Της Δάφνης Θ. Καραγιάννη*
Θα μπορούσε άραγε το Σύνταγμα του 1844 να συνεχίζεται να εφαρμόζεται και σήμερα; Ναι, αν ο τότε συντακτικός νομοθέτης είχε τη διορατικότητα και τη σοφία να συμπεριλάβει ρυθμίσεις τόσο δυναμικές και ευμετάβλητες, ώστε να ανταποκρίνονται και στις ανάγκες του 2014!
Μια τέτοια όμως πρόνοια δεν είναι δυνατή ούτε και απαραίτητη, γιατί ένα Σύνταγμα οφείλει να εκφράζει την εποχή του, λαμβάνοντας υπόψη του τις υφιστάμενες συνθήκες. Εξάλλου, καμιά γενιά δεν δικαιούται και δεν νομιμοποιείται να δεσμεύει με τις επιλογές της τις επόμενες. Γι’ αυτό άλλωστε και τη σκυτάλη μετά τη συντακτική παίρνει η αναθεωρητική Βουλή.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν σε μια αναθεώρηση είναι νοητό να τίθενται όρια και περιορισμοί ή αν η ανάγκη μεταρρύθμισης έχει τελικά τον πρώτο λόγο. Το άρθρο 110 (παρ. 1) του ισχύοντος Συντάγματος, που τέθηκε σε ισχύ το 1975, επιτρέπει καταρχήν την αναθεώρηση των διατάξεών του. Προβλέπει όμως και έναν κατάλογο μη αναθεωρητέων διατάξεων που συνιστούν το λεγόμενο «αιώνιο Σύνταγμα». Αυτές αφορούν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς και σε μια σειρά από θεμελιώδη δικαιώματα.
Θα αναφερθούμε ενδεικτικά στις ρυθμίσεις του άρθρου 4 που αναφέρεται στην αρχή της ισότητας. Από το παρόν άρθρο ο συντακτικός νομοθέτης εξαιρεί απ’ την αναθεώρηση τις παραγράφους 1, 4, 7, δηλαδή: την ισότητα ενώπιον του νόμου, την πρόσβαση μόνο των Ελλήνων πολιτών στις δημόσιες λειτουργίες και την απαγόρευση απονομής τίτλων ευγενείας ή διάκρισης, προσδίδοντάς τους διαχρονική αξία.
Αντιθέτως, αντιμετωπίζει με ελαστικότητα και επιτρέπει την αναθεώρηση των υπολοίπων, όπως για παράδειγμα:
-Της παρ. 2 που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας των φύλων.
-Της παρ. 5 που κατοχυρώνει τη φορολογική ισότητα.
Το άρθρο 4 διασφαλίζει στο σύνολό της την αρχή της ισότητας, γενική συνταγματική αρχή, αναγνωρισμένη από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που διαχέεται στη συνολική έννομη τάξη. Αν όμως είναι έτσι, γιατί επιτρέπει την αναθεώρηση ορισμένων μόνο παραγράφων-μορφών ισότητας ενώ την απαγορεύει στις υπόλοιπες; Ο συντακτικός νομοθέτης αποκλείοντας από την αναθεώρηση την ισότητα ενώπιον του νόμου σε αντίθεση για παράδειγμα με την ισότητα των φύλων, προεξοφλεί τη «θεμελιακή» υπεροχή της πρώτης έναντι της δεύτερης. Κάτι τέτοιο όμως στερείται νομικής δικαιολογητικής βάσης, γιατί πώς θα μπορούσε να υπάρξει ισότητα ενώπιον του νόμου χωρίς την ισότητα των φύλων αφού πρόκειται για δύο διατάξεις αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοεξαρτώμενες;
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί καλοπροαίρετα – ότι η παράλειψη αυτή αφήνει το «παράθυρο» της αναθεώρησης ανοιχτό στον επόμενο αναθεωρητικό νομοθέτη.
Ομως, κανείς δεν εγγυάται πως μια μελλοντική αναθεώρηση –αποτέλεσμα συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων- θα διασφαλίσει πληρέστερα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αντίθετα, μπορεί ν’ αποτελέσει πρόσφορη δικαιολογία για μία πιθανή συρρίκνωση, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τη σημερινή συγκυρία με την τάση υπονόμευσης του Κράτους Δικαίου και απομείωσης του Κράτους Πρόνοιας.
