θα εμφανιστεί εξάλλου πριν από τον Μάιο του 1931, όταν ο ίδιος έχει περάσει κιόλας τα τριάντα του χρόνια, ηλικία μάλλον όψιμη για πρωτοεμφανιζόμενο λογοτέχνη της εποχής. Όσο για τη λογοτεχνική κριτική του πονήματός του, ήταν μάλλον μέτρια ή τουλάχιστον αντιφατική, κάνοντας τον Σεφέρη ένα στοίχημα που έμελλε να δικαιωθεί στο μέλλον.
Πριν συμβούν βέβαια αυτά, ο Σεφέρης έχει επιστρέψει στην Ελλάδα (1925) και έχει ήδη διοριστεί (1926) στο Υπουργείο Εξωτερικών, εγκαινιάζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο Διπλωματικό Σώμα, αλλά και μια μακρά περίοδο ξενιτιάς και νόστου, καθώς τα 25 περίπου από τα 35 χρόνια της διπλωματικής του καριέρας θα τα περάσει σε διάφορα πόστα εκτός Ελλάδας: Λονδίνο (1931-34), Κορυτσά (1936-37), Αίγυπτος και Νότια Αφρική (1941-44), Άγκυρα (1948-50), Λονδίνο (1950-51) και Βηρυτός (1952-56). Η σταδιοδρομία του θα κορυφωθεί το 1957, όταν θα τοποθετηθεί πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο κατά το κρίσιμο διάστημα (1957-62) που θα οδηγήσει στην ανεξαρτησία της Κύπρου.
Μαστιζόμενος από τη νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα, ο πολυταξιδεμένος Σεφέρης επιστρέφει στην Ελλάδα μέσα από τη λογοτεχνία και την ιστορία και αυτό θα γίνει και το μοτίβο της γραφής του. Τη θαλπωρή της εστίας θα την αισθανθεί ο ποιητής μόνο κατά τα τελευταία 10 χρόνια του βίου του, όταν θα συνταξιοδοτηθεί από το υπουργείο και θα εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι της οδού Άγρας, πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο.
Το 1936 θα του χτυπήσει την πόρτα ο έρωτας, αν και είναι έρωτας ανομολόγητος: η Μάρω Ζάννου είναι μια παντρεμένη γυναίκα με δύο παιδιά και ο κρυφός δεσμός που διατηρεί με τον φέρελπι διπλωμάτη κινδυνεύει να μετατραπεί σε σκάνδαλο! Ο πατέρας του μεσολαβεί παρασκηνιακά να τον στείλουν το 1937 στην Κορυτσά για να τον απομακρύνει από τη Μάρω, αν και η απόσταση φουντώνει περαιτέρω το ειδύλλιο: τον Απρίλιο του 1941, λίγες μόνο μέρες μετά τη ναζιστική εισβολή στην Ελλάδα, ο Σεφέρης παντρεύεται την εκλεκτή της καρδιάς του στην Πλάκα και αναχωρούν για την Αίγυπτο. Χαριτολογώντας, ο ποιητής διατεινόταν έκτοτε πως κουμπάρος του ήταν ο Χίτλερ!
Ποιητικό έργο
Όπως προαναφέραμε, ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα το 1931 με την εξαίσια «Στροφή» του, η οποία προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας, αν και οι αντιδράσεις ήταν ανάμεικτες. Λίγο πριν είχε έρθει σε επαφή στο Λονδίνο με το έργο του ποιητή που θα τον επηρεάσει βαθύτερα απ’ όλους: τον Τόμας Έλιοτ. Η ποιητική σχέση Έλιοτ-Σεφέρη θα αποτελέσει όπως ξέρουμε θέμα παρεξηγήσεων και άκριτων συσχετισμών, καθώς παρά τις ίδιες εκλεκτικές συγγένειες, οι δύο ποιητικές συνειδήσεις διακρίνονται από πολυάριθμες διαφορές και αναμφίβολα άλλο πνεύμα.
