Τα προηγούμενα χρόνια ζήσαμε μια άνευ προηγούμενου, υπεραισιόδοξη ανάπτυξη τόσο της συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής, όσο και των ΑΠΕ. Ανάπτυξη που στηρίχθηκε στη «χρηματιστηριακή» λογική του φιάσκου του 2000 «πάρτε δάνεια για να παίξετε στο χρηματιστήριο» και στο «λεφτά υπάρχουν» του 2009. Όχι μόνο δε ελήφθησαν υπόψη παράγοντες όπως η πραγματική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και οι οικονομικές συνθήκες της χώρας σε μια παγκόσμια αγορά που κατέρρεε, αλλά δεν υπήρξε καν έγκαιρη και έγκυρη προσαρμογή στα κελεύσματα της κατάρρευσης.
Με τις νέες ρυθμίσεις, φαινομενικά γίνεται προσπάθεια εξομάλυνσης της ενεργειακής αγοράς. Επί της ουσίας όμως η κάλυψη τεχνικών συνθηκών, κυρίως του δικτύου, όπως και οικονομικών συνθηκών μιας ρέουσας οικονομικής κατάστασης της χώρας, οδηγούν νομοτελειακά τους επενδυτές στην αντιμετώπιση μελλοντικών «εκπλήξεων».
Μελέτες ΕΜΠ εκτιμούν, υπό συνθήκες τέλειου δικτύου, τις αναγκαστικές απορρίψεις στο 20% της ανανεώσιμης παραγωγής. Οι μηχανισμοί αποζημίωσης πολιορκούνται από μοντέλα όπως Cap επιδοτήσεων, μοντέλο feed in premium, επιλεκτική διακοψιμότητα στην βάση του μοντέλου last-in first-out για την παραγόμενη ενέργεια. Επίσης είναι σημαντικά επισφαλείς οι προβλέψεις ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας βάσει της αλματώδους πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής και της έλλειψης πόρων του μέσου νοικοκυριού για κάλυψη των αυξημένων τιμών των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος.
Επειδή οι κοινωνικές συνθήκες μιας χώρας με δυσδιάκριτες οικονομικές διεξόδους υπερτερούν της προστασίας του περιβάλλοντος σε εξειδικευμένο βαθμό, η πλήρης απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής δεν αποτελεί βέλτιστη λύση. Αντιθέτως αυξάνει το κόστος της ενέργειας και αποθαρρύνει επενδυτικές κινήσεις κυρίως στο βιομηχανικό τομέα.
Πόσο ασφαλείς λοιπόν μπορούν να νοιώθουν μελλοντικοί επενδυτές εγχώριοι και ξένοι σε ένα περιβάλλον αποσταθεροποιημένο και συνεχώς επιδεινούμενο;
Πόσα «εμφράγματα» μπορούν πλέον να υποστούν οι υφιστάμενες επενδύσεις και ποιο φως θα τις κρατήσει ζωντανές;
Με τις νέες ρυθμίσεις, φαινομενικά γίνεται προσπάθεια εξομάλυνσης της ενεργειακής αγοράς. Επί της ουσίας όμως η κάλυψη τεχνικών συνθηκών, κυρίως του δικτύου, όπως και οικονομικών συνθηκών μιας ρέουσας οικονομικής κατάστασης της χώρας, οδηγούν νομοτελειακά τους επενδυτές στην αντιμετώπιση μελλοντικών «εκπλήξεων».
Μελέτες ΕΜΠ εκτιμούν, υπό συνθήκες τέλειου δικτύου, τις αναγκαστικές απορρίψεις στο 20% της ανανεώσιμης παραγωγής. Οι μηχανισμοί αποζημίωσης πολιορκούνται από μοντέλα όπως Cap επιδοτήσεων, μοντέλο feed in premium, επιλεκτική διακοψιμότητα στην βάση του μοντέλου last-in first-out για την παραγόμενη ενέργεια. Επίσης είναι σημαντικά επισφαλείς οι προβλέψεις ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας βάσει της αλματώδους πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής και της έλλειψης πόρων του μέσου νοικοκυριού για κάλυψη των αυξημένων τιμών των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος.
Επειδή οι κοινωνικές συνθήκες μιας χώρας με δυσδιάκριτες οικονομικές διεξόδους υπερτερούν της προστασίας του περιβάλλοντος σε εξειδικευμένο βαθμό, η πλήρης απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής δεν αποτελεί βέλτιστη λύση. Αντιθέτως αυξάνει το κόστος της ενέργειας και αποθαρρύνει επενδυτικές κινήσεις κυρίως στο βιομηχανικό τομέα.
Πόσο ασφαλείς λοιπόν μπορούν να νοιώθουν μελλοντικοί επενδυτές εγχώριοι και ξένοι σε ένα περιβάλλον αποσταθεροποιημένο και συνεχώς επιδεινούμενο;
Πόσα «εμφράγματα» μπορούν πλέον να υποστούν οι υφιστάμενες επενδύσεις και ποιο φως θα τις κρατήσει ζωντανές;
Μελίτα Χισκάκη
Αν και τα νοήματα είναι πολύ επιστημονικά, νομίζω έχεις δίκιο. Δεν έχουμε επενδύσεις
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλλο επίπεδο μάγκες. Respect
ΑπάντησηΔιαγραφή