Δεν έχει όμως τόση σημασία να αποκρυπτογραφήσουμε τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη του 1975, όσο να αντιληφθούμε τις συνέπειες της αντιφατικής ρύθμισης του παραπάνω άρθρου 110. Το άρθρο 110 δίνει την ευκαιρία στην εκάστοτε αναθεωρητική Βουλή να επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο κεκτημένων κοινωνικοπολιτικών δικαιωμάτων. Το ζήτημα είναι προς ποια κατεύθυνση; Το παράδοξο δηλαδή που μπορεί να προκύψει είναι ότι ένας μελλοντικός νομοθέτης τηρώντας κατά γράμμα το Σύνταγμα μπορεί να περιστείλει τα περί ισότητας βασικά δικαιώματα! Τότε όμως πώς θα μπορούμε να μιλάμε για ασφάλεια δικαίου;
Κι αν βέβαια ο κίνδυνος της άμεσης αναθεώρησης των διατάξεων περί ισότητας φαντάζει υπερβολικός, πιθανή είναι ωστόσο η έμμεση φαλκίδευσή τους μέσω ειδικών νόμων. Ας δούμε τι συμβαίνει για παράδειγμα στην πράξη με τη φορολογική ισότητα: Με βάση το άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. «Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Ο νέος Ενιαίος Φόρος Ακινήτων (ΕΝΦΑ) αντίκειται μεταξύ άλλων στην παραπάνω αρχή, αφού παραβλέπει την πραγματική φοροδοτική ικανότητα του καθενός και φορολογεί το ακίνητο ανεξάρτητα από το πρόσωπο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια. Και αυτός είναι και ένας εκ των βασικών λόγων που επικρίθηκε ως κατάφωρα άδικος και αντισυνταγματικός.
Η συγκεκριμένη όμως διάταξη (αρ. 4 παρ. 5 Συντ.) με την οποία ο ΕΝΦΑ συγκρούεται, σε αντίθεση με τις «γειτονικές» της περί ισότητας, αναθεωρείται. Επομένως, εάν μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νομοσχεδίου, ακολουθούσε και η αναθεώρηση της «ενοχλητικής» παραγράφου, τότε θα μπορούσε να αποκτήσει συνταγματική ισχύ και να περιβληθεί με νομιμότητα ένα νομικά διάτρητο νομοσχέδιο.
Πώς μπορούμε λοιπόν να αποκλείσουμε ανάλογες πιθανές νομοθετικές καταστρατηγήσεις; Προτείνοντας την αναθεώρηση της ίδιας της παραγράφου 1 του 110 του Συντάγματος που ορίζει το σχετικό κατάλογο. Επιτρέπεται όμως; Κατά την άποψη της θεωρίας, απαγορεύεται. Διότι, μια πιθανή αναθεώρηση θα έπληττε ό,τι ακριβώς επιδίωκε να διασφαλίσει η διάταξη, καθιστώντας την έτσι περιττή. Η αναθεώρησή της θα ισοδυναμούσε δηλαδή με αυτοκατάργησή της.
Κατά μία δεύτερη άποψη ωστόσο, εφόσον η ίδια η παράγραφος 1 του 110Σ δεν περιλαμβάνεται στις ρητά και περιοριστικά αναφερόμενες μη αναθεωρητέες διατάξεις, τότε επιτρέπεται η αναθεώρησή της.
Η αποδοχή της πρώτης ή της δεύτερης άποψης αποτελεί μεν ζήτημα νομικής ερμηνείας, φανερώνει δε το πώς αντιλαμβανόμαστε τη λειτουργία του Συντάγματος σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία.
Πιο συγκεκριμένα: Αποδεχόμενοι την πρώτη άποψη δηλώνουμε υπέρμαχοι ενός αυστηρού Συντάγματος, που κρίνει απαραίτητο έναν κατάλογο διατάξεων που δεν μπορούν να αλλάξουν ποτέ είτε είναι σωστές είτε λανθασμένες. Μήπως όμως έτσι, τόσο εμείς όσο και οι επόμενες γενιές, γινόμαστε δέσμιοι των επιλογών ενός νομοθέτη του παρελθόντος; Αντιθέτως, αν ταχθούμε υπέρ της δεύτερης άποψης και της δυνατότητας αλλαγής, τότε μας επιτρέπεται τόσο να επανεξετάσουμε το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου 1, με συμπλήρωση επιπλέον διατάξεων ή και την αφαίρεση άλλων, όσο και να καταργήσουμε την ίδια τη «λίστα» μη αναθεωρήσιμων διατάξεων. Ενα Σύνταγμα εξάλλου οφείλει να αποτελεί ένα ζωντανό εργαλείο στα χέρια των πολιτών και η ίδια η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας υπαγορεύει το δικαίωμα στην αλλαγή ακόμη και στη μορφή του πολιτεύματος αν υπάρχει λαϊκή ετυμηγορία. Γιατί όχι;
……………………………………………………………………………………………………..
*Επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Παν. Αθηνών
Θα μπορούσε άραγε το Σύνταγμα του 1844 να συνεχίζεται να εφαρμόζεται και σήμερα; Ναι, αν ο τότε συντακτικός νομοθέτης είχε τη διορατικότητα και τη σοφία να συμπεριλάβει ρυθμίσεις τόσο δυναμικές και ευμετάβλητες, ώστε να ανταποκρίνονται και στις ανάγκες του 2014!