Από το 1935 ο Σεφέρης εμφανίζεται τακτικά στο εμβληματικό περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα», πλάι στον Εμπειρίκο και τον Ελύτη, τόσο ως ποιητής και δοκιμιογράφος όσο και ως μεταφραστής. Σε αυτόν χρωστούμε άλλωστε τη μετάφραση της αριστουργηματικής «Έρημης Χώρας» του Έλιοτ (1936). Από το 1937, όταν υπηρετούσε στην Κορυτσά, ο Σεφέρης θα βάλει στο θεωρητικό του στόχαστρο τον Καβάφη, προσπαθώντας να ερμηνεύσει και να οικειωθεί τον μεγάλο Αλεξανδρινό, σε μια έρευνα που έμελλε να κρατήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Ή συμβολή του στη μελέτη και την κατανόηση του Καβάφη ήταν καθοριστικότατη, καθώς όπως παρατηρεί και ο Στρατής Τσίρκας, που αφιέρωσε ένα από τα καβαφικά του βιβλία στον Σεφέρη, ήταν ο σμυρνιός ποιητής αυτός «που μας έμαθε να διαβάζουμε σωστότερα τον Καβάφη».
Ο Σεφέρης κυκλοφόρησε το σύνολο της ως τότε ποιητικής του παραγωγής φεύγοντας από την Ελλάδα το 1941, καθώς οι φλόγες του πολέμου τον έκαναν να πιστέψει πως δεν θα υπήρχε αύριο. Οι συλλογές «Ποιήματα, 1», «Τετράδιο γυμνασμάτων» και «Ημερολόγιο καταστρώματος» κυκλοφορούν ταυτοχρόνως.
Παρά τις επικρίσεις για σκοτεινή και εγκεφαλική ποίηση χωρίς συναίσθημα, οι περισσότεροι λογοτέχνες και κριτικοί συμφώνησαν από την αρχή ότι το έργο του Σεφέρη ενείχε τεράστιο συμβολικό βάρος, καθώς έστρεφε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Οι μοντερνιστικές ακροβασίες του Σεφέρη ανανέωσαν τα λιμνάζοντα ελληνικά ύδατα της γραφής και όπως παρατήρησε εξάλλου ο Γιώργος Θεοτοκάς, ήταν «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».
Ο Σεφέρης καθιερώνεται γρήγορα στους λογοτεχνικούς κύκλους ως πολλά υποσχόμενος λογοτέχνης και όταν κυκλοφορεί το 1935 τη νέα του συλλογή «Μυθιστόρημα», όλοι χαιρετίζουν τη γέννηση του μείζονος ποιητή! Μετά τη φυγή του από την Ελλάδα το 1941 ξεκινά η γονιμότερη περίοδός του, καθώς ο διπλωμάτης δίνει συνεχώς διαλέξεις, εκδίδει τις «Δοκιμές» και το «Ημερολόγιο καταστρώματος, β'», πρωτοστατεί σε εκθέσεις και συμβάλει στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στο εξωτερικό, επιμελούμενος την έκδοση των έργων του Σικελιανού και του Κάλβου στην Αίγυπτο.
Ασίγαστος διανοούμενος, επιστρέφει για λίγο στην Αθήνα μετά την Απελευθέρωση και έρχεται σε επαφή με τη φρίκη του εμφύλιου σπαραγμού, συνοψίζοντας τις εμπειρίες του στην «Κίχλη» (1947). Οι συνεχείς διπλωματικές μετακινήσεις του Σεφέρη και τα σύντομα διαλείμματα της επιστροφής του στην Αθήνα περιορίζουν την παρουσία του σε περιοδικά και εφημερίδες και η ανάμειξή του στην πνευματική ζωή του τόπου μας είναι σχεδόν περιθωριακή.
Ταυτοχρόνως, ο «καθωσπρέπει διπλωμάτης», όπως τον χαρακτήριζαν οι κακές γλώσσες, ερχόταν σε τραγική αντίθεση με την πνευματική ιντελιγκέντσια της μετεμφυλιακής Ελλάδας και ο Σεφέρης ως άνθρωπος παρέμενε λίγο πολύ γρίφος για τους συγχρόνους του νεοέλληνες γραφιάδες. Έχει διαπιστωθεί ότι ο μεγάλος μας ποιητής φάνταζε εκτός κλίματος στον ελλαδικό χώρο, καθώς ο κοσμοπολιτισμός και η υψηλή κοινωνική του θέση φάνταζαν ξένα στο ταπεινό εσωτερικό σκηνικό.
Ο διπλωμάτης μετακινείται συνεχώς και περνώντας από Λονδίνο, καταλήγει στην πρεσβεία της Άγκυρας και από κει στη Βηρυτό, αν και ο Σεφέρης είναι σταθερά περισσότερο άνθρωπος των γραμμάτων παρά πρεσβευτής. Εκτός από το πλούσιο ποιητικό του έργο, ο ποιητής μας διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μια σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο παραγνωρισμένων τότε μορφών της, όπως του Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μεν μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό σε διάσταση, καθώς στη δουλειά του περιλαμβάνονται δύο έργα του κορυφαίου Τ.Σ. Έλιοτ («Έρημη Χώρα» και «Φονικό στην Εκκλησιά»), αλλά και η μεταγραφή στη νεοελληνική δύο έργων της Βίβλου («Άσμα Ασμάτων» και «Αποκάλυψη του Ιωάννη»)…
Νόμπελ και τελευταία χρόνια
Στις 10 Δεκεμβρίου 1963, ο Σεφέρης τιμάται από τη Σουηδική Aκαδημία με το Bραβείο Nόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται ο πρώτος Έλληνας που λαμβάνει την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση, αφήνοντας πίσω του μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας γραφής, όπως ο Πάμπλο Νερούδα και ο Σάμιουελ Μπέκετ (αμφότεροι τιμήθηκαν αργότερα). Λογοτεχνικά περιοδικά της Ευρώπης και ειδικά της Γαλλίας τον θέλουν βέβαια άξιο για Νόμπελ ήδη από 1956, καθώς μέχρι τότε έχει μεταφραστεί το έργο του εκτεταμένα και είναι ένα από τα μεγάλα ονόματα του μοντερνισμού.
Κατά την παραλαβή του βαρύτιμου βραβείου, ο Σεφέρης παρατηρεί: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται … Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη … Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα - και τι θα γινόμασταν αν η πνοή λιγόστευε; Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται».
Παρά ταύτα, κατά την επιστροφή του από τη Στοκχόλμη δεν βρέθηκε ούτε ένας κρατικός επίσημος ή εκπρόσωπος των λογοτεχνικών σωματείων να τον υποδεχθεί! Την επόμενη χρονιά γίνεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου αλλά και της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ. Την ίδια εποχή τιμάται ευρύτατα για το έργο του και αυτός αντιγυρνά τις τιμές της οικουμένης με τα υπέροχα «Τρία Κρυφά Ποιήματα» (1966). Τώρα βέβαια είμαστε στα χρόνια της Χούντας και τον κατηγορούν κάποιοι ανοιχτά για την ηθελημένη σιωπή του, καθώς ο μεγάλος μας ποιητής είχε ήδη αποφασίσει να μη δημοσιεύσει νέα εργασία του σε εφημερίδες και περιοδικά μετά την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα στις 21 Απριλίου 1967.
Στην ατμόσφαιρα αιωρούνταν ότι ο Σεφέρης, λόγω του αστικού κοινωνικού υποβάθρου του, δεν είχε ενοχληθεί και τόσο με τη δικτατορία των Συνταγματαρχών, παρερμηνεύοντας κακοπροαίρετα την αυτοφίμωσή του. Ο ποιητής λύνει λοιπόν τη σιωπή του τον Μάρτιο του 1969 για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε τη χώρα, στέλνοντας στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC την ιστορική πλέον δήλωσή του κατά της χούντας.
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας […]Κλείνουν δύο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.[…] Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει ἡ ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.[…] Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».
Η δήλωση αυτή προκάλεσε όπως ήταν φυσικό τη δυσαρέσκεια του Παπαδόπουλου και των άλλων πραξικοπηματιών, οι οποίοι αποστέρησαν από τον Σεφέρη τόσο τον τίτλο του (πρέσβης επί τιμή) όσο και το διπλωματικό του διαβατήριο! Ταυτοχρόνως, αντιμετωπίζει τώρα κάποια προβλήματα υγείας και ταλαιπωρείται πολύ από το έλκος που είχε εμφανιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1950. Παρά ταύτα, γράφει το 1971 το τελευταίο του πόνημα, το ποίημα «Επί ασπαλάθων».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά τη συνταξιοδότησή του από το Διπλωματικό Σώμα, τα πέρασε μακριά από τη δημόσια σφαίρα, φροντίζοντας και τακτοποιώντας το έργο του. Το 1971 ο βασικότερος εκφραστής του ελληνικού μοντερνισμού εισάγεται στο νοσοκομείο για να εγχειριστεί στο λεπτό έντερο. Η επέμβαση δεν είχε επιτυχία και έπειτα από επιπλοκές, ο μεγάλος μας ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή στις 20 Σεπτεμβρίου 1971.