Μια τέτοια όμως πρόνοια δεν είναι δυνατή ούτε και απαραίτητη, γιατί ένα Σύνταγμα οφείλει να εκφράζει την εποχή του, λαμβάνοντας υπόψη του τις υφιστάμενες συνθήκες. Εξάλλου, καμιά γενιά δεν δικαιούται και δεν νομιμοποιείται να δεσμεύει με τις επιλογές της τις επόμενες. Γι’ αυτό άλλωστε και τη σκυτάλη μετά τη συντακτική παίρνει η αναθεωρητική Βουλή.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν σε μια αναθεώρηση είναι νοητό να τίθενται όρια και περιορισμοί ή αν η ανάγκη μεταρρύθμισης έχει τελικά τον πρώτο λόγο. Το άρθρο 110 (παρ. 1) του ισχύοντος Συντάγματος, που τέθηκε σε ισχύ το 1975, επιτρέπει καταρχήν την αναθεώρηση των διατάξεών του. Προβλέπει όμως και έναν κατάλογο μη αναθεωρητέων διατάξεων που συνιστούν το λεγόμενο «αιώνιο Σύνταγμα». Αυτές αφορούν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς και σε μια σειρά από θεμελιώδη δικαιώματα.
Θα αναφερθούμε ενδεικτικά στις ρυθμίσεις του άρθρου 4 που αναφέρεται στην αρχή της ισότητας. Από το παρόν άρθρο ο συντακτικός νομοθέτης εξαιρεί απ’ την αναθεώρηση τις παραγράφους 1, 4, 7, δηλαδή: την ισότητα ενώπιον του νόμου, την πρόσβαση μόνο των Ελλήνων πολιτών στις δημόσιες λειτουργίες και την απαγόρευση απονομής τίτλων ευγενείας ή διάκρισης, προσδίδοντάς τους διαχρονική αξία.
Αντιθέτως, αντιμετωπίζει με ελαστικότητα και επιτρέπει την αναθεώρηση των υπολοίπων, όπως για παράδειγμα:
-Της παρ. 2 που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας των φύλων.
-Της παρ. 5 που κατοχυρώνει τη φορολογική ισότητα.
Το άρθρο 4 διασφαλίζει στο σύνολό της την αρχή της ισότητας, γενική συνταγματική αρχή, αναγνωρισμένη από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που διαχέεται στη συνολική έννομη τάξη. Αν όμως είναι έτσι, γιατί επιτρέπει την αναθεώρηση ορισμένων μόνο παραγράφων-μορφών ισότητας ενώ την απαγορεύει στις υπόλοιπες; Ο συντακτικός νομοθέτης αποκλείοντας από την αναθεώρηση την ισότητα ενώπιον του νόμου σε αντίθεση για παράδειγμα με την ισότητα των φύλων, προεξοφλεί τη «θεμελιακή» υπεροχή της πρώτης έναντι της δεύτερης. Κάτι τέτοιο όμως στερείται νομικής δικαιολογητικής βάσης, γιατί πώς θα μπορούσε να υπάρξει ισότητα ενώπιον του νόμου χωρίς την ισότητα των φύλων αφού πρόκειται για δύο διατάξεις αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοεξαρτώμενες;
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί καλοπροαίρετα – ότι η παράλειψη αυτή αφήνει το «παράθυρο» της αναθεώρησης ανοιχτό στον επόμενο αναθεωρητικό νομοθέτη.
Ομως, κανείς δεν εγγυάται πως μια μελλοντική αναθεώρηση –αποτέλεσμα συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων- θα διασφαλίσει πληρέστερα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αντίθετα, μπορεί ν’ αποτελέσει πρόσφορη δικαιολογία για μία πιθανή συρρίκνωση, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τη σημερινή συγκυρία με την τάση υπονόμευσης του Κράτους Δικαίου και απομείωσης του Κράτους Πρόνοιας.