Δύο μέρες αργότερα, η νεκρώσιμη ακολουθία του μετατρέπεται σε συλλαλητήριο κατά της Χούντας, με τον κόσμο να τραγουδά την απαγορευμένη σεφερική «Άρνηση» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη…
Βαθύτατα λυρικός, στοχαστικός και αισθαντικός, ο Σεφέρης καταβυθίστηκε στη βαθιά γνώση του για την ιστορία της Ελλάδας, την οποία μετέτρεψε σε ανανεωτική ποίηση αποσπώντας τόσο τη διεθνή αναγνώριση όσο και την ευγνωμοσύνη της πατρίδας του.
Ηγετική μορφή στην ποίηση και τη θεωρία της λογοτεχνίας στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, ο Σεφέρης άλλαξε κι αυτός με τη σειρά του ριζικά τον προσανατολισμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συνδυάζοντας ελληνική παράδοση και παγκόσμια ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του.
Με πρόταγμα την ελληνικότητα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, ο μνημειώδης λόγος του έρρεε στο χαρτί παραμένοντας πάντα επίκαιρος: «Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες πολλές διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη», γράφει στο «Τετράδιο γυμνασμάτων».
Ταυτοχρόνως, ο Γιώργος Σεφέρης ζει σε μια διχοστασία, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη και τον διπλωμάτη Γεώργιο Σεφεριάδη. Το απολογητικό εξάλλου ύφος του λόγου του, με το οποίο επιλέγει ο ποιητής μας να συνομιλήσει με τον εαυτό του, να αυτοεξομολογηθεί και να αποτινάξει από πάνω του το βάρος του υπαλλήλου στο υπουργείο Εξωτερικών είναι εδώ δηλωτικό: «Έτσι έκανα, ώς τα σήμερα, όσο μπορούσα πιο τίμια το υπηρεσιακό μου χρέος, και προσπάθησα όσο μπορούσα, να μην έχω καμιάν ιδιαίτερη εύνοια ή απολαβή από τους ανθρώπους που μας κυβερνούσαν» («Χειρόγραφο '41»).
Ζώντας λοιπόν μόνιμα στη διάσταση αυτή μεταξύ διπλωμάτη και ποιητή («Η ανάγκη να υπηρετώ δύο κυρίους και η αποστροφή μου γενικά για την ερασιτεχνία με βασάνισαν αδιάκοπα»), ο ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Σεφέρης, ένας σωστός ογκόλιθος των ελληνικών γραμμάτων, καταφέρνει το αδύνατο: να τιμηθεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, φέρνοντας στην πατρίδα του το πρώτο βαρύτιμο βραβείο του πνεύματος.
«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να, εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου», θα πει στον ευχαριστήριο λόγο του στις 10 Δεκεμβρίου 1963 στη Στοκχόλμη.
Ο Σεφέρης απέσπασε την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση σε μια περίοδο κρίσιμη για τον ελληνισμό και την ελληνική γλώσσα: το δικό του βραβείο ήταν ταυτοχρόνως και ένας φόρος τιμής στην Ελλάδα και τη συνεισφορά της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό: «…για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως ήταν το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας. Έτσι ήταν όμως και ο ίδιος ο λόγιος, ένας πολίτης του κόσμου και μια πένα παγκόσμια που επέστρεφε ωστόσο σταθερά στην ελληνική παράδοση για να μπολιάσει τα νέα ποιητικά ρεύματα με την τόσο απαραίτητη για τον ίδιο ελληνικότητα.
Γι’ αυτό και το έργο του μεταφράστηκε ευρύτατα και χαιρετίστηκε ως σπουδαίο ήδη από τη δεκαετία του ’50. Ο Σεφέρης ήταν όμως και ένας άνθρωπος του καιρού του και δεν θα μπορούσε να μην πάρει πολιτική θέση για τα τεκταινόμενα της χώρας του κατά τη μαύρη επταετία της Χούντας, ως όφειλε εξάλλου ως διανοούμενος. Τον Μάρτιο του 1969 σπάει επιτέλους την περιλάλητη σιωπή του και στηλιτεύει τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών από τη συχνότητα του BBC: «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά», τόνισε μεταξύ άλλων.
Κι όταν τελικά φύγει από τον κόσμο τον Σεπτέμβριο του 1971, έπειτα από μετεγχειρητικές επιπλοκές, η κηδεία του δύο ημέρες αργότερα δεν θα μπορούσε να μη λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα: κατά τη νεκρώσιμη πομπή, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «Στο περιγιάλι το κρυφό», σε στίχους του μεγάλου Σεφέρη («Άρνηση»). Λίγες μέρες αργότερα, δημοσιεύεται στην εφημερίδα το τελευταίο ποίημά του «Επί Ασπαλάθων», άλλος ένας καταπέλτης κατά της δικτατορίας…
Πρώτα χρόνια
Ο Γεώργιος Σεφεριάδης γεννιέται στη σημαδιακή ημερομηνία της 29ης Φεβρουαρίου (με το παλιό ημερολόγιο) του 1900 στη Σμύρνη, ως ο πρωτότοκος γιος του δικηγόρου, ποιητή αλλά και σημαίνοντος προσώπου της ελληνικής κοινότητας Στέλιου Σεφεριάδη και της ναξιώτισσας συζύγου του Δέσποινας Τενεκίδη. Είχε δύο αδέλφια και η Ιωάννα μάλιστα θα παντρευτεί αργότερα τον λόγιο και πολιτικό Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Για τα πρώτα αυτά χρόνια του στη Μικρά Ασία, ο Σεφέρης θυμόταν: «Η Σμύρνη ήταν το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογέματα πίσω από το τζάμι, η φυλακή. Ένας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. (...) Αν η ζωή μου έγινε όπως έγινε και ξετυλίχτηκε πάνω σε δυο παράλληλους δρόμους, ένα δρόμο υποχρεώσεων, υπομονής και συμβιβασμών, κι έναν άλλον όπου περπάτησε χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου, είναι γιατί γνώρισα κι έζησα, τα χρόνια εκείνα, δυο κόσμους ξεχωρισμένους καθαρά: τον κόσμο του σπιτιού της πολιτείας και τον κόσμο του σπιτιού της εξοχής».
Ο φωτισμένος Στέλιος Σεφεριάδης, που παράλληλα με τη δικηγορία έγραφε ποιήματα και μετέφραζε αρχαίους έλληνες τραγικούς και ξένους ποιητές, διέβλεψε το αβέβαιο μέλλον του ελληνισμού στη Μικρά Ασία κι έτσι το 1914 θα μεταφέρει τη φαμίλια του στην Αθήνα, όπου θα τελειώσει ο Γεώργιος το σχολείο, χωμένος από μικρός στην τεράστια οικογενειακή βιβλιοθήκη αλλά και σε κύκλους του πνεύματος (ο πατέρας του θα γίνει λίγο αργότερα καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Το 1918 ο Σεφέρης τελειώνει το σχολείο και μετακινείται στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά στη Σορβόννη, απ’ όπου θα λάβει το 1924 τον διδακτορικό του τίτλο. Αν και για τον ίδιο η μαθητεία στην Πόλη του Φωτός είχε «νομικά και πολλή λογοτεχνία». Εκεί θα ζήσει τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ένα τραύμα που θα παραμείνει βαθύ και ανεπούλωτο σε όλη του τη ζωή, κι εκεί θα έρθει σε επαφή με τον μοντερνισμό της γραφής που έφερε στις βαλίτσες της η γαλλική πρωτοπορία. Ο Σεφέρης γράφει στίχους σαν του Πολ Βαλερί και σκίζει συνεχώς τα τετράδιά του, προσπαθώντας να καταλήξει στο δικό του ποιητικό ιδίωμα. Το 1923 θα γνωρίσει τη Ζακλίν, μια γαλλίδα πιανίστρια που θα πρωταγωνιστήσει στην ερωτική του ποίηση για περισσότερο από μια δεκαετία, καθώς «είναι μερικά αισθήματα στη ζωή που ποτέ δεν ξεθωριάζουν».
Ξέρει βέβαια ότι για να αρθρώσει την προσωπική του φωνή, πρέπει να απαλλαγεί από την πεπατημένη και να ανοιχτεί σε γλωσσικούς πειραματισμούς που δεν ήταν οικείοι στη σύγχρονή του ελληνική ποίηση. Η πρώτη του συλλογή («Στροφή») δεν θα εμφανιστεί εξάλλου πριν από τον Μάιο του 1931, όταν ο ίδιος έχει περάσει κιόλας τα τριάντα του χρόνια, ηλικία μάλλον όψιμη για πρωτοεμφανιζόμενο λογοτέχνη της εποχής. Όσο για τη λογοτεχνική κριτική του πονήματός του, ήταν μάλλον μέτρια ή τουλάχιστον αντιφατική, κάνοντας τον Σεφέρη ένα στοίχημα που έμελλε να δικαιωθεί στο μέλλον.