Δεν έχει όμως τόση σημασία να αποκρυπτογραφήσουμε τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη του 1975, όσο να αντιληφθούμε τις συνέπειες της αντιφατικής ρύθμισης του παραπάνω άρθρου 110. Το άρθρο 110 δίνει την ευκαιρία στην εκάστοτε αναθεωρητική Βουλή να επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο κεκτημένων κοινωνικοπολιτικών δικαιωμάτων. Το ζήτημα είναι προς ποια κατεύθυνση; Το παράδοξο δηλαδή που μπορεί να προκύψει είναι ότι ένας μελλοντικός νομοθέτης τηρώντας κατά γράμμα το Σύνταγμα μπορεί να περιστείλει τα περί ισότητας βασικά δικαιώματα! Τότε όμως πώς θα μπορούμε να μιλάμε για ασφάλεια δικαίου;
Κι αν βέβαια ο κίνδυνος της άμεσης αναθεώρησης των διατάξεων περί ισότητας φαντάζει υπερβολικός, πιθανή είναι ωστόσο η έμμεση φαλκίδευσή τους μέσω ειδικών νόμων. Ας δούμε τι συμβαίνει για παράδειγμα στην πράξη με τη φορολογική ισότητα: Με βάση το άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. «Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Ο νέος Ενιαίος Φόρος Ακινήτων (ΕΝΦΑ) αντίκειται μεταξύ άλλων στην παραπάνω αρχή, αφού παραβλέπει την πραγματική φοροδοτική ικανότητα του καθενός και φορολογεί το ακίνητο ανεξάρτητα από το πρόσωπο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια. Και αυτός είναι και ένας εκ των βασικών λόγων που επικρίθηκε ως κατάφωρα άδικος και αντισυνταγματικός.
Η συγκεκριμένη όμως διάταξη (αρ. 4 παρ. 5 Συντ.) με την οποία ο ΕΝΦΑ συγκρούεται, σε αντίθεση με τις «γειτονικές» της περί ισότητας, αναθεωρείται. Επομένως, εάν μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νομοσχεδίου, ακολουθούσε και η αναθεώρηση της «ενοχλητικής» παραγράφου, τότε θα μπορούσε να αποκτήσει συνταγματική ισχύ και να περιβληθεί με νομιμότητα ένα νομικά διάτρητο νομοσχέδιο.
Πώς μπορούμε λοιπόν να αποκλείσουμε ανάλογες πιθανές νομοθετικές καταστρατηγήσεις; Προτείνοντας την αναθεώρηση της ίδιας της παραγράφου 1 του 110 του Συντάγματος που ορίζει το σχετικό κατάλογο. Επιτρέπεται όμως; Κατά την άποψη της θεωρίας, απαγορεύεται. Διότι, μια πιθανή αναθεώρηση θα έπληττε ό,τι ακριβώς επιδίωκε να διασφαλίσει η διάταξη, καθιστώντας την έτσι περιττή. Η αναθεώρησή της θα ισοδυναμούσε δηλαδή με αυτοκατάργησή της.
Κατά μία δεύτερη άποψη ωστόσο, εφόσον η ίδια η παράγραφος 1 του 110Σ δεν περιλαμβάνεται στις ρητά και περιοριστικά αναφερόμενες μη αναθεωρητέες διατάξεις, τότε επιτρέπεται η αναθεώρησή της.
Η αποδοχή της πρώτης ή της δεύτερης άποψης αποτελεί μεν ζήτημα νομικής ερμηνείας, φανερώνει δε το πώς αντιλαμβανόμαστε τη λειτουργία του Συντάγματος σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία.
Πιο συγκεκριμένα: Αποδεχόμενοι την πρώτη άποψη δηλώνουμε υπέρμαχοι ενός αυστηρού Συντάγματος, που κρίνει απαραίτητο έναν κατάλογο διατάξεων που δεν μπορούν να αλλάξουν ποτέ είτε είναι σωστές είτε λανθασμένες. Μήπως όμως έτσι, τόσο εμείς όσο και οι επόμενες γενιές, γινόμαστε δέσμιοι των επιλογών ενός νομοθέτη του παρελθόντος; Αντιθέτως, αν ταχθούμε υπέρ της δεύτερης άποψης και της δυνατότητας αλλαγής, τότε μας επιτρέπεται τόσο να επανεξετάσουμε το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου 1, με συμπλήρωση επιπλέον διατάξεων ή και την αφαίρεση άλλων, όσο και να καταργήσουμε την ίδια τη «λίστα» μη αναθεωρήσιμων διατάξεων. Ενα Σύνταγμα εξάλλου οφείλει να αποτελεί ένα ζωντανό εργαλείο στα χέρια των πολιτών και η ίδια η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας υπαγορεύει το δικαίωμα στην αλλαγή ακόμη και στη μορφή του πολιτεύματος αν υπάρχει λαϊκή ετυμηγορία. Γιατί όχι;
……………………………………………………………………………………………………..
*Επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Παν. Αθηνών
πηγη:efsyn
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Το ialmopia.gr επιτρέπει στον χρήστη να αναρτά τα σχόλια και τις απόψεις του σε επίκαιρα θέματα/συζητήσεις. Τα σχόλια και οι απόψεις αυτές εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές θέσεις του εκάστοτε χρήστη και δεν υιοθετούνται από το ialmopia.gr. Σε κάθε περίπτωση, ο χρήστης οφείλει να εκφράζεται με τρόπο ώστε να μην παραβιάζει τους ελληνικούς νόμους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ialmopia.gr διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείει το χρήστη από την εν λόγω υπηρεσία.
Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα του ialmopia.gr