Πριν συμβούν βέβαια αυτά, ο Σεφέρης έχει επιστρέψει στην Ελλάδα (1925) και έχει ήδη διοριστεί (1926) στο Υπουργείο Εξωτερικών, εγκαινιάζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο Διπλωματικό Σώμα, αλλά και μια μακρά περίοδο ξενιτιάς και νόστου, καθώς τα 25 περίπου από τα 35 χρόνια της διπλωματικής του καριέρας θα τα περάσει σε διάφορα πόστα εκτός Ελλάδας: Λονδίνο (1931-34), Κορυτσά (1936-37), Αίγυπτος και Νότια Αφρική (1941-44), Άγκυρα (1948-50), Λονδίνο (1950-51) και Βηρυτός (1952-56). Η σταδιοδρομία του θα κορυφωθεί το 1957, όταν θα τοποθετηθεί πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο κατά το κρίσιμο διάστημα (1957-62) που θα οδηγήσει στην ανεξαρτησία της Κύπρου.
Μαστιζόμενος από τη νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα, ο πολυταξιδεμένος Σεφέρης επιστρέφει στην Ελλάδα μέσα από τη λογοτεχνία και την ιστορία και αυτό θα γίνει και το μοτίβο της γραφής του. Τη θαλπωρή της εστίας θα την αισθανθεί ο ποιητής μόνο κατά τα τελευταία 10 χρόνια του βίου του, όταν θα συνταξιοδοτηθεί από το υπουργείο και θα εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι της οδού Άγρας, πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο.
Το 1936 θα του χτυπήσει την πόρτα ο έρωτας, αν και είναι έρωτας ανομολόγητος: η Μάρω Ζάννου είναι μια παντρεμένη γυναίκα με δύο παιδιά και ο κρυφός δεσμός που διατηρεί με τον φέρελπι διπλωμάτη κινδυνεύει να μετατραπεί σε σκάνδαλο! Ο πατέρας του μεσολαβεί παρασκηνιακά να τον στείλουν το 1937 στην Κορυτσά για να τον απομακρύνει από τη Μάρω, αν και η απόσταση φουντώνει περαιτέρω το ειδύλλιο: τον Απρίλιο του 1941, λίγες μόνο μέρες μετά τη ναζιστική εισβολή στην Ελλάδα, ο Σεφέρης παντρεύεται την εκλεκτή της καρδιάς του στην Πλάκα και αναχωρούν για την Αίγυπτο. Χαριτολογώντας, ο ποιητής διατεινόταν έκτοτε πως κουμπάρος του ήταν ο Χίτλερ!
Ποιητικό έργο
Όπως προαναφέραμε, ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα το 1931 με την εξαίσια «Στροφή» του, η οποία προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας, αν και οι αντιδράσεις ήταν ανάμεικτες. Λίγο πριν είχε έρθει σε επαφή στο Λονδίνο με το έργο του ποιητή που θα τον επηρεάσει βαθύτερα απ’ όλους: τον Τόμας Έλιοτ. Η ποιητική σχέση Έλιοτ-Σεφέρη θα αποτελέσει όπως ξέρουμε θέμα παρεξηγήσεων και άκριτων συσχετισμών, καθώς παρά τις ίδιες εκλεκτικές συγγένειες, οι δύο ποιητικές συνειδήσεις διακρίνονται από πολυάριθμες διαφορές και αναμφίβολα άλλο πνεύμα.
Από το 1935 ο Σεφέρης εμφανίζεται τακτικά στο εμβληματικό περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα», πλάι στον Εμπειρίκο και τον Ελύτη, τόσο ως ποιητής και δοκιμιογράφος όσο και ως μεταφραστής. Σε αυτόν χρωστούμε άλλωστε τη μετάφραση της αριστουργηματικής «Έρημης Χώρας» του Έλιοτ (1936). Από το 1937, όταν υπηρετούσε στην Κορυτσά, ο Σεφέρης θα βάλει στο θεωρητικό του στόχαστρο τον Καβάφη, προσπαθώντας να ερμηνεύσει και να οικειωθεί τον μεγάλο Αλεξανδρινό, σε μια έρευνα που έμελλε να κρατήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Ή συμβολή του στη μελέτη και την κατανόηση του Καβάφη ήταν καθοριστικότατη, καθώς όπως παρατηρεί και ο Στρατής Τσίρκας, που αφιέρωσε ένα από τα καβαφικά του βιβλία στον Σεφέρη, ήταν ο σμυρνιός ποιητής αυτός «που μας έμαθε να διαβάζουμε σωστότερα τον Καβάφη».
Ο Σεφέρης κυκλοφόρησε το σύνολο της ως τότε ποιητικής του παραγωγής φεύγοντας από την Ελλάδα το 1941, καθώς οι φλόγες του πολέμου τον έκαναν να πιστέψει πως δεν θα υπήρχε αύριο. Οι συλλογές «Ποιήματα, 1», «Τετράδιο γυμνασμάτων» και «Ημερολόγιο καταστρώματος» κυκλοφορούν ταυτοχρόνως.
Παρά τις επικρίσεις για σκοτεινή και εγκεφαλική ποίηση χωρίς συναίσθημα, οι περισσότεροι λογοτέχνες και κριτικοί συμφώνησαν από την αρχή ότι το έργο του Σεφέρη ενείχε τεράστιο συμβολικό βάρος, καθώς έστρεφε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Οι μοντερνιστικές ακροβασίες του Σεφέρη ανανέωσαν τα λιμνάζοντα ελληνικά ύδατα της γραφής και όπως παρατήρησε εξάλλου ο Γιώργος Θεοτοκάς, ήταν «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».
Ο Σεφέρης καθιερώνεται γρήγορα στους λογοτεχνικούς κύκλους ως πολλά υποσχόμενος λογοτέχνης και όταν κυκλοφορεί το 1935 τη νέα του συλλογή «Μυθιστόρημα», όλοι χαιρετίζουν τη γέννηση του μείζονος ποιητή! Μετά τη φυγή του από την Ελλάδα το 1941 ξεκινά η γονιμότερη περίοδός του, καθώς ο διπλωμάτης δίνει συνεχώς διαλέξεις, εκδίδει τις «Δοκιμές» και το «Ημερολόγιο καταστρώματος, β'», πρωτοστατεί σε εκθέσεις και συμβάλει στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στο εξωτερικό, επιμελούμενος την έκδοση των έργων του Σικελιανού και του Κάλβου στην Αίγυπτο.
Ασίγαστος διανοούμενος, επιστρέφει για λίγο στην Αθήνα μετά την Απελευθέρωση και έρχεται σε επαφή με τη φρίκη του εμφύλιου σπαραγμού, συνοψίζοντας τις εμπειρίες του στην «Κίχλη» (1947). Οι συνεχείς διπλωματικές μετακινήσεις του Σεφέρη και τα σύντομα διαλείμματα της επιστροφής του στην Αθήνα περιορίζουν την παρουσία του σε περιοδικά και εφημερίδες και η ανάμειξή του στην πνευματική ζωή του τόπου μας είναι σχεδόν περιθωριακή.
Ταυτοχρόνως, ο «καθωσπρέπει διπλωμάτης», όπως τον χαρακτήριζαν οι κακές γλώσσες, ερχόταν σε τραγική αντίθεση με την πνευματική ιντελιγκέντσια της μετεμφυλιακής Ελλάδας και ο Σεφέρης ως άνθρωπος παρέμενε λίγο πολύ γρίφος για τους συγχρόνους του νεοέλληνες γραφιάδες. Έχει διαπιστωθεί ότι ο μεγάλος μας ποιητής φάνταζε εκτός κλίματος στον ελλαδικό χώρο, καθώς ο κοσμοπολιτισμός και η υψηλή κοινωνική του θέση φάνταζαν ξένα στο ταπεινό εσωτερικό σκηνικό.
Ο διπλωμάτης μετακινείται συνεχώς και περνώντας από Λονδίνο, καταλήγει στην πρεσβεία της Άγκυρας και από κει στη Βηρυτό, αν και ο Σεφέρης είναι σταθερά περισσότερο άνθρωπος των γραμμάτων παρά πρεσβευτής. Εκτός από το πλούσιο ποιητικό του έργο, ο ποιητής μας διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μια σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο παραγνωρισμένων τότε μορφών της, όπως του Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μεν μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό σε διάσταση, καθώς στη δουλειά του περιλαμβάνονται δύο έργα του κορυφαίου Τ.Σ. Έλιοτ («Έρημη Χώρα» και «Φονικό στην Εκκλησιά»), αλλά και η μεταγραφή στη νεοελληνική δύο έργων της Βίβλου («Άσμα Ασμάτων» και «Αποκάλυψη του Ιωάννη»)…
Νόμπελ και τελευταία χρόνια
Στις 10 Δεκεμβρίου 1963, ο Σεφέρης τιμάται από τη Σουηδική Aκαδημία με το Bραβείο Nόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται ο πρώτος Έλληνας που λαμβάνει την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση, αφήνοντας πίσω του μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας γραφής, όπως ο Πάμπλο Νερούδα και ο Σάμιουελ Μπέκετ (αμφότεροι τιμήθηκαν αργότερα). Λογοτεχνικά περιοδικά της Ευρώπης και ειδικά της Γαλλίας τον θέλουν βέβαια άξιο για Νόμπελ ήδη από 1956, καθώς μέχρι τότε έχει μεταφραστεί το έργο του εκτεταμένα και είναι ένα από τα μεγάλα ονόματα του μοντερνισμού.
Κατά την παραλαβή του βαρύτιμου βραβείου, ο Σεφέρης παρατηρεί: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται … Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη … Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα - και τι θα γινόμασταν αν η πνοή λιγόστευε; Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται».
Παρά ταύτα, κατά την επιστροφή του από τη Στοκχόλμη δεν βρέθηκε ούτε ένας κρατικός επίσημος ή εκπρόσωπος των λογοτεχνικών σωματείων να τον υποδεχθεί! Την επόμενη χρονιά γίνεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου αλλά και της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ. Την ίδια εποχή τιμάται ευρύτατα για το έργο του και αυτός αντιγυρνά τις τιμές της οικουμένης με τα υπέροχα «Τρία Κρυφά Ποιήματα» (1966). Τώρα βέβαια είμαστε στα χρόνια της Χούντας και τον κατηγορούν κάποιοι ανοιχτά για την ηθελημένη σιωπή του, καθώς ο μεγάλος μας ποιητής είχε ήδη αποφασίσει να μη δημοσιεύσει νέα εργασία του σε εφημερίδες και περιοδικά μετά την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα στις 21 Απριλίου 1967.
Στην ατμόσφαιρα αιωρούνταν ότι ο Σεφέρης, λόγω του αστικού κοινωνικού υποβάθρου του, δεν είχε ενοχληθεί και τόσο με τη δικτατορία των Συνταγματαρχών, παρερμηνεύοντας κακοπροαίρετα την αυτοφίμωσή του. Ο ποιητής λύνει λοιπόν τη σιωπή του τον Μάρτιο του 1969 για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε τη χώρα, στέλνοντας στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC την ιστορική πλέον δήλωσή του κατά της χούντας.
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας […]Κλείνουν δύο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.[…] Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει ἡ ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.[…] Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».
Η δήλωση αυτή προκάλεσε όπως ήταν φυσικό τη δυσαρέσκεια του Παπαδόπουλου και των άλλων πραξικοπηματιών, οι οποίοι αποστέρησαν από τον Σεφέρη τόσο τον τίτλο του (πρέσβης επί τιμή) όσο και το διπλωματικό του διαβατήριο! Ταυτοχρόνως, αντιμετωπίζει τώρα κάποια προβλήματα υγείας και ταλαιπωρείται πολύ από το έλκος που είχε εμφανιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1950. Παρά ταύτα, γράφει το 1971 το τελευταίο του πόνημα, το ποίημα «Επί ασπαλάθων».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά τη συνταξιοδότησή του από το Διπλωματικό Σώμα, τα πέρασε μακριά από τη δημόσια σφαίρα, φροντίζοντας και τακτοποιώντας το έργο του. Το 1971 ο βασικότερος εκφραστής του ελληνικού μοντερνισμού εισάγεται στο νοσοκομείο για να εγχειριστεί στο λεπτό έντερο. Η επέμβαση δεν είχε επιτυχία και έπειτα από επιπλοκές, ο μεγάλος μας ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή στις 20 Σεπτεμβρίου 1971.
Δύο μέρες αργότερα, η νεκρώσιμη ακολουθία του μετατρέπεται σε συλλαλητήριο κατά της Χούντας, με τον κόσμο να τραγουδά την απαγορευμένη σεφερική «Άρνηση» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη…
πηγη: newsbeast.gr
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Το ialmopia.gr επιτρέπει στον χρήστη να αναρτά τα σχόλια και τις απόψεις του σε επίκαιρα θέματα/συζητήσεις. Τα σχόλια και οι απόψεις αυτές εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές θέσεις του εκάστοτε χρήστη και δεν υιοθετούνται από το ialmopia.gr. Σε κάθε περίπτωση, ο χρήστης οφείλει να εκφράζεται με τρόπο ώστε να μην παραβιάζει τους ελληνικούς νόμους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ialmopia.gr διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείει το χρήστη από την εν λόγω υπηρεσία.
Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα του ialmopia.